Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΛΕΓΑΝ ΝΟΥΝ
του Λουίς ΛΑ Αμούρ.
Μετάφραση: Βενετία Κεραμοπούλου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1.
Κάποιος ήθελε να τον σκοτώσει.
Αυτή η ιδέα κυριαρχούσε στο μυαλό του, μόλις άνοιξε τα μάτια του
και διαπίστωσε ότι βρισκόταν πεσμένος σ' ένα χώρο, ανάμεσα σε δυό
κτίρια. Το βλέμμα του στυλώθηκε σ' ένα φωτεινό ορθογώνιο που
διαγραφόταν στον τοίχο του απέναντι κτιρίου. Ήταν ένα φωτισμένο
παράθυρο στο δεύτερο όροφο.
Απ' αυτό το παράθυρο είχε πέσει. Κοίταζε τώρα το ορθογώνιο αυτό
φως μένοντας τελείως ακίνητος σαν να εξαρτιώταν η ζωή του απ'
αυτό. Ταυτόχρονα όμως συνειδητοποιούσε ότι αυτό το παράθυρο δεν
είχε πια καμιά σημασία. Γι' αυτόν ένα πράγμα μόνο είχε σημασία
εκείνη τη στιγμή: να γλιτώσει. Έπρεπε να φύγει οπωσδήποτε από
εκεί που ήταν. Να το σκάσει όσο πιο γρήγορα γινόταν.
Το κεφάλι του βούιζε τρομερά, πράγμα που του έδιωχνε κάθε άλλη
σκέψη από το μυαλό. Σήκωσε μηχανικά το χέρι του και παρά τον πόνο
που ένιωσε, το Αφερε στο πρόσωπό του. Μετά, απαλά απαλά, πέρασε
το χέρι του στο κεφάλι. Από την αφή ένιωσε το παγωμένο αίμα και
τη βαθιά πληγή. Κατέβασε το χέρι στο πουκάμισό του και κατάλαβε
ότι ήταν κι' αυτό καταματωμένο.
Κάποιος λοιπόν είχε προσπαθήσει να τον σκοτώσει και ήταν βέβαιος
ότι αυτό ο κάποιος θα προσπαθούσε ξανά και ξανά και δεν θα
σταματούσε παρά μόνον όταν θα τον έβλεπε νεκρό. Κι' αυτή η σκέψη
είχε ριζωθεί τόσο γερά μέσα στο μυαλό του, που δεν τον άφηνε να
σκεφτεί τίποτ' άλλο.
Γύρισε το κεφάλι του αργά και κοίταξε γύρω του. Η μιά μεριά ήταν
σκοτεινή. Η άλλη φωτισμένη... ο δρόμος.
Ένιωθε ότι στο σκοτάδι, πίσω απ' το κτίριο, κάτι αναδευόταν.
Κάτι ή κάποιος, σίγουρα ένας εχθρός, που ήθελε τον αφανισμό του.
Με μεγάλη προσπάθεια σηκώθηκε από το έδαφος κι ακούμπησε στον
τοίχο. Έμεινε έτσι για λίγο επιστρατεύοντας όλες του τις
δυνάμεις. Έπρεπε οπωσδήποτε να φύγει, να το σκάσει.
Έβαλε το χέρι του στο γοφό του. Η ζώνη του όπλου του ήταν στη
θέση της, αλλά το όπλο όχι. Έπεσε στα γόνατα και βάλθηκε να
ψάχνει γύρω γύρω με την αφή. Δεν βρήκε τίποτα. Σίγουρα θα είχε
μείνει εκεί πάνω σ' εκείνο το δωμάτιο. Του είχε πέσει ή του το
είχαν πάρει, προτού πέσει ο ίδιος απ' το παράθυρο;
Άρχισε να προχωρεί προς το δρόμο παραπατώντας. Πίσω του άκουγε
μουσική ένα μουρμουρητό και πνιχτά γέλια.
Φτάνοντας στο φως σταμάτησε και κοίταζε σαν χαζός δεξιά κι
αριστερά. Ο δρόμος ήταν άδειος. Ζαλισμένος απ' τον πόνο και το
σοκ άρχισε να περπατάει κατά μήκος του δρόμου διαλέγοντας από
ένστικτο ένα σκοτεινό χώρο ανάμεσα στα κτίρια που ορθώνονταν από
δω κι από κει.
Δεν ήξερε που πήγαινε. Περπατούσε μόνο από την ανάγκη που ένιωθε
να απομακρυνθεί, να το "σκάσει". Έπρεπε με κάθε τρόπο να βγει
από την πόλη. Από το σημείο που τέλειωναν τα κτίρια, η περιοχή
γινόταν πιο έρημη. Μόνο μερικά σκόρπια σπίτια δω και κει και
μερικές μάντρες με ζώα. Μόλις τα πέρασε κι' αυτά βρέθηκε να
περπατάει πάνω σε χορτάρι.
Σταμάτησε πάλι κι έριξε μια ματιά πίσω του. Δεν τον κυνηγούσε
κανείς. Γιατί όμως είχε το συναίσθημα ότι τον κυνηγούν;
Συνέχισε με πείσμα το δρόμο του αδιαφορώντας για τους αφόρητους
πόνους. Σε μια στιγμή είδε μπροστά του ένα κόκκινο φωτάκι. Όταν
το πλησίασε σκόνταψε πάνω στη σιδηροδρομική γραμμή.
Αριστερά του οι ράγες γυάλιζαν στο σκοτάδι ως πέρα, ενώ από τη
δεξιά μεριά οδηγούσαν σ' ένα μικρό σιδηροδρομικό σταθμό. Πήρε
αυτή την κατεύθυνση. Σταμάτησε όμως απότομα. Η σκέψη, ότι οι
εχθροί του σίγουρα θα τον έψαχναν προς τα εκεί, τον καθήλωσε.
Είχε όμως δυνατότητα επιλογής;
Όπως είχε σταθεί προσπαθούσε παράλληλα να τακτοποιήσει τις
σκέψεις του. Τα δάχτυλά του ψηλάφισαν τα ρούχα του. Το σακάκι
στους ώμους του ήταν λίγο στενό και τα μανίκια πάλι λίγο κοντά.
Το ύφασμα όμως ήταν καλής ποιότητας.
Γύρισε πάλι πίσω του και κοίταξε την πόλη. Η όψη της δεν του
έλεγε τίποτα το ιδιαίτερο. Ήταν μια μικρή πόλη. Και το ότι
υπήρχαν και ζώα μέσα σ' αυτήν, σήμαινε ότι ήταν μια πόλη της
Δύσης.
Άκουσε για δεύτερη φορά το σφύριγμα του τραίνου που ερχόταν και
συνειδητοποίησε ότι αν εξακολουθούσε να μένει στο σημείο που τώρα
στεκόταν, τα φώτα του τραίνου θα Απεφταν κατά πάνω του. Έπεσε
γρήγορα καταγής, ενώ το τρένο περνούσε δίπλα του με ταχύτητα.
Σκέφτηκε το τρένο. Του πρόσφερε τρόπο διαφυγής. Και αν έφευγε θα
είχε και τον καιρό να σκεφθεί και να ξεκαθαρίσει όλα αυτά που
είχαν συμβεί. ΝΑ ανακαλύψει τέλος πάντων ποιός ήταν και γιατί τον
κυνηγούσαν.
Μελέτησε το θέμα με προσοχή. Όταν πέρασε το τραίνο από μπροστά
του, παρατήρησε ότι υπήρχαν τρία τουλάχιστον άδεια βαγόνια με τις
πόρτες ανοιχτές. Εκεί θα χωνόταν. Μόλις όμως πήγε ν' ανασηκωθεί,
είδε μια ομάδα καβαλλάρηδων, που μόλις είχαν έρθει στο σταθμό, να
χωρίζεται στα δύο και ν' αρχίζουν να ψάχνουν ένα ένα τα βαγόνια
του τρένου κι από τις δύο πλευρές. Χώθηκε ακόμα πιο βαθιά στην
κρυψώνα του, αλλά από εκεί που ήταν μπορούσε άνετα ν' ακούσει
αυτά που έλεγαν οι καβαλλάρηδες καθώς πλησίαζαν.
"... άδικος κόπος" άκουσε πρώτα μια φωνή. "Χάνουμε την ώρα μας.
Ήταν σε πολύ κακή κατάσταση. Γεμάτος αίματα και παραπατούσε. Δεν
ήταν σε θέση να φτάσει ως εδώ. Είμαι βέβαιος γι' αυτό. Κι αν δεν
είναι κρυμμένος κάπου μέσα στην πόλη, σίγουρα θα ξεψυχάει εδώ
γύρω στα χορτάρια".
"Ήταν αρκετά σκληρός άντρας για πρωτάρης", ακούστηκε μια δεύτερη
φωνή.
"Δεν είμαι βέβαιος ότι ήταν πρωτάρης. Ο Μπεν Τζάνις ορκιζόταν ότι
τον πέτυχε. Άλλωστε έχεις ακούσει ποτέ ότι ο Μπεν μπορεί ν'
αστοχήσει; Πρέπει όμως να έχει σιδερένιο κεφάλι αυτός ο
άνθρώπος".
"Α, μπα... Είναι νεκρός τώρα ή πεθαίνει", είπε ο άλλος
κατηγορηματικά. Έκαναν μεταβολή και ξαναπροχώρησαν κατά μήκος
των βαγονιών. Βρίσκονταν καμιά δεκαριά μέτρα μακριά του, όταν
ακούστηκε το σφύριγμα του τρένου. Τότε ακριβώς σηκώθηκε κι άρχισε
να τρέχει προς το κοντινό άδειο βαγόνι. Επειδή όμως ένας απ' τους
καβαλλάρηδες έκανε να γυρίσει στη σέλλα του, αναγκάστηκε ν'
αλλάξει κατεύθυνση. Έτσι πήδησε σε μια σκάλα που είδε μπροστά
του και χώθηκε ανάμεσα στα βαγόνια. Τώρα δεν μπορούσαν να τον
δουν.
Σε λίγα δευτερόλεπτα το τρένο θα ξεκινούσε. Γαντζώθηκε γερά και
σιγά σιγά ανέβηκε στη σκέπη του βαγονιού. Εκεί ξάπλωσε.
Το τρένο τραντάχτηκε. Ξεκίνησε, τραντάχτηκε πάλι και σιγά σιγά
άρχισε να παίρνει ταχύτητα. Έμεινε εκεί ακίνητος ενώ η καρδιά
του χτυπούσε δυνατά. Ήταν άραγε κανείς μέσα στο βαγόνι; Τον
είχαν δει απ' τα παράθυρα;
Το τρένο σφύριξε παρατεταμένα κι ανέπτυξε μεγαλύτερη ταχύτητα.
Σύρθηκε σιγά σιγά ώσπου έφτασε πάνω απ' την πόρτα του άδειου
βαγονιού.
Έπρεπε τώρα να πηδήσει. Μπορεί να έπεφτε μέσα από την πόρτα,
αλλά και τίποτα δεν απέκλειε να βρεθεί έξω απ' το τρένο ή και
κάτω απ' τις σιδηροτροχιές. Έπρεπε όμως να το διακινδυνεύσει για
τον απλούστατο λόγο: Δεν μπορούσε να μείνει εκεί που ήταν.
Σύρθηκε ακόμα λίγο στην οροφή και έριξε μια ματιά κάτω. Η πόρτα
ήταν ανοιχτή. Γύρισε το σώμα του σιγά σιγά, πιάστηκε από την άκρη
της οροφής, σήκωσε ένα ένα τα πόδια του, τα κρέμασε και μετά
άφησε το κορμί του ελεύθερο. Άφησε τα χέρια του κι έπεσε στο
κατώφλι της πόρτας.
Για μια στιγμή έμεινε ακίνητος προσπαθώντας να πάρει ανάσα.
Ύστερα σηκώθηκε και παραπατώντας πάντα ακούμπησε δίπλα στην
πόρτα. Κοίταξε γύρω του. Η νύχτα ήταν δροσερή. ΤΑ αστέρια έλαμπαν
στον ουρανό.
Προσπάθησε να σκεφτεί. Ποιος ήταν; Φυγάς; Παράνομος; ΑΗ αυτοί που
τον κυνηγούσαν ήταν παράνομοι και ήθελαν να τον σκοτώσουν για
κάτι που ήξερε ή για κάτι που είχε; Γιατί;
Ανήσυχος κάθησε χάμω κι ακούμπησε την πλάτη του στο παραπέτο,
δίπλα στην πόρτα. Ένιωθε αδύναμος, άρρωστος. Ωστόσο επέβαλε στον
εαυτό του να σκεφτεί.
Μπεν Τζάνις... Είχε τουλάχιστον ένα όνομα για να πιαστεί. Ο Μπεν
Τζάνις είχε έρθει για να τον σκοτώσει και δεν αστοχούσε εύκολα.
Αυτό σήμαινε ότι ο Τζάνις ήταν ειδικός σ' αυτά και ότι είχε
σκοτώσει κι άλλους. Είχαν μιλήσει γι' αυτόν σα να ήταν κάποιος
πολύ γνωστός. Συνεπώς δεν θα συναντούσε μεγάλες δυσκολίες να
μάθει ποιος ήταν ο Μπεν Τζάνις και φυσικα μετά και ποιός ήταν κι
ο ίδιος.
Ναι, αλλά αν ο Μπεν Τζάνις είχε σταλεί από κάποιον για να τον
σκοτώσει. Ποιος ήταν αυτός ο κάποιος που τον είχε στείλει;
Είπαν γι' αυτόν ότι ήταν πρωτάρης. Άρα θα πρέπει να ήταν
νεοφερμένος στη Δύση. Γιατί όμως είχε έρθει; Κι από που είχε
έρθει; Είχε οικογένεια; Ήταν παντρεμένος; Ποιός ήταν;
Είχε μόνο ένα στοιχείο. Έπρεπε να μάθει ποιος ήταν ο Μπεν Τζάνις
και που βρισκόταν.
Δεν είχε καθρέφτη κι έτσι δεν ήξερε και τη μορφή του. Το ότι ήταν
ψηλός το καταλάβαινε. Αγγίζοντας τα μπράτσα του και το σώμα του
κατάλαβε ότι ήταν ένας ασυνήθιστα δυνατός άντρας. Μπορεί λοιπόν
να ήταν πρωτάρης, όχι όμως και αδύναμο ανθρωπάκι.
Έβαλε τα χέρια του στις τσέπες του παντελονιού του. Από την μία
έβγαλε ένα σακουλάκι με δέκα χρυσά εικοσαδόλλαρα και μερικά άλλα
νομίσματα. Υπήρχε ακόμα και μια δεσμίδα από χαρτονομίσματα, αλλά
δεν κάθισε να τα μετρήσει.
Στην άλλη του τσέπη βρήκε ένα μεγάλο μαχαίρι, ένα άσπρο μαντίλι,
ένα αδιάβροχο κουτί με σπίρτα, ένα κουβάρι από δερμάτινο σχοινί
και μια αλυσίδα με τρία κλειδιά. Στις έξω τσέπες του σακακιού του
δεν βρήκε τίποτα, ενώ από τη μέσα τσέπη έβγαλε ένα επίσημο
έγγραφο και δύο επιστολές.
Οι επιστολές απευθύνονταν στον Ντην Καλλαίην, στο Ελ Πάσο του
Τέξας. Αυτός ήταν άραγε ο Καλλαίην;
Είπε το όνομα δυνατά, αλλά δεν του θύμιζε τίποτα.
Ήταν πολύ σκοτεινά για να μπορέσει να διαβάσει κάτι περισσότερο
από τις διευθύνσεις γι' αυτό κι έβαλε τα γράμματα στη θέση τους
για να τα διαβάσει όταν θα είχε περισσότερο φως.
"Λοιπόν φίλε Καλλαίην, αν είσαι αυτός", είπε μέσα του, "με τόσα
λεφτά στην τσέπη, σίγουρα δεν έχεις καλό ράφτη".
"Ελ Πάσο. Είπε πολλές φορές το όνομα αλλά και πάλι δεν του θύμισε
τίποτα. Καμιά εικόνα δεν του ερχόταν στο μυαλό. Θα πήγαινε λοιπόν
στο Ελ Πάσο, στο σπίτι του Καλλαίην. Εκεί θα μάθαινε πολλά...
Ωστόσο θα μπορούσε να πάει;
"Κύριε...", η φωνή ήταν σιγανή, αλλά ανήσυχη. "... μη με
κουράζεις. Είμαι φίλος και μ' όλο αυτό το πλήθος που περιμένει
εκεί πέρα, σίγουρα θα χρειαστείς ένα φίλο".
Πετάχτηκε αμέσως όρθιος. Ήταν ταραγμένος. Το τρένο έτρεχε, όχι
με μεγάλη ταχύτητα και στο βάθος έβλεπε φώτα. Έμπαιναν σε μια
πόλη.
"Τι συμβαίνει;" ρώτησε. "Τι φωνές είναι αυτές;"
"Έχει συγκεντρωθεί μεγάλο πλήθος κύριε, και κρατάνε σκοινί.
Σκοπεύουν να σε κρεμάσουν".
"Να με κρεμάσουν!... Γιατί;"
"Δεν είναι ώρα για ερωτήσεις και άκου με... Μόλις περάσουμε από
την δεξαμενή του νερού να πηδήσεις και να το βάλεις στα πόδια". Ο
τύπος μιλούσε γρήγορα και τώρα του έδειχνε ένα σκοτεινό κτίριο.
"Υπάρχει ένα κενό ανάμεσα σ' αυτόν τον αχυρώνα και στη μάντρα που
είναι δίπλα. Να τρέξεις από κεί. Στο τέλος της μάντρας υπάρχουν
κάτι θάμνοι. Ακριβώς στη γωνία θα δεις ένα μονοπάτι που οδηγεί
κατευθείαν στο μεγάλο ρυάκι. Ακολούθησέ το προς τους λόφους. Κι
αν μπορείς να τ' ανέβεις τρέχοντας τόσο το καλύτερο. Μην αφήσεις
το ρυάκι ώσπου να δεις έναν μικρό βράχο που στο φως θα φαίνεται
πρασινωπός. Όταν φτάσεις εκεί, κάνε στροφή δεξιά και τράβα κατά
μήκος της όχθης. Εκεί υπάρχει ένα μονοπάτι... Ακολούθησέ το..."
Δεν πρόλαβε να πει τίποτα γιατί όπως το τρένο είχε κόψει
ταχύτητα, ο άνθρωπος που του μιλούσε πήδησε μέσα στο σκοτάδι κι
άρχισε να τρέχει. Χωρίς να το σκεφτεί έκανε κι αυτός το ίδιο.
Καθώς πηδούσε απόρησε με την ευκολία που έκανε το σάλτο. Μπορεί
να είχε χάσει τη μνήμη του, οι μύες του όμως δεν είχαν χάσει τις
συνήθειές τους.
Η δεξαμενή πότιζε γύρω της την περιοχή και καθώς περνούσε μύρισε
μια ευχάριστη μυρωδιά υγρασίας. Είδε τον μεγάλο παλιό αχύρωνα και
τη μάντρα δίπλα. Έτρεξε ανάμεσά τους, ενώ πίσω του άκουγε τώρα
τον κόσμο να φωνάζει: "Ψάξτε όλο το τρένο... Μην τον αφήσετε να
φύγει..."
Χώθηκε ανάμεσα στους θάμνους και πολύ γρήγορα βγήκε στην άμμο του
ρυακιού. Τώρα δεν μπορούσε να τρέχει γρήγορα, αλλά παρ' όλα αυτά
συνέχισε, ώσπου ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά. Τρόμαξε
και σταμάτησε για να πάρει μια ανάσα. Μετά πάλι άρχισε να
περπατάει όσο μπορούσε πιο γρήγορα. Για έναν άνθρωπο που λίγο πιο
πριν είχε χτυπηθεί τόσο άσχημα στο κεφάλι, είχε αξιοθαύμαστη
αντοχή.
Εξακολούθησε να περπατάει και κάποια στιγμη είδε το μικρό βράχο.
Τον πέρασε και σχεδόν αμέσως βρήκε το μονοπάτι που ήταν παράλληλο
με το ρυάκι και κατέληγε σ' ένα δεύτερο μικρό ρυάκι. Εκεί
στάθηκε, έσκυψε και ήπιε λίγο νερό. Μετά, επειδή δεν υπήρχε άλλος
δρόμος, ακολούθησε τη μικρή κοίτη προς την πλαγιά. Είχε
προχωρήσει καμιά τρακοσαριά μέτρα, όταν μια σιγανή φωνή τον έκανε
να σταματήσει.
"Εντάξει... Σταμάτα".
Γύρισε και προχώρησε προς τους βράχους. Εκεί στεκόταν ο άγνωστος
φίλος του.
Χωρίς άλλη κουβέντα ο τύπος μπήκε σ' ένα άνοιγμα κάνοντας νεύμα
να τον ακολουθήσει. Σιγά και προφυλακτικά πήρε το μονοπάτι και
μετά από καμιά τριανταριά μέτρα χώθηκε σ' ένα βαθούλωμα κάτω από
τους βράχους και τους θάμνους. Ύστερα μπήκε σε μια ρωγμή και
βρέθηκε σε μια μεγάλη σπηλιά που είχε σχηματισθεί από μεγάλα
βράχων που είχαν πέσει το ένα πάνω στο άλλο.
Σε μια γωνιά υπήρχε ένας σωρός από ξύλα για φωτιά, πράγμα δηλαδή
που έδειχνε ότι το μέρος ήταν γνωστό καταφύγιο. Αυτό το
πιστοποιούσε και το ότι εκεί γύρω υπήρχαν καρβουνιασμένα ξύλα και
στάχτες.
Ο ξένος άρχισε να μαζεύει κι άλλα μικρά ξύλα και βάλθηκε ν'
ανάψει φωτιά.
"Δεν θα μυρίσουν τον καπνό;" ρώτησε.
"Μπα... Δεν πρόκειται. Εκτός από το δρόμο που ήρθαμε, δεν υπάρχει
άλλος δρόμος απ' όπου μπορεί να Αρθει κανείς και μάλιστα με
άλογο. Κι όπως θα ξέρεις κανένας καουμπόυ δεν είναι διατεθιμένος
να περπατήσει, παρά μόνο όταν είναι ανάγκη. Αυτός ο κρυψώνας
χρησιμοποιείται εδώ και σαράντα χρόνια, ίσως και περισσότερο, και
κανείς δεν τον έχει ανακαλύψει".
Και ύστερα από μια μικρή σκέψη παρατήρησε: "Ας ελπίσουμε μόνο ότι
κανένας παράνομος δεν θα γίνει ποτέ σερίφης".
Μετά κοίταξε τον συνομιλητή τους στα μάτια και πρόσθεσε: Γιατί
κάποτε συμβαίνουν κι αυτά".
Ο ξένος αφού άναψε τη φωτιά, σηκώθηκε, έτριψε τα χέρια του στο
παντελόνι του και μονολόγησε: "Όλα συμβαίνουν καμιά φορά".
Μετά κοίταξε τον σύντροφό του λίγο περίεργα και είπε απότομα: "ΤΑ
όνομά μου είναι Ράιμς. Τζέι Μπι Ράιμς".
Είχε αρκετό φως τώρα και τον έβλεπε. Ο Ράιμς ήταν λεπτός, μυώδης,
ξανθός. Τα γαλανά του μάτια ήταν ψυχρά. Ύπουλα μάτια. Προφανώς
περίμενε το όνομά του να προκαλέσει μια αντίδραση στον άλλο, κι
όταν είδε ότι δεν υπήρξε καμιά του Αριξε μια κακή ματιά. Χωρίς
άλλο σχόλιο πήγε πίσω από μια γωνιά και επέστρεψε μ' ένα μπρίκι
και φλυτζάνια...
"Πρέπει να είσαι κάποιος σπουδαίος, αφού ξεσηκώθηκαν έτσι", έλεγε
ο Ράιμς βάζοντας το μπρίκι στη φωτιά. "Δεν έχω ξαναδεί τόση
αναστάτωση σ' αυτή την πόλη από την τελευταία επίθεση των
Ινδιάνων... εδώ και μερικά χρόνια".
Δεν είπε τίποτα γιατί δεν είχε τίποτα να πει. Το κεφάλι του
βούιζε. Ένιωθε φοβερά κουρασμένος και πονούσε όλο του το κορμί.
Ήταν πολύ ανήσυχος. Δεν ήξερε ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος.
Βέβαια του είχε φερθεί πολύ φιλικά, αλλά γιατί το είχε κάνει;
Ένιωθε γι' αυτόν μια ευγνωμοσύνη, όχι όμως και εμπιστοσύνη; Τι
ήθελε αυτός ο άνθρωπος; Ποιος ήταν αυτός ο Τζέι Μπι Ράιμς;
"Γιατί σε κυνηγούν;" ρώτησε ο Ράιμς.
"Δεν έχει σημασία", απάντησε κάπως αόριστα. Πώς να του εξηγήσει
ότι κι αυτός δεν ήξερε γιατί τον κυνηγούσαν; Νομίζω ότι βρέθηκα
σε λάθος μέρος, λάθος στιγμή".
"Δεν με αφορά. Πώς σε λένε;"
"Λέγε με Τζόνας. Και σ' ευχαριστώ για τη βοήθεια".
"Ξέχνα το. Πάρε και πιες λίγο καφέ ώσπου να δώ την πληγή σου"
Έφερε το χέρι του στην πληγή του και είπε: "Δεν ξέρω τι ήταν...
Μπορεί σφαίρα... ή από το πέσιμο".
"Σφαίρα", είπε ο Ράιμς εξετάζοντας την πληγή. "Κάποιος σε
τσαλάκωσε άγρια".
Πήγε στη γωνιά απ' όπου είχε φέρει το μπρίκι για τον καφέ κι
επέστρεψε μ' ένα κατσαρολάκι. Μετά πήγε σε μια άλλη γωνιά το
βράχου και το γέμισε νερό. Ξαφνικά ο άνθρωπος, που είχε ονομάσει
τον εαυτό του Τζόνας, τρόμαξε. Σκέφτηκε ότι πρέπει να είχε πάθει
συσκότιση για ένα ή δυο λεπτά. Ο Ράιμς πρέπει να είχε φέρει νερό
για τον καφέ... και μετά κενό. Θυμήθηκε ότι το κεφάλι του
πονούσε, θυμήθηκε ότι ο Ράιμς έπαιρνε το μπρίκι... Ένιωσε
σύγκρυο...
Το είχε παρατηρήσει ο Ράιμς; Θα του συνέβαινε και πάλι αυτό;
Ήταν απλώς κούραση ή κάτι είχε πάθει το κεφάλι του;
"Άσχημη πληγή", είπε ο Ράιμς. "Φαίνεται ότι κάποιος περίμενε να
σου την ανάψει".
"Γιατί το λες αυτό;"
"Σε πυροβόλησε από ψηλά. Πρέπει να ήταν σε κάποιο παράθυρο ψηλά ή
σε κανένα μπαλκόνι... ή σε καμιά στέγη".
"Και γιατί όχι πάνω από βράχο;"
"Πυροβολήθηκες σε πόλη".
"Και συ πώς το ξέρεις;"
Ο Ράιμς τον κοίταξε με τα ψυχρά γαλανά του μάτια, που δεν είχαν
καμιά απολύτως έκφραση. "Βγήκες από την πόλη παραπατώντας και
πέφτοντας. Σε είδα όταν ερχόσουν".
"Ήσουν στον σταθμό;"
Ο Ράιμς γέλασε κοροϊδευτικά. "Όχι. Ήμουν χωμένος στο χορτάρι
όπως και συ... Και το ίδιο ανήσυχος να μη με δει κανείς".
Ο Ράιμς του έπλυνε την πληγή με ένα βρεγμένο πανί. "Έφτασε μέχρι
το κόκαλο", είπε. "Φαίνεται ότι το ράγισε λίγο". Ξέπλυνε το πανί.
"Φαίνεται ότι σ' έχουν βάλει στόχο" πρόσθεσε σκεφτικός". Κι αυτό
σημαίνει ότι όταν σε χτυπήσουν μια φορά, θα σε χτυπήσουν και
δεύτερη".
"Τι σε κάνει να το λες αυτό;"
"Η παλιά ουλή στο κεφάλι σου. Σαν κάποιος να σε χτύπησε και
παλιότερα. Η σφαίρα χτύπησε σ' αυτό ακριβώς το σημείο, λες και
κάποιος το είχε βάλει σημάδι".
Παλιά ουλή; Πρέπει να είχε πολλές. Δεν ήξερε καν την όψη του.
Πόσες να είχε στο κορμί του;
"Τζόνας... Δεν είναι γνωστό όνομα", σχολιάσε σε λίγο ο Ράιμς.
"Ίσως γι' αυτόν ακριβώς το λόγο το χρησιμοποιώ".
"Σωστά". Ο Ράιμς γύρισε προς τη φωτιά και πρόσθεσε σκεφτικά:
"Αυτός που σε πυροβόλησε πάντως, δεν ήθελε να τον δεις. Θα σε
θεωρούσε επικίνδυνο".
"Αμφιβάλλω".
"Έτσι δείχνει. Έχει πολλούς εδώ, που θα σε πυροβολούσαν για
πενήντα δολλάρια. Θα δημιουργούσαν έναν καυγά και θα τα
παρουσίαζαν έτσι ώστε να έχουν και μάρτυρες. Να ορκίζονταν δηλαδή
ότι ήταν δίκαιος ο καυγάς. Θα έλεγαν ακόμα, ότι σου επιτέθηκαν
γιατί φοβήθηκαν ότι θα τους πυροβολούσες".
Δεν απάντησε. Ο καφές ήταν γευστικός κι όταν ο Ράιμς άρχισε να
τηγανίζει το μπέικον, το στομάχι του γουργούρισε.
"Αυτή η άδεια ζώνη με ανησυχεί" είπε ο Ράιμς κοιτώντας την χωρίς
όπλο ζώνη του συνομιλητή του.
"Νομίζω ότι έπεσα από ένα παράθυρο", είπε. "Πρέπει να έχασα το
όπλο μου καθώς έπεφτα. Μπορεί όμως και να το έχασα".
"Δεν θυμάσαι;"
"Όχι".
Ύστερα από λίγο ο Ράιμς είπε: "Μπορώ να σου δώσω ένα όπλο. Ένας
άνδρας στη θέση σου πρέπει να είναι οπλισμένος".
Ο Ράιμς πήγε προς το βάθος της σπηλιάς κι έπέστρεψε μ' ένα Κολτ
κι ένα κουτί με σφαίρες. Έδωσε το όπλο στον Τζόνας κι αυτός το
άνοιξε για να δει αν είναι γεμάτο. Ύστερα με μια σίγουρη κίνηση
το έβαλε στη ζώνη του.
"Λοιπόν;" είπε ο Ράιμς ψυχρά. "Φαίνεται ότι έχεις
ξαναχρησιμοποιήσει όπλο. Δίνοντάς του και το κουτί με τις σφαίρες
πρόσθεσε: "Θα σου χρειαστούν κι αυτές. Βλέπω ότι οι θήκες σου
είναι άδειες".
"Ευχαριστώ".
Το όπλο ήταν καινούργιο και βαρύ. Το βάρος του όμως στο γοφό του
τον ανακούφιζε. "Δείχνεις ότι μ' εμπιστεύεσαι", είπε ο Τζόνας.
Ο Ράιμς μισόκλεισε τα μάτια του κι απάντησε ψυχρά: "Εσύ με
χρειάζεσαι. Όχι εγώ".
"Λες;"
"Μάλιστα. Γιατί κύριε Τζόνας, ή όποιος κι αν είσαι, ξεχνάς κάτι:
δεν ξέρεις προς τα που να πας. Δεν ξέρεις ποιοί είναι οι εχθροί
σου ή αν έχεις φίλους κι αν έχεις δεν ξέρεις που να τους βρεις.
Με χρειάζεσαι λοιπόν για να σου δώσω πληροφορίες, ώσπου να
προσανατολιστείς. Είσαι ένας χαμένος άνθρωπος Τζόνας. Βλέπω κι
ακούω. Και μπορώ να σου πω ότι δεν γνώρισα ποτέ κανένα να
περιμένει με τόση αγωνία μια λέξη μου, μήπως μέσα σ' αυτήν δει
κάποιο φως. Κάτι που να τον κάνει να δει μέσα από αυτή ένα
κομμάτι από το παρελθόν του. Φοβάσαι Τζόνας. Δείχνεις καθαρά ότι
φοβάσαι με το παραμικρό".
"Κι αν υποθέσουμε ότι έχεις δίκιο, τι γίνεται;"
Ο Ράιμς ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα. "Δεν δίνω δεκάρα",
είπε. "Απλώς σχολίασα το φαινόμενο. Κι όσο για πληροφορίες, μπορώ
να σου δώσω όσες θέλεις. Θα σε βοηθήσω όσο μπορώ. Ίσως κάποτε με
βοηθήσεις κι εσύ".
"Θα σε βοηθήσω; Πώς;"
Ο Ράιμς χαμογέλασε αόριστα. "Μακάρι να Αξερα", είπε.
Έφαγα το μπέικον με τα δάχτυλα.
"Τι θα κάνεις;" ρώτησε ο Ράιμς. Ενδιαφερόταν γιατί τα προβλήματα
αυτού του ανθρώπου ήταν ασυνήθιστα κι ήθελε να μάθει πως
σκεφτόταν να τ' αντιμετωπίσει.
"Θα προσπαθήσω να συγκεντρώσω στοιχεία και να τα συνδέσω".
"Κάποιοι ήθελαν να σε σκοτώσουν κι ακόμα θέλουν να σε δουν νεκρό.
Νομίζω λοιπόν ότι θα διακινδυνεύσεις πολύ προσπαθώντας να
συγκεντρώσεις τα στοιχεία που θέλεις. Μπορείι ο πρώτος, που θα
συναντήσεις και τον ρωτήσεις να σου πει κάτι, να είναι ένας απ'
αυτούς που θέλουν να σε σκοτώσουν".
"Και με σένα τι γίνεται;" ρώτησε. Ο Τζόνας θέλοντας ν' αλλάξει
θέμα.
"Θα μείνω εδώ. Σε λίγο όμως θα σκαρφαλώσω εκεί πάνω και θα δώσω
σήμα. Αυτό το σήμα θα το πάρει ο ήλιος και θα το μεταφέρει πέρα
στην κοιλάδα. Εκεί θα το δουν φίλοι και θα Αρθουν να με πάρουν".
"Κι όταν πάμε εκεί, που λες;"
Ο Ράιμς χαμογέλασε. "Εκεί μπορεί να υπάρχει κάποιος, που να σε
γνωρίζει", είπε. "Ίσως τύχει να σε ξέρει". Χαμογέλασε πιο
πλατιά. "Γι' αυτό σου έδωσα και το όπλο".
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2.
Την άλλη μέρα το πρωί άνοιξε τα μάτια του και από την τρύπα
που έβγαινε ο καπνός της φωτιάς, είδε ένα μικρό κομμάτι ουρανού.
Είχε ανησυχήσει για τον καπνό, αλλά ηρέμησε όταν ο Ράιμς του είπε
ότι καλυπτόταν από τους θάμνους κι από έναν κέδρο που βρίσκοταν
ακριβώς από πάνω. Ο καπνός όπως έβγαινε από την τρύπα λεπτός
σκορπιζόταν ανάμεσα στη φυλλωσιά.
Ο Ράιμς κοιμόταν ακόμα.
Για αρκετά λεπτά ο άνθρωπος που ονόμαζε τον εαυτό του Τζόνας
έμεινε ακίνητος κοιτάζοντας την οροφή της σπηλιάς. Ήταν ακόμα
ανήσυχος και στριμωγμένος. Ένιωθε ότι βρισκόταν πολύ κοντά στους
εχθρούς του, όποιοι κι αν ήταν αυτοί. Μια ολόκληρη μέρα
ξεκούρασης και σκέψης δεν τον είχε φέρει πιο κοντά στη λύση του
προβλήματος του. Είχε χάσει τη μνήμη του. Το παρελθόν του. Δεν
ήξερε ποιός ήταν, από που ερχόταν ούτε και τι να κάνει εκεί που
ετοιμαζόταν να πάει.
Ο Ράιμς του είχε πει: "Είχα γνωρίσει κάποτε έναν που έμεινε επτά
οκτώ μήνες σε αμνησία. Δεν ήξερε ούτε ποιός ήταν ούτε και που
βρισκόταν. Αλλά έχω ακούσει και για άλλους που συνήλθαν πολύ πιο
γρήγορα".
Θυμάται ότι ο Ράιμς είχε κοντοσταθεί για λίγο κι είχε προσθέσει
πονηρά: "Και υπάρχουν και μερικοί που θυμήθηκαν ποιοι ήταν, αλλά
δεν είπαν τίποτα γιατί δεν ήθελαν να μάθει ο κόσμος ότι είχαν
επανακτήσει τη μνήμη τους.
"Αυτό δεν ισχύει για τη δική μου περίπτωση", είχε διαμαρτυρηθεί
εκείνος.
"Πρέπει από κάπου να πιαστείς", είχε παρατηρήσει ο Ράιμς κάπως
μπερδεμένος. "Φυσικά δεν είχα ποτέ επαφές και δεν ξέρω άλλη ομάδα
παρανόμων εκτός απ' τη δική μας - που να δουλεύει στην περιοχή.
Κι αν πάλι υπήρχε κάποιος πόλεμος για τίποτα βοσκότοπους, θα το
είχα ακούσει κι αυτό".
Θυμάται ακόμα ότι τον είχε κοιτάξει κατάματα και είχε προσθέσει.
"Είσαι ντυμένος σαν άνθρωπος της πόλης, αλλά κάτι μου λέει ότι
δεν είσαι. Μπορεί να είσαι χαρτοπαίκτης που σκότωσε κάποιον
κάπου στην περιοχή. Ωστόσο όμως δεν ταιριάζει να πυροβολήσουν
έναν χαρτοπαίκτη σε καυγά".
Ανάβοντας την πίπα του μ' ένα ξυλαράκι ο Ράιμς τον είχε ρωτήσει:
"Τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα;"
Ο Τζόνας δίσταζε. Αναρωτιόταν αν έπρεπε να μιλήσει σ' αυτόν τον
άνθρωπο. Όμως τον είχε βοηθήσει και φαινόταν έξυπνος.
"Έχεις ακουστά κάποιον Ντην Καλλαίην;" τον ρώτησε τελικά.
"Όχι".
"Για κάποιον Μπεν Τζάνις;"
Ο Ράιμς είχε χαμογελάσει ελαφρά και ρίχνοντας το ξυλαράκι στη
φωτιά είχε πει: "Μου φαίνεται ότι αρχίζεις και θυμάσαι διάφορα
πράγματα. Όλος ο κόσμος τον ξέρει τον Μπεν Τζάνις. Εσύ πως..."
"Άκουσα να μιλάνε γι' αυτόν εκείνοι στον σταθμό. "Πιθανόν να μην
έχει σχέση".
Ξαπλωμένος τώρα στη σπηλιά και καθώς ξανασκεφτόταν τη συζήτηση
αυτή με τον Ράιμς αναρωτήθηκε μήπως ο φίλος γνώριζε το όνομα του
Ντην Καλλαίην. Κι αν το γνώριζε γιατί το έκρυψε;
Όσο περισσότερο εξέταζε την κατάσταση ο Τζόνας, τόσο μεγάλωνε η
επιθυμία του να μείνει μόνος. Είχε ανάγκη να βρει ένα ήσυχο μέρος
κι εκεί, μακριά από πιθανούς και απίθανους εχθρούς, να
προσπαθήσει να ξαναβρεί τη μνήμη του. Χρειαζόταν χρόνο για να
σκεφτεί και να θυμηθεί. Ο Ράιμς δεν του είχε εξηγήσει τίποτα. Δεν
του είχε πει ούτε που βρισκόταν ούτε και που θα πήγαιναν. Άφησε
μόνο να υπονοηθεί ότι θα είχε ν' αντιμετωπίσει έναν εχθρό εκεί...
ή οπουδήποτε αλλού.
Ήταν ο Ράιμς πραγματικά φίλος του ή προσπαθούσε να του αποσπάσει
κάποιο σχέδιο ή κάποιο μυστικό; Και πώς βρέθηκε στο δρόμο του;
Βέβαια όλα ήταν πιθανά. Πολλοί ανεβαίνουν λαθραία στα τραίνα και
φυσικό είναι να βοηθάει ο ένας τον άλλον, αλλά...
Ο Ράιμς ούτε νεαρός ήταν ούτε πρωτάρης. Είχε αρκετή πείρα και
είχε δώσει στον Τζόνας και μια καλή συμβουλή: "Μη λες σε κανέναν
τίποτα", του είχε πει. "Λέγε μόνο ότι έχεις κάποιο μπέρδεμα με
τις αρχές και μην προχωράς σε λεπτομέρειες. Ο κόσμος είναι πολύ
περίεργος. Εγώ πάντως αν ήμουνα στη θέση σου, δεν θα έλεγα
τίποτα... απολύτως τίποτα".
Ο Ράιμς τον είχε πάρει μαζί του πάνω στη πλαγιά του βουνού, σε
μια απότομη σκάλα, που είχε φτιαχτεί λίγο από τη φύση και λίγο
από τους ανθρώπους. Αυτοί βέβαια είχαν τοποθετήσει και τους
καθρέφτες για τα σήματα.
Η κοιλάδα απο κάτω ήταν σχετικά επίπεδη, ενώ οι λόφοι γύρω ήταν
σκεπασμένοι από κέδρους. Πέρα από τους λόφους υπήρχε μια μικρή,
χαμηλή οροσειρά, που διακοπτόνταν από φαράγγια.
"Ύπάρχουν πενήντα μονοπάτια, που οδηγούν σ' εκείνους τους
λόφους", παρατήρησε ο Ράιμς. "Τα περισσότερα όμως δεν οδηγούν
πουθενά" πρόσθεσε.
Ο Τζόνας σήκωσε τα χέρια του και τα κοίταξε. Τι είχαν κάνει αυτά
τα χέρια; Τι είχαν κάνει για να προσπαθούν τώρα να τον σκοτώσουν;
Γιατί ακόμη και τώρα τον έψαχναν; Μήπως αυτά τα χέρια είχαν
σκοτώσει; ΑΗ είχαν χρησιμοποιηθεί για κάποιο καλό σκοπό; Ήταν
χέρια γιατρού, δικηγόρου, εργάτη ή καουμπόυ; Μήπως χειρίζονταν
σφυρί ή αξίνα. Πάντως φανερό ήταν ότι είχε δυνατά χέρια.
Ακούμπησε τη πλάτη του πίσω και έκλεισε τα μάτια του. Δεν θα
ανακάλυπτε ποτέ την ταυτότητά του. Ίσως να τον πυροβολούσε ο
πρώτος άνθρωπος, που θα συναντούσε κι αυτό γιατί δεν θα ήξερε αν
έπρεπε να προφυλαχτεί. Κι αν τον υποχρέωναν να πολεμήσει, τι θα
έκανε; Τι είδους άνθρωπος ήταν;
Το χτύπημα στο κεφάλι τον είχε κάνει να χάσει τη μνήμη του. Γιατί
λοιπόν να μη φύγει τώρα μακριά; Γιατί να μην πάει κάπου πολύ
μακριά και να ξαναρχίσει τη ζωή του από την αρχή;
Ωστόσο, πώς θα ήταν βέβαιος ότι η μνήμη του, που τώρα είχε θαφτεί
στο υποσυνείδητο, δεν θα τον οδηγούσε και πάλι στις παλιές
φασαρίες; Πώς μπορούσε να φύγει μακριά, όταν δεν ήξερε ποιά
κατεύθυνση να πάρει; Οι εχθροί του μπορούσαν να βρίσκονται
οπουδήποτε. Εκείνο, λοιπόν, που έπρεπε να κάνει οπωσδήποτε,ήταν
ν' ανακαλύψει ποιός και τι ήταν.
Σηκώθηκε κι έβαλε τις μπότες του. Έδεσε τη ζώνη με το όπλο και
έσκυψε να πάρει το καπέλο του.
"Λοιπόν" είπε ο Ράιμς δεν είσαι καουμπόυ". Και συνέχισε
εξηγώντας. "Ένας καουμπόυ πάντοτε, το πρώτο, που βάζει είναι το
καπέλο του.
Ο Ράιμς πέταξε τις κουβέρτες του. "Πήγαινε στο παρατηρητήριο και
κοίταξε αν είναι κανείς" είπε. "Εγώ θα φτιάξω το πρωινό".
Ήταν ένα λαμπρό πρωινό. Κοίταξε την κοιλάδα και παρατήρησε ένα
μικρό άσπρο σύννεφο σκόνης. Το βλέμμα του στραφηκε αλλού και
ξαναγύρισε πάλι το σύννεφο που πλησίαζε.
Εκείνη τη στιγμή ανέβηκε και ο Ράιμς για να δει. "Θα χρειαστούν
μια ώρα περίπου για ν' ανέβουν μέχρι εδώ" είπε, "από το δρόμο που
πρέπει να έρθουν. Ας πάμε να φάμε κάτι".
Καθώς έτρωγαν ο Ράιμς του εξήγησε. "Εκεί που θα πάμε είναι ένα
ράντσο, που ανήκει σε μια κοπέλα. Ο πατέρας της μόλις πριν λίγο
καιρό πέθανε. Λέγεται Φαν Ντάβιτζ. Ο επιστάτης του κτήματος
λέγεται Αρτς Μπίλλινγκ. Είναι καλοί άνθρωποι".
"Και διατηρούν κρυψώνα για παρανόμους;"
"Είναι μεγάλη ιστορία. Είναι ένα μέρος, που δεν μπορούν πια να το
ελέγξουν. Ο Αρτς Μπίλλιγνκ είναι πολύ καλός άνθρωπος, αλλά δεν
είναι καλός στο πιστόλι".
"Δεν έχουν προσωπικό;"
"Ο ένας που έχει απομείνει είναι ηλικιωμένος. Τις δουλειές στο
ράντσο τις κάνουν οι εκτός νόμου, που βρίσκονται εκεί, τις κάνουν
πολύ καλά".
Και οι δύο μαζί μάζεψαν τα πράγματα, έπλυναν το τηγάνι και το
μπρίκι και τα Αβαλαν στη θέση τους στη γωνία. Όταν ανέβηκαν στην
πλαγιά του βουνού είδαν σε απόσταση ενός χιλιομέτρου περίπου, να
πλησιάζει τρέχοντας μια άμαξα χωρίς σούστες.
Στην άμαξα βρίσκονταν τουλάχιστον δυο άτομα. Ο Ράιμς κοίταξε με
τα κυάλια του και είπε: "Είναι η Φαν Ντάβιτζ. Μη προσπαθήσεις
τίποτα".
"Είναι γυναίκα κανενός;"
"Όχι... αλλά λέγεται κάτι για κάποιον".
"Ποιον;"
Είχαν αρχίσει να κατεβαίνουν τη πλαγιά και ο Ράιμς δεν απάντησε
αμέσως. Ύστερα από καμιά δεκαριά βήματα είπε. "Για τον Μπεν
Τζάνις".
"Είναι ο παληκαράς της περιοχής εδώ;"
"Ναι βέβαια και μη το ξεχνάς ούτε στιγμή. Δεν θα είναι στο ράντσο
τώρα, αλλά θα είναι εκεί ο Νταίηβ Τσέρρυ, που είναι σχεδόν το
ίδιο κουμάσι. Αν τους πειράξεις δεν ζεις ούτε λεπτό".
Ο Τζόνας το ξανασκέφτηκε. "Κατά κάποιο τρόπο, δεν ανησυχώ", είπε
ύστερα από λίγο. "Δεν νίωθω φόβο μέσα μου, αλλά για ένα πράγμα,
μπορώ να σε βεβαιώσω: δεν θυμάμαι τίποτα, παρ' όλο που όπως σου
είπα ήδη, άκουσα το όνομα Μπεν Τζάνις".
"Και λοιπόν;"
"Αυτός ήταν που με πυροβόλησε. Με κυνηγούσε".
Ο Ράιμς τον κοίταζε απορημένος. "Θέλεις να πεις ότι ο Μπεν Τζάνις
σε πυροβόλησε κι αστόχησε;"
"Δεν αστόχησε. Απλώς δεν με χτύπησε σε σημείο, που θα μ' άφηνε
στον τόπο". Σώπασε για λίγο κι ύστερα είπε: "Ράιμς, καλύτερα
άφησέ με εδώ. Δεν ξέρω τι ακριβώς θέλει από μένα ο Τζάνις. Το
μόνο, που κατάλαβα ήταν ότι κάποιος τον πλήρωσε για να με
σκοτώσει. Θα ήμουν ηλίθιος αν πήγαιναν τώρα κατ' ευθείαν στο
στόμα του λύκου. Έτσι δεν είναι;"
Η άμαξα σταμάτησε απέναντί τους. Όταν κατακάθησε η σκόνη, ο Τζέι
Μπι Ράιμς κατέβηκε και χαιρέτησε τον Αρτς Μπίλλινγκ. Ο Τζόνας δεν
κοίταζε τον Άρτς, αλλά τη Φαν Ντάβιτζ.
"Θα Αρθει ο ένας μόνο από μας. Εγώ-" άρχισε να λέει ο Ράιμς.
"Θα είμαστε δυο, Ράιμς. Θα έρθω κι εγώ", πετάχτηκε τώρα ο Τζόνας.
Ο Ράιμς κοίταξε πρώτα αυτόν και μετά τη Φαν. "Θα είναι η κηδεία
σου" είπε και έκανε μια χειρονομία προς το πίσω μέρος της άμαξας.
Ανέβα τότε. Αλλά καλά θα κάνεις να παίξεις όμορφα μ' αυτό το
πιστόλι".
Η άμαξα ξεκίνησε και έτρεχε γρήγορα. Ήταν φοβερό ότι ο Μπίλλινγκ
βιαζόταν ν' απομακρυνθεί από κει. Θα ήταν δύσκολο να
δικαιολογήσουν τη παρουσία τους σε μια τόσο ερημική περιοχή.
Ύστερα από λίγα λεπτά ο Ράιμς ρώτησε: "Αρτς, ο Μπεν είναι εδώ;"
"Όχι. Λείπει εδώ και δύο βδομάδες. Νομίζω ότι είναι στο Ελ
Πάσο".
Ελ Πάσο... Η πόλη του Ντην Καλλαίην!
Ο άνδρας, που ονόμαζε τον εαυτό του Τζόνας και που πρέπει να ήταν
ο Ντην Καλλαίην, τράβηξε μια κουβέρτα στους ώμους του, γιατί είχε
πιάσει κρύο. Δεν ήξερε ποιος ήταν, ούτε που πήγαινε. Τώρα όμως
ήξερε το γιατί πήγαινε. Πήγαινε στο ράντσο, γιατί εκεί ζούσε μια
ωραία κοπέλα.
Μια κοπέλα που την έλεγαν Φαν..., που δεν του Αχε ρίξει,
καλά-καλά, ούτε μια ματιά.
Ήταν τρελός.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3.
Άγγιξε πάλι το πρόσωπό του. Ήταν αξύριστος βέβαια, αλλά
από την αφή κατάλαβε ότι είχε δυνατό σαγόνι και προτεταμένα μήλα.
Είχε πολλά λεφτά στις τσέπες του, χωρίς όμως να ξέρει και την
προέλευσή τους. Είχε ακόμη τα γράμματα κι εκείνο το επίσημο
έγγραφο, που δεν είχε βρει ακόμη την ευκαιρία να το διαβάσει.
Η άμαξα διέσχιζε την κοιλάδα κι όταν έφτασαν σ' ένα μικρό
χείμαρρο μπήκαν μέσα και προχώρησαν. Πήγαιναν πιο αργά τώρα, αλλά
ο Τζόνας σκέφτηκε ότι είχαν μπει εκεί μέσα για να μη φαίνονται.
Οι όχθες ήταν ψηλές και τους κάλυπταν.
Δεν μιλούσε κανείς. Όλοι τους είχαν βυθιστεί στις σκέψεις τους
κι ο Τζόνας επωφελήθηκε για να καθορίσει τη θέση του.
Ήξερε ότι τον κυνηγούσαν. Είτε οι αρχές, είτε γιατί το ήθελε
κάποιο ισχυρό άτομο. Το γεγονός όμως ότι είχε επιστρατευθεί ο
Μπεν Τζάνις, ο οποίος απ' ότι είχε καταλάβει, ήταν ένας
πληρωμένος εκτός νόμου, πιστολάς, απέκλειε την πιθανότητα να
καταζητείται από τις αρχές. Αλλά και το ότι είχαν επιστρατεύσει
ένα άτομο όπως τον Μπεν Τζάνις για να τον σκοτώσει, σήμαινε ότι
κι αυτός ήταν άτομο επικίνδυνο.
Στο πρόσωπό του είχε τώρα γεννειάδα τριών ημερών και σκέφτηκε ότι
θα ήταν καλή ιδέα ν' αφήσει τα γένεια του να μεγαλώσουν. Θα τον
βοηθούσε να κρύψει κάπως τα χαρακτηριστικά του από τους ανθρώπους
που τον γνώριζαν, ώσπου τουλάχιστον να τους αναγνωρίσει και
κείνος.
Σταμάτησαν πολλές φορές για να ξεκουράσουν τ' άλογα. Ήταν αργά
το απόγευμα, όταν έφτασαν σ' ένα μικρό ρυάκι και κατέβηκαν από
την άμαξα. Τεντώθηκαν και ξεσκονίστηκαν λίγο.
Ο Αρτς Μπίλλινγκ βοήθησε τη Φαν Ντάβιτς να κατέβει. Εκείνη πήγε
αμέσως προς το ρυάκι, βούτηξε ένα μικρό κατσαρολάκι, πήρε νερό
και ήπιε.
Ο Ράιμς άρχισε να ετοιμάζει μια μικρή φωτιά και μόλις άναψε,
έβαλε το μπρίκι με τον καφέ.
Ο Τζόνας κάθησε σ' ένα βράχο, χωριστά από τους άλλους. Ο αέρας
ήταν δροσερός και οι σκιές στα βαθουλώματα των λόφων άρχισαν να
πυκνώνουν. Άκουσε μια κραυγή χαμοπέρδικας... ή Ινδιάνου; Δεν
ακολούθησε αντίλαλος ούτε και θόρυβος. Έτσι κατάλαβε ότι δεν
ήταν Ινδιάνος.
Πώς το ήξερε αυτό; Φαίνεται ότι είχε ξεχάσει μόνο το όνομά του,
το παρελθόν του και πρόσφατα γεγονότα της ζωής του. Οι συνήθειες,
τα ένστικτά του, οι υποσυνείδητες αντιδράσεις του, φαίνεται ότι
είχαν παραμείνει.
Η Φαν Ντάβιτς του Αριξε μια ματιά με κάποια περιέργεια. Οι άνδρες
συνήθως ήθελαν να κουβεντιάζουν μαζί της. Γιατί αυτός έμενε
μακριά; Φαινόταν να έχει μια έμφυτη περιφάνεια κι αξιοπρέπεια και
δεν έμοιαζε με τους άλλους.
Ήταν λεπτός, γεροδεμένος όμως, με φαρδείς ώμους και γενικά
έμοιαζε περισσότερο με καλλιεργημένο άνθρωπο, παρά με άντρα της
Δύσης. Οι κινήσεις του είχαν τη χάρη της γάτας.
Κοίταξε τον Ράιμς. Κανένας δεν ήξερε καλύτερα απ' αυτόν τι
ακριβώς συνέβαινε, αλλά δεν είχε δώσει άλλες εξηγήσεις, εκτός από
τ' ότι τον έλεγαν Τζόνας. Τώρα κατευθυνόταν προς το μέρος του.
Ο Ράιμς μίλησε χαμηλόφωνα, αλλά η νύχτα ήταν ήρεμη και στην έρημο
οι ήχοι ακούγονται καθαρά. Μόλις και ξεχώριζε τα λόγια του.
"Αν θέλεις να φύγεις μπορώ να σου βρω ένα άλογο".
"Θα Αρθω μαζί σας", απάντησε κοφτά.
"Κοίτα... Μπορεί να είν' εκεί ο Τζάνις και..."
"Τότε θα μάθω και μερικά πράγματα", τον διέκοψε.
"Κύριε" είπε μαλακά ο Ράιμς "δε σε γνωρίζω αλλά σε συμπαθώ. Δεν
θέλω να σε δω να μπλέκεις".
Ο Τζόνας δεν απάντησε κι ύστερα από λίγο ο Ράιμς είπε πάλι: "Δεν
ξέρω γιατί το ρισκάρεις, αλλά νομίζω ότι είναι χάσιμο χρόνου".
"Έχω την αίσθηση ότι αυτή η κοπέλα έχει προβλήματα", είπε ο
Τζόνας.
Ο Ράιμς έμεινε για λίγο σιωπηλός. "Άστο", είπε μετά. "Ξεχασέ το.
Μπαίνεις σε μπελάδες".
"Μόλις γλίτωσα από έναν".
"Δεν γλίτωσες ακόμα. Αν ήξερα μόνο-"
"Δεν ξέρεις όμως" τον διέκοψε απότομα ο Τζόνας. Και πρόσθεσε πιο
μαλακά: "Αλλά ούτε κι εγώ ξέρω".
"Τότε" είπε ο Ράιμς, "υπάρχουν δυο-τρεις που είναι καλύτερα να
τους αποφύγεις. Ο Νταίηβ Τσέρρυ... όπως και ο Τζων Λαγκ. Και θα
υπάρξουν βέβαια κι άλλοι. Γι' αυτό πρόσεχε κάθε στου βήμα".
Πονούσε το κεφάλι του και ήταν κουρασμένος. Αισθανόταν την ανάγκη
να μείνει μακριά. Σκέφτηκε τη νύχτα που ερχόταν και στήλωσε τ'
αυτιά του για να πιάνει και τον παραμικρό θύρυβο. Μύριζε τη
μυρωδιά του καφέ, του τηγανητού μπαίηκον και του καμμένου
σκόρδου. Σηκώθηκε κι έκανε μερικά βήματα, νιώθοντας άρρωστος και
κενός, περιτριγυρισμένος από άγνωστους κινδύνους.
Άκουσε ελαφριά βήματα πίσω του και γύρισε. Ήταν η Φαν Ντάβιτζ.
"Παρακαλώ... είστε χτυπημένος" του είπε μαλακά. "Πιείτε αυτό".
Του έδωσε ένα φλυτζάνι καφέ.
"Ευχαριστώ". Την κοίταξε κατάματα και του άρεσε. Πήρε το φλυτζάνι
κι επειδή παρατήρησε ότι εκείνη δεν έφευγε, είπε υποχρεωτικά: "Να
μην σας καθυστερώ απ' το φαγητό σας".
"Θα Απρεπε να φάτε και σεις κάτι" είπε εκείνη ευγενικά.
Κανείς τους δεν κουνήθηκε και τελικά εκείνος είπε κάπως
αφηρημένα: "ΜΑ αρέσει το σούρουπο στην έρημο".
"Ποιος είσαι Τζόνας; Τι είσαι;" τον ρώτησε εκείνη με έκδηλο
ενδιαφέρον.
Την κοίταξε πάνω απ' το φλυτζάνι, χαμογέλασε και είπε μαλακά:
"Δεν ξέρω". Φοβάμαι πως γι' αυτό που είμαι δεν αξίζει να
υπερηφανεύομαι, αλλά δεν ξέρω".
"Αυτό τι σημαίνει;"
Άγγιξε το τραύμα του. "Αυτό. Από τότε που έγινε αυτό, δεν μπορώ
να θυμηθώ τίποτα. Το μόνο που ξέρω είναι ότι κάποιος προσπάθησε
να με σκοτώσει".
"Ξέρεις ποιός ήταν αυτός ο... κάποιος;"
"Ο Μπεν Τζάνις. Αλλά δεν ξέρω το γιατί..."
Ο Μπεν Τζάνις! Μα τότε δεν πρέπει να έρθεις στο ράντσο. Μπορεί να
είναι εκεί τώρα".
Ανασήκωσε τους ώμους του. "Ένας άντρας κάνει πάντα αυτό που
πρέπει" είπε ήρεμα.
"Μα αυτό είναι ανοησία! Εννοώ..."
"Υπάρχουν δύο λόγοι νομίζω" την διέκοψε. "Δεν είχα που να πάω και
ο Ράιμς πρότεινε το ράντσο. Κι ύστερα είσαι και συ".
"Εγώ;"
"Δείχνεις ότι έχεις προβλήματα"
Του Αριξε μια βιαστική ματιά. "Έχεις αρκετά δικά σου
προβλήματα", του είπε άχρωμα. Και πρόσθεσε: "Είμαι η ιδιοκτήτρια
του Ράφτερ Ντ."
Ράφτερ Ντ. Ξαφνικά ένιωσε μια ακτίνα φωτός να διαπερνάει το
σκοτεινιασμένο του μυαλό. Ήξερε αυτή την ονομασία... από πού
όμως; Πώς;
Μια σκέψη σχηματίστηκε στο μυαλό του: Τέσσερις έπρεπε να
πεθάνουν... Τέσσερις άντρες και μια γυναίκα.
Να δολοφονηθούν; Από ποιον; Και για ποιο λόγο;
"Δεν ήξερες ότι πήγαινες στο Ράφτερ Ντ.;" τον ρώτησε.
"Δεν ζήτησα να μάθω".
Επέστρεψαν κοντά στη φωτιά και ο Τζόνας γέμισε ξανά το φλυτζάνι
του με καφέ. Μετά δέχτηκε ένα πιάτο φαγητό που του πρόσφεραν. Ο
πόνος στο κεφάλι του είχε λιγοστέψει και το σώμα του βρισκόταν σε
καλύτερη κατάσταση. Ωστόσο ένιωθε ακόμα κουρασμένος. Οι άλλοι
κουβέντιαζαν για διάφορα πράγματα, κάπως αόριστα, έμοιαζαν όμως
να περιμένουν κάποιον ή κάτι.
Συνειδητοποιούσε τι τον ενοχλούσε. Φοβόταν. Ναι... Φοβόταν. Όχι
κάποιον ή κάποιους άλλους, αλλά τον εαυτό του. Φοβόταν την
αποκάλυψη. Ποιός ήταν και τι ήταν! Θα ήθελε να φύγει, να χαθεί
μέσα στη νύχτα παρατώντας τα όλα πίσω του... Όλα εκτός από τη
Φαν Ντάβιτζ.
Δεν ήθελε να την αφήσει και γι' αυτό ένιωθε σα χαζός. Δυο φορές
χαζός μάλιστα, αφού ερωτευόταν -αν αυτό ήταν πραγματικά έρωτας-
ένα κορίτσι που σχεδόν δεν γνώριζε και που ακόμα είχε σχέσεις με
τον πιο επικίνδυνο άντρα της περιοχής. Γιατί όμως τον ανησυχούσε
αυτό;
Πήγε στο ρυάκι, ξέπλυνε τα πιατικά του και τα επέστρεψε στην
άμαξα. Ο Αρτς Μπίλλινγκ στεκόταν κοντά στ' άλογα και κάπνιζε την
πίπα του. Ο Ράιμς μισοκοιμόταν.
Ο Τζόνας άκουσε έναν πολύ ελαφρό θόρυβο... Έστησε αυτί και τον
ξεχώρισε καλύτερα.
"Κάποιος έρχεται", είπε.
Ο Ράιμς άνοιξε τα μάτια του, αφουγκράστηκε και είπε: "Τους
ακούω".
Δυο καβαλλάρηδες πλησίαζαν στη φωτιά. Δεν έβλεπε καλά τα πρόσωπά
τους. Η φωτιά φώτιζε περισσότερο τα άλογά τους και τα πόδια τους
και παρατήρησε ότι ο ένας απ' αυτούς φορούσε μεξικάνικα
σπηρούνια.
"Ποιός ειν' αυτός;" ρώτησε ο άντρας δείχνοντας τον Τζόνας.
"Κυνηγημένος", απάντησε ο Μπίλλινγκ. "Ήρθε μαζί με τον Ράιμς".
Ο Ράιμς πλησίασε τη φωτιά. "Τον κυνηγούσαν εκεί πέρα", είπε.
"Δεν μου αρέσει αυτό. Δεν το γουστάρω". Αυτός που μιλούσε ήταν
ένας ψηλός άντρας, τραχύς, μ' ένα ξανθό μουστάκι.
"Δεν με νοιάζει καθόλου αν σ' αρέσει ή όχι", ακούστηκε να λέει ο
Ράιμς. "Δεν σου ζήτησα τίποτα κι ούτε υπάρχει και τίποτα που να
μπορείς να μου το προσφέρεις".
Ο άντρας στ' άλογο ταράχτηκε και τα χαρακτηριστικά του σκλήρυναν.
"Οι υπόλοιποι ανεβείτε στην άμαξα και ξεκινήστε", είπε κοφτά.
"Αυτόν τον τύπο θα τον αφήσουμε δω".
"Άκου δω, Λανγκ", είπε ο Ράιμς, "εγώ-"
"Ευχαριστώ Ράιμς", τον διέκοψε ο Τζόνας. Ένιωσε ξαφνικά κάτι να
παγώνει μέσα του και να τον πλημμυρίζει ένα άσχημο συναίσθημα.
"Δεν χρειάζεται να μιλάει κανείς για λογαριασμό μου. Αν ο Λαγκ
θέλει να δημιουργήσει θέμα, μπορεί να πεθάνει εδώ και τώρα. Το
ίδιο εύκολα όπως κι αργότερα".
Ο Τζών Λανγκ ξαφνικά ανησύχησε. Για πρώτη φορά κοίταξε με προσοχή
τον ξένο. Για έναν καλομαθημένο της πόλης, ήταν πολύ προκλητικός.
Είχαν κυκλοφορήσει φήμες ότι πληρωμένοι φονιάδες είχαν σταλεί
ανάμεσα στους παράνομους μόνο και μόνο για να σκοτώνουν.
"Κανείς δεν μίλησε για θάνατο εκτός από σένα, κύριε" είπε ο
Λανγκ. "Το μόνο που είπα είναι ότι θα σ' αφήσουμε εδώ. Δεν σε
ξέρουμε".
"Ούτε κι εγώ σας ξέρω, αλλά θέλω να έρθω μαζί σας".
"Παρόλα αυτά θα σ' αφήσουμε", επέμενε ο άλλος.
"Όχι", είπε η Φαν ήρεμα, αλλά αποφασιστικά. "Αυτός ο άνθρωπος
έχει τραυματιστεί. Χρειάζεται φροντίδα και ξεκούραση. Θα έρθει
μαζί μας στο ράντσο".
Ο Λανγκ δίστασε. Ήταν πονηρός όσο κι επικίνδυνος. Πολύ γρήγορα
είδε την πρόταση της Φαν σαν λύση στο αδιέξοδο και σκέφτηκε ότι
μπορούσαν να τον ξεφορτωθούν οποιαδήποτε στιγμή το ήθελαν.
"Βεβαίως κυρία μου ", είπε πρόσχαρα. "Ότι πεις..."
Γύρισε το άλογό του ακολουθούμενος από τον άλλο καβαλλάρη, χάθηκε
μέσα στη νύχτα.
Η Φαν προχώρησε προς την άμαξα και ο Τζόνας κρατώντας την από το
μπράτσο τη βοήθησε ν' ανέβει. Του Αριξε μια ματιά λίγο έκπληκτη,
και μετά χαμογέλασε. "Ευχαριστώ" είπε.
Ο Μπίλλινγκς πήρε τα χαλινάρια. Ο Ράιμς γύρισε στον Τζόνας και
τον ρώτησε: "Είσαι σίγουρος γι' αυτό που κάνεις;"
Ο Τζόνας ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. "Ναι, είμαι βέβαιος",
είπε.
"Μπορούσες να είχες σκοτωθεί πριν από λίγο".
"Το φαντάζομαι".
"Φαίνεται όμως ότι δεν ανησυχείς".
"Γιατί ν' ανησυχώ; Έχω και όπλο τώρα".
Ο Ράιμς δεν είχε τίποτ' άλλο να πει. Η άμαξα έτρεχε τώρα ανάμεσα
στους βράχους και τα φαράγγια με αρκετή ταχύτητα. ΤΑ αστέρια
έλαμπαν στον ουρανό και η νύχτα ήταν κρύα. Ο Τζόνας έριξε μια
κουβέρτα στους ώμους του και έκλεισε τα μάτια του.
Δυο φορές πέρασαν δίπλα από γελάδια που είχαν τη φίρμα Ράφτερ Ντ.
Κάποια στιγμή πέρασαν από ένα μικρό ρυάκι, αλλά με πολύ λίγο
νερό.
Ύστερα από μια ώρα άκουσε τον Τζων Λανγκ να φωνάζει: "Εντάξει
Τσάρλυ. Είναι η άμαξα. Φέρνουμε τον Ράιμς και έναν ξένο. Λέει ότι
το όνομά του είναι Τζόνας".
Όταν ο Τζόνας βοήθησε τη Φαν Ντάβιτζ να κατέβει, εκείνη του
ψιθύρισε: "Ευχαριστώ... και πρόσεχε".
Ο Ράιμς τον πλησίασε. "Θα πάμε στην αποθήκη" είπε.
"Περίμενε λίγο".
Ο Ράιμς σταμάτησε και ο Τζόνας συνέχισε κάπως συλλογισμένα: "Τι
μέρος είναι αυτό; Η δεσποινίς Ντάβιτς δεν μοιάζει να είναι απ'
αυτές που διατηρούν κρησφύγετα παρανόμων".
"Δεν είναι έτσι. Απλώς είναι ιδιοκτήτρια του ράντσου" άρχισε ο
Ράιμς. "Ο πατέρας της έφτιαξε αυτό το ράντσο πριν από πολλά
χρόνια και έβγαζε λεφτά. Τα επένδυσε όμως σε άλλες επιχειρήσεις,
πλούτισε και ξαναγύρισε στις ανατολικές πολιτείες απ' όπου είχε
έρθει, εκεί πάλι έκανε άλλες δουλειές με σιδηρόδρομους και
τράπεζες, αλλά ενώ στην αρχή πήγαινε καλά, μετά κάτι στράβωσε και
τα Αχασε σχεδόν όλα. Από τη μεγάλη του στεναχώρια έπαθε η καρδιά
του και πέθανε. Η Φαν τότε γύρισε πίσω εδώ στο ράντσο. Ήταν το
μόνο που είχε απομείνει.
"Ο Αρτς Μπίλλινγκ που διηύθηνε το ράντσο στη θέση του πατέρα της,
όταν εκείνος έλλειπε στις ανατολικές πολιτείες, αντιμετώπιζε
πρόβλημα ζωοκλοπής. Ένας φίλος μου που τον έλεγαν Μοντάνα,
ανέλαβε να του φυλάει τα ζώα. Ο Μόντυ ήταν καλός καουμπόυ, αλλά
όταν του έρχονταν βολικά λήστευε και καμιά ταχυδρομική άμαξα.
Γνώριζε, βλέπεις, όλα τα παράνομα παιδιά της περιοχής.
"Ο Μοντάνα είπε κάποτε στον Αρτς ότι είχε μερικούς φίλους που
μπορούσαν να του λύσουν το πρόβλημα της ζωοκλοπής. Ο Αρτς ήξερε
βέβαια ότι οι φίλοι του Μόντυ ήταν παράμονοι, αλλά ήξερε ακόμα
ότι όλοι αυτοί ήταν και καλοί καουμπόυς, όταν ήθελαν να
δουλέψουν. Κι επειδή τα παιδιά χρειάζονταν ένα μέρος να μείνουν
για ένα διάστημα, ο Αρτς επειδή τους είχε ανάγκη για τα ζώα, τους
πήρε στο κτήμα.
"Κι εγώ" συνέχισε ο Ράιμς "ήμουν ένας απ' αυτούς. Πήγαμε λοιπόν
σ' αυτούς που έκλεβαν ζώα και τους κάναμε μια συμφωνία. Τους
είπαμε δηλαδή ότι αυτοί που είχαν το Ράντσο Ντ. ήταν φίλοι μας
και ότι θα το θεωρούσαμε προσβολή κι απερισκεψία αν
εξακολουθούσαν να κλέβουν ζώα.
"Αυτοί ήταν κάτι ανθρωπάκια και δεν ήθελαν να μπλέξουν μ' εμάς.
Έτσι από κείνη την ημέρα δεν έλειψε κανένα ζώο από το ράντσο
Ράφτερ Ντ.
"Το θέμα ήταν", συνέχισε "ότι οι περισσότεροι από μας ήταν στην
αρχή καουμπόυς, που είχαν μπλέξει σε ανόητες ιστορίες. Την πρώτη
μου ληστεία την έκανα όταν ήμουνα δεκαεπτά χρονών. Ήμασταν μια
συμμορία από νεαρούς και φανταζόμασταν ότι θα ήταν πολύ "έξυπνο"
να σταματήσουμε ένα τρένο και να πάρουμε μερικά λεφτά για να
πιούμε.
"Έτσι λοιπόν και κάναμε. Υποχρεώσαμε τον οδηγό να μας δώσει
είκοσι δολλάρια και θα φεύγαμε, ένας όμως ανόητος έβγαλε το
κεφάλι του από το παράθυρο ενός βαγονιού και πυροβόλησε τον Τζιμ
Σλαίηντ, έναν φίλο μου. Κι εγώ τότε έξαλλος και χωρίς να
σκέφτομαι τίποτα τον πυροβόλησα. Του Ακανα το κεφάλι κόσκινο.
"Κανείς δεν είχε φανταστεί ότι το "αστείο" θα κατέληγε έτσι. Ο
Τζιμ πέθανε κι αυτός που είχα πυροβολήσει ήταν ο Γουέλλς Φάργκο,
ένας πράκτορας... Από τότε βγήκα στην παρανομία".
Άναψε την πίπα του. "Και οι άλλοι, οι περισσότεροι από μας,
κάπως έτσι έγιναν παράνομοι. Ωστόσο δεν κάναμε πολλά πράγματα.
Κανένα ζώο "τσιμπάγαμε" που και που, εδώ ήταν το σπίτι μας. Εδώ
δεν πλησίαζαν οι αρχές κι είχαμε κι ένα καλό ορμητήριο. Αργότερα
ήρθε η άλλη συμμορία".
"Ο Μπεν Τζάνις;"
"Ναι. Ο Μπεν, ο Νταίηβ Τσέρρυ, ο Τζων Λανγκ και μερικοί άλλοι.
Είχανε ληστέψει ένα τρένο που έκανε τη διαδρομή Ντένβερ-Ρίο
Γκράντε και χρειάζονταν κρυψώνα. Δεν θέλαμε τέτοιους τύπους εδώ,
αλλά ελπίζαμε ότι θα έφευγαν. Έφυγαν βέβαια, αλλά κάθε φορά που
αντιμετώπιζαν φασαρίες ξαναγύριζαν.
"Ο Αρτς είχε εκείνον το φίλο μου που σου είπα προηγουμένως, αυτόν
που τον έλεγαν Μοντάνα. Αυτός μια μέρα στρίμωξε τον Μπεν και του
είπε να πάρει τους δικούς του και να φύγουν. Ο Μπεν γέλασε
κοροϊδευτικά και ο Μόντυ έκανε να βγάλει το πιστόλι του. Δεν
πρόλαβε όμως γιατί ο Μπεν του φύτεψε δυο σφαίρες στην καρδιά.
Ύστερα μας είπε ότι σκόπευε να μείνει όσο θέλει και μεις βέβαια
δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα.
"Ο πατέρας της Φαν ζούσε ακόμη και ξέρω ότι ο Αρτς του έγραφε τι
συνέβαινε, αλλά ο Ντάβιτζ πέθανε αμέσως και έτσι το πράγματα
έμειναν όπως ήταν".
"Μετά ήρθε η δεσποινίς Ντάβιτζ;"
"Ναι, βέβαια... Του Αρτς δεν του άρεσε βέβαια να βρίσκεται η Φαν
εδώ με τέτοιους ανθρώπους γύρω της, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κι
αλλιώς. Όποτε αυτοί φεύγουν για κάποια "δουλειά", αφήνουν πάντα
κάποιον εδώ. Κι άλλωστε ο Μπεν Τζάνις διέδωσε παντού ότι θα
παντρευτεί τη Φαν για να βάλει χέρι στο ράντσο και επισήμως. Και
είπε στη Φαν ότι αν προσπαθήσει ποτέ να το σκάσει, θα σκοτώσει
τον Αρτς ή και άλλους αν χρειαστεί".
"Η Φαν Ντάβιτζ, δεν έχει άλλους συγγενείς;"
"Έχω ακούσει ότι έχει ένα θείο ή έναν ξάδερφο ή και τα δύο. Ο
ένας απ' αυτούς ζει στο Ελ Πάσο, αλλά δεν συμπάθησε ποτέ τον γέρο
Ντάβιτζ ούτε κι εκείνος αυτούς κι έτσι ποτέ δεν ήρθαν κατά δω. Ο
θείος για ένα διάστημα είχε δουλέψει στο γραφείο του Ντάβιτζ,
αλλά δεν ξέρω να σου πω λεπτομέρειες".
Ο Ράιμς φαινόταν ότι είχε πει όλα εκείνα που μπορούσε να πει και
πήρε το δρόμο για την αποθήκη που χρησιμοποιούσαν για κοιτώνα.
Τον ακολούθησε σιωπήλα και ο Τζόνας. Μέσα στην αποθήκη υπήρχαν
κρεβάτια για είκοσι τουλάχιστον άτομα, από τα οποία τα επτά
φαίνονταν καταλλειμμένα. Όταν μπήκαν στο δωμάτιο τους περίμενε ο
Τζων Λάνγκ, που στεκόταν κοντά στο τζάκι.
Ήταν εκεί κι άλλοι δύο άντρες. Ένας γέρος με πονηρή φάτσα. Είχε
άσπρα μαλλιά και σταχτί δέρμα, τα δε μάτια του ήταν μαύρα και
ύπουλα. Ο άλλος ήταν ψηλός, με φαρδείς ώμους, δυνατό πηγούνι και
ξανθά μαλλιά.
Αυτός κοίταξε τον Τζόνας και είπε: "ΣΑ έχω ξαναδεί".
Ο Τζόνας του Αριξε μια ματιά βιαστική, πήρε ένα περιοδικό κι
άρχισε να το ξεφυλλίζει.
"Ει, εσύ..." Ο ξανθός έκανε μια άγρια χειρονομία και φώναξε
δυνατά: "Σου μιλάω".
Ο Τζόνας ανασήκωσε το βλέμμα του και κυττάχτηκαν για μερικά
δευτερόλεπτα. Ύστερα είπε ήρεμα: "Άκουσα ότι έκανες κάποιο
σχόλιο, αλλά υπέθεσα ότι δεν χρειαζόταν απάντηση".
"Είπα ότι σ' έχω ξαναδεί".
Ο Τζόνας καταλάβαινε πότε πλησίαζαν οι φασαρίες και ήξερε ότι
μερικές φορές ήταν καλύτερα να τις αντιμετωπίσεις παρά να τις
αποφεύγεις.
"Εγώ δεν θυμάμαι να σ' έχω ξαναδεί", είπε κοφτά. "Και είναι
σίγουρο ότι αν σε είχα ξανασυναντήσει θα σε θυμώμουν από τη
μυρουδιά".
Για μια στιγμή έγινε νεκρική σιγή. Ο Τζόνας είχε μιλήσει κοφτά,
αλλά και τόσο απλά και ήρεμα, που ο άλλος δεν συνειδητοποίησε
αμέσως τι άκουσε.
"Αυτό που είπες; Τι ήταν;", είπε μόνο.
"Φαίνεται ότι πας γυρεύοντας για φασαρίες, γι' αυτό αποφάσισα να
σε διευκολύνω", πέταξε άγρια. "Είπα λοιπόν ότι μυρίζεις σαν
βρωμούσα".
Ο Τζόνας ήταν ακόμη μισοξαπλωμένος στο κρεβάτι και με το
περιοδικό στα χέρια. Ο ξανθός όρμησε πάνω του να τον πιάσει. Ο
Τζόνας με μια απότομη κίνηση τον άρπαξε από τα πέτα, τον
στριφογύρισε και τον ξάπλωσε στο πάτωμα. Του έρριξε μια άγρια
ματιά κι ύστερα ξανάνοιξε το περιοδικό και βάλθηκε να διαβάζει
σαν να μη συνέβη τίποτα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4.
Ο ηλικιωμένος σκυθρωπός άντρας, που τον έλεγαν Χένεκερ, με
τη τζουγκράνα στο χέρι έβαζε σανό σ' ένα παχνί, όταν ο Τζόνας
μπήκε στον σταύλο. Δούλευε γρήγορα και σιωπηλά αγνοώντας τον.
Καθώς όμως γύρισε να φύγει, ο άλλος πέταξε κάπως αόριστα: "Θα σε
σκοτώσει. Ο Κίσσλιγκ θα σε σκοτώσει".
"Έτσι τον λένε;" είπε κάπως ειρωνικά ο Τζόνας.
"Ναι... Κι έχει σκοτώσει τέσσερις σε "μονομαχίες". Και δυο-τρεις
σε ληστείες. Δεν θα μπορέσεις εύκολα να την γλιτώσεις".
"Η δεσποινίς Ντάβιτζ..."
"Τι η δεσποινίς Ντάβιτζ!" Τον κοίταξε λίγο περίεργα.
"Η δεσποινίς Ντάβιτζ, λέω, συμπαθεί αυτόν τον... τον Μπεν
Τζάνις;"
"Εκείνη;" Ο ηλικιωμένος άντρας πετάχτηκε ως επάνω. "Ούτε μια
ματιά δεν θα καταδεχόταν να του ρίξει. Ούτε σ' αυτόν ούτε σε
κανένα από τα φυράματα που σέρνει μαζί του. Τον φοβάταικ όμως.
Τον φοβάται όπως τον φοβούνται όλοι".
"Πολύ ωραία γυναίκα όμως", σχολίασε.
Ο άλλος αντέδρασε έντονα. "Έτσι και την ενοχλήσεις θα σε καρφώσω
με την τζουγκράνα. Θα Αρθω και θα σε καρφώσω την ώρα που
κοιμάσαι. Είναι θαυμάσιο κορίτσι".
"Συμφωνώ. Και γι' αυτήν βρίσκομαι εδώ. Μόλις την είδα ένιωσα την
ανάγκη να Αρθω".
"Μόνο που δεν είναι για τα μούτρα σου", πέταξε ο άλλος
σαρκαστικά.
"Γιατί; Τι έχω;"
Ο γέρος σταμάτησε και τον κοίταξε κατάματα. "Άκου να δεις φίλε",
άρχισε κάπως ψυχρά, "εγώ δεν είμαι τόσο χαζός όσο οι άλλοι εκεί
κάτω. Σε βλέπω τι είσαι κι αν τους συγκρίνω μαζί σου, αυτοί δεν
βγήκαν ακόμη απ' τ' αυγό. Αν μ' ένοιαζε γι' αυτούς θα τους
προειδοποιούσα ότι τώρα έχουν ένα λύκο ανάμεσά τους. Ας το
καταλάβουν όμως μόνοι τους".
Ο γέρος του γύρισε απότομα την πλάτη και βάλθηκε να δουλεύει
νευρικά. Ο Τζόνας τον κοίταξε με περιέργεια.
Είχε δίκιο αυτός ο άνθρωπος; Ήταν τόσο κακός; Ήταν χειρότερος
απ' αυτούς;
Ανασήκωσε τους ώμους του και βγήκε έξω να χαζέψει τ' άλογα στη
μάντρα. Μόλις πλησίασε εκείνα άρχισαν να κινούνται ανήσυχα. Το
βλέμμα του σταμάτησε σ' ένα γκριζοκάστανο άλογο με μαύρα αυτιά,
με μαύρη χαίτη και ουρά. Το άλογο σταμάτησε κι αυτό απότομα,
τέντωσε τ' αυτιά του και τον κοίταζε.
"Έλα εδώ αγόρι μου", είπε μαλακά και για μεγάλη του έκπληξη είδε
το άλογο να πλησιάζει. Ήρθε κοντά του και μετά αποτραβήχτηκε
λίγο.
"Ήρεμα αγόρι μου", ψιθύρισε πάλι και τέντωσε το χέρι του. Το
άλογο τέντωσε κι αυτό το κεφάλι του μύρισε τα δάχτυλά του
Τζόνας.
"Ξέρεις πως να συμπεριφέρεσαι στ' άλογα κύριε Τζόνας", άκουσε
πίσω του μια απαλή φωνή.
Γύρισε και είδε πλάι του τη Φαν Ντάβιτζ. "Αυτό το άλογο είναι
πολύ ατίθασο", είπε πάλι εκείνη μαλακά. "Κανείς δεν το Αχει
πλησιάσει τόσο πολύ μέχρι τώρα".
"Είναι δικό σου;"
"Αδέσποτο ήταν. Το φέραμε μαζί με τα δικά μας από τα χειμαδιά.
Ήταν χαμένο. Πιστεύω ότι είναι από κάποιο ράντζο του Τέξας".
"Είναι Τσερόκυ" είπε. Κι αμέσως απόρησε πως το ήξερε.
Κι αυτή τον κοίταξε λίγο περίεργα ωστόσο δεν σχολίασε. Μόνο είπε"
Καβάλλησέ το αν θέλεις... αν μπορείς δηλαδή!"
"Το Αχει κανείς για δικό του;"
"Όχι".
"Είσαι ένα πολύ ωραίο κορίτσι δεσποινίς Ντάβιτζ", είπε γυρίζοντας
προς το μέρος της.
Η κοπέλα κοκκίνισε ως τ' αυτιά. "Ευχαριστώ πολύ" είπε κι αμέσως
γύρισε την πλάτη της και πήρε το δρόμο για το σπίτι. Αυτό που
ερχόταν να του πει, δεν το είπε τελικά.
Την παρακολουθούσε και θαύμαζε το λυγερό κορμί της και το γεμάτο
χάρη βάδισμά της.
Καταλάβαινε ότι δεν είχε δικαίωμα να σκέφτεται αυτή την κοπέλα.
Σίγουρα θα έμπλεκε σε ιστορίες που δεν θα μπορούσε ν'
αντιμετωπίσει. Και στο κάτω κάτω ακόμα δεν ήξερε ποιος είναι και
ποιο είναι το παρελθόν του. Παρόλα αυτά όμως...
Ο Ράιμς βγήκε απ' τον κιτώνα. "Έφαγες τίποτα;" ρώτησε.
"Όχι".
"Πάμε τότε".
Προχώρησαν μαζί προς το σπίτι. Το μεγάλο δωμάτιο-ταπεζαρία ήταν
ανοιχτό. Στα παράθυρα κρέμονταν λουλουδάτες κουρτίνες και
γύρω-γύρω υπήρξαν γλάστρες με διάφορα φυτά. Όλα εκεί μέσα ήταν
καθαρά και περιποιημένα.
Ο Κινέζος μάγειρας έφερε πιάτα και μαχαιροπήρουνα και επέστρεψε
στην κουζίνα. Ο Κίσσλινγκ δεν φαινόταν πουθενά. Ρίχνοντας μια
ματιά αριστερά του ο Τζόνας είδε από μια ανοιχτή πόρτα ένα άλλο
δωμάτιο με ράφια γεμάτα βιβλία.
"Μην ανησυχείς για τον Κίσσλιγκ" είπε ο Ράιμς σιγανά. "Εδώ στο
ράντζο δεν πρόκειται να γίνει τίποτα. Είναι διαταγή δική της και
δική του - του Μπεν Τζάνις εννοώ".
Ο Τζόνας άκουσε τις παρατηρήσεις του φίλου αδιάφορα και στον ίδιο
τόνο μετά από λίγο είπε: "Λέω μετά το φαγητό να κάνω ένα περίπατο
με τ' άλογο".
"Πήγαινε τότε προς τα βουνά, είπε ο Ράιμς. "Κι αν ξέρεις να
πιάνεις γελάδια ρώτησε τον Χέννεκερ τι να κάνεις. Ο Αρτς βγήκε
απ' το πρωί. Θα βοηθήσουμε όλοι στις δουλειές του ράντσου".
"Κι αν πούμε ότι φεύγω με το άλογο;"
"Δεν θα βγεις πουθενά" είπε ο άλλος σχεδόν άχρωμα. "Ένα τείχος
από βουνά υπάρχει εκεί πέρα. Και καμιά πενηνταριά φαράγγια που
είναι όλα αδιέξοδα. Θα Αχεις μπροστά σου μια άγρια περιοχή σε
απόσταση πάνω από πενήντα μίλια... και δεν έχεις φαγητό".
"Πρέπει να μάθω ποιός είμαι".
"Γιατί δεν ξεκινάς απ' την αρχή, σαν να έχεις γεννηθεί μόλις
τώρα;" είπε ύστερα από μια μικρή σκέψη ο Ράιμς. Και πρόσθεσε
επιγραμματικά: "Άσε το νεκρό παρελθόν να θάψει τους νεκρούς του,
όπως έλεγε κάποιος".
"Ίσως οι νεκροί να μη θέλουν να θαφτούν κι ούτε και το παρελθόν
να θέλει να τους θάψει", είπε ήρεμα ο Τζόνας. "Έχω ένα στενάχωρο
συναίσθημα γι' αυτό".
Ο Ράιμς άλλαξε θέμα και μίλησε για το ράντσο. Είπε ότι η περιοχή
ήταν πολύ καλή και ότι από τότε που είχε πεθάνει ο Ντάβιτζ δεν
είχαν πουληθεί καθόλου βόδια. Έτσι τώρα τα βουνά και τα
λαγκάδια, χιλιάδες εκτάρια, ήταν γεμάτα, σαν μαντριά ,από
καλοθρεμένα ζώα.
Όταν έφυγε ο Ράιμς, ο Τζόνας έμεινε στη θέση του πίνοντας τον
καφέ του. Σκεφτόταν έντονα το πρόβλημά του. Μήπως ο Χέννεκερ
ήξερε τίποτα ή έκανε κι αυτός μόνο υποθέσεις κι εκτιμήσεις;
Υπήρχαν ορισμένα στοιχεία... ένα ήταν η αναγνώριση του αλόγου.
Είχε καταγωγή από την περιοχή των Τσερόκυ, που ήταν κρησφύγετο
παρανόμων. Μετά τα γράμματα, όπως και το επίσημο έγγραφο στην
τσέπη του, τα οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν είχε βρεθεί μόνος
για να μελετήσει.
Ήταν ο Ντην Καλλαίην; Τα γράμματα που απευθύνονταν σ' αυτό το
όνομα, έδειχναν ότι πρέπει να είναι ο Καλλαίην. Κάτι όμως του
έλεγε ότι αυτό το όνομα δεν είναι το δικό του. Μήπως τα είχε
κλέψει ή μήπως είχε προσφερθεί να τα διαβιβάσει στον Καλλαίην;
Όλα με αμφιβολίες... Για ένα μόνο πράγμα δεν αμφέβαλλε: ότι ο
Μπεν Τζάνις σίγουρα θα ήξερε ποιός ήταν και γιατί ήθελε να τον
σκοτώσει.
Ένιωθε ανήσυχος. Ο πονοκέφαλος τον ταλαιπωρούσε συνέχεια κι
ένιωθε επιτακτική την ανάγκη να είναι μόνος, να σκεφτεί, να
προγραμματίσει τις κινήσεις του, να προσπαθήσει να μια διέξοδο.
Ο Μπεν Τζάνις θα έρχονταν σύντομα στο ράντσο και θα προσπαθούσε,
χωρίς αμφιβολία, να ολοκληρώσει το "έργο" του. Αλλά ποια θα ήταν
η αντίδρασή του όταν θα Αβλεπε τον άνθρώπο, που είχε προσπαθήσει
να σκοτώσει, να τον περιμένει στο ράντσο;
Μετά από λίγο μπήκε στο δωμάτιο η Φαν. "Αν θέλεις να κάνεις έναν
περίπατο και νομίζεις ότι θα τα καταφέρεις μ' εκείνο το άλογο"
είπε, "μπορείς να το πάρεις και να πας να ελέγξεις τα βόδια μου.
Θα Αθελα να ξέρω πόσα είναι έτοιμα για να πουληθούν".
"Δεν ξέρω", είπε ο Τζόνας καθώς σηκωνόταν, από την καρέκλα. "Δεν
ξέρω τι γνώσεις έχω σχετικά με τα ζώα. Ούτε καν αν ξέρω να
καβαλλικεύω άλογο".
Η Φαν χαμογέλασε και είπε: "Αν θα μπορέσεις να δαμάσεις εκείνο το
άλογο, θα είσαι καλύτερος απ' τον Κίσσινγκ ή τον Τσέρρυ. Τους
έχει ρίξει και τους δυο κάτω".
Σε μια απ' τις γωνίες του στάβλου, όπου ήταν συγκεντρωμένα τα
εργαλεία, κρέμονταν αρμαθιές από σχοινί. Ο Τζόνας διάλεξε μια και
πήγε προς την μάντρα. Ήξερε άραγε να χρησιμοποιήσει το λάσο;
Όπως όμως κρατούσε το σχοινί δεν το Ανιωθε ξένο στα χέρια του.
Υπέθεσε ότι θα ξέρει.
Ο Ράιμς ήταν πλάι του όταν μπήκε μέσα στη μάντρα με τ' άλογα.
Μόλις ένιωσαν την παρουσία του άρχισαν να κινούνται ανήσυχα και
δεν το πλησίαζε κανένα. Κοίταξε εκείνο το άλογο και τέντωσε το
χέρι του". Έλα αγόρι μου" είπε μαλακά. Το άλογο κατευθύνθηκε
προς το μέρος του.
"Μα το Θεό", μουρμούρισε ο Ράιμς, "δεν έχω ξαναδεί τέτοιο
πράγμα".
Ο Κίσσλιγκ είχε βγει απ' τον κοιτώνα και παρακολουθούσε. Ο
Χέννεκερ που είχε έρθει πάνω σ' ένα μικρό πόννυ, στάθηκε πλάι στη
Φαν. "Ένα περίεργο πράγμα" είπε. "Αυτό το άλογο τον γνωρίζει".
"Μα πως; Αυτός μόλις ήρθε εδώ και το άλογο το βρήκαμε αδέσποτο
στα χειμαδιά".
"Το ξέρω, εγώ το έφερα", είπε ο Χόννεκερ στεγνά. "Παρόλα αυτά
όμως επιμένω ότι το άλογο τον ξέρει. Κάτι δεν πάει καλά εδώ".
Μετά γύρισε απότομα, την κοίταξε στα μάτια και της είπε κοφτά:
"Αν θέλεις τη γνώμη μου μην έχεις πολλά μαζί του. Είναι κακός
άνθρωπος".
"Το άλογο έχει αντίθετη γνώμη", παρατήρησε εκείνη ήρεμα.
Ο Χέννεκερ αναστέναξε καρτερικά και τράβηξε κατά τη μάντρα.
Ο Τζόνας έβγαλε το άλογο από την μάντρα κρατώντας το από τη χαίτη
και μετά του έβαλε τη σέλλα. Έκανε όλες αυτές τις κινήσεις
μηχανικά. Σαν αυτόματο.
Όταν τέλειωσε με το άλογο η Φαν βρισκόταν πίσω του.
"Τζόνας ποιος είσαι; Γιατί βρίσκεσαι εδώ;" τον ρώτησε.
Η Φαν είχε μιλήσει πολύ σιγανά, πράγμα που έκανε κι αυτόν να
μιλήσει στον ίδιο τόνο: "Ότι ξέρεις, ξέρω" είπε. Η ζωή μου
-αυτή που θυμάμαι δηλαδή- άρχισε μισή ώρα προτού ανέβω στο τρένο,
εκεί που με βρήκε ο Ράιμς".
Χωρίς να περιμένει οποιαδήποτε αντίδραση της Φαν, καβάλλησε το
άλογο και απομακρύνθηκε. Τον παρακολουθούσε έτσι όπως στεκόταν
στη σέλλα και τα μάτια της γέμισαν με θαυμασμό. Ήταν πολύ ωραίος
άντρας. Πήρε το δρόμο για το σπίτι, όπου περίμενς ο Αρτς
Μπίλλινγκ.
"Τι λες Αρτς" είπε μπαίνοντας. "Μήπως είναι άνθρωπος της
κυβέρνησης;"
"Πώς μπορεί να έφτασε ως εδώ;"
"Ο Γουέλς Φάργκο είχε εντοπίσει μερικούς απ' αυτούς. Μπορεί να
είναι και σερίφης. Είδε το άλογο και το κατάλαβε. Μου είπε ότι
είναι από την περιοχή Τσερόκυ".
"Θες να πεις δηλαδή ότι είναι ένας απ' τους σερίφηδες του δικαστή
Πάρκερ,που δουλεύουν έξω απ' το Φορτ Σμιθ; Νομίζω όχι. Είναι πολύ
μακριά".
"Μπορεί να είναι από το Ντένβερ ή από το Ελ Πάσο".
"Μη βάζεις τέτοια πράγματα στο μυαλό σου Φαν. Είναι παλιάνθρωπος
και κόβω το κεφάλι μου. Σου είπε ο Χέννεκερ τι έκανε στον
Κίσσλινγκ;"
"Ο Κίσσλινγκ πήγαινε γυρεύνοντας".
"Δεν είναι αυτό. Για τον τρόπο που το έκανε λέω. Ήταν σα να
χαστούκιζε ένα μικρό παιδί. Δεν ανησύχησε καθόλου. Ούτε καν
σηκώθηκε από το κρεβάτι και παραλίγο να τον σκοτώσει. Δεν τον
ένοιαξε για τίποτα".
Για λίγη ώρα δεν μίλησε κανείς. Μετά ο Αρτς είπε κοφτά: "Ο Μπεν
Τζάνις και η παρέα του μας εκμεταλλεύτηκαν άγρια. Ίσως τώρα να
μπορέσουμε κι εμείς να εκμεταλλευτούμε αυτόν τον ξένο. Ίσως να
είναι ο άνθρωπος που θα μας απαλλάξει από τον Μπεν Τζάνις".
"Πώς;"
"Είναι ο μόνος που θα έχει την τόλμη να τα βάλει μαζί του".
"Ο Μπεν Τζάνις σίγουρα θα τον σκοτώσει".
"Δεν ξέρεις. Μπορεί εκείνος να σκοτώσει τον Μπεν Τζάνις. Μπορεί
ακόμα να σκοτώσει ο ένας τον άλλον".
"Αυτό ελπίζεις;"
Ο Αρτς γύρισε και τη κοίταξε κατάματα. "Άκου Φαν", είπε ήρεμα.
"Εγώ δεν είχα ποτέ μου οικογένεια. Κανέναν άλλον στον κόσμο,
εκτός από σένα και τον πατέρα σου. Το μόνο που θέλω είναι να σε
βλέπω, εδώ στο ράντσο, χωρίς όλους αυτούς γύρω σου. Θα Αθελα να
σε βλέπω μ' έναν μόνο άντρα... μ' έναν σωστό άντρα".
"Ευχαριστώ Αρτς". Άφησε να περάσουν μερικές στιγμές και
πρόσθεσε: "Δεν θα Αθελα όμως να σκοτωθεί αυτός ο άνθρωπος".
Το ύφος του ήταν ρυτιδιασμένο τώρα. "Μη Φαν... μη", είπε. "Είναι
κακός. Δεν κάνει για σένα. Μπορώ να στο βεβαιώσω αυτό".
"Δεν είπα τίποτα" είπε η Φαν και χαμογέλασε ελαφρά. "Είπα μόνο
ότι δε θέλω να σκοτωθεί".
Ο Τζόνας τράβηξε προς τα βουνά. Έβαλε το χέρι του στη ζώνη
του όπλου του και το τράβηξε. Έβγαλε το όπλο εύκολα... πολύ
εύκολα.
Το ξανάβαλε στη θέση του κι άρχισε να σκέφτεται το πρόβλημά του
"Θα πρέπει να υπάρχουν στοιχεία για μένα" ψιθύρισε μόνος του. Δεν
πίστευε μέσα του ότι μπορεί να ήταν από εκείνα τα ρεμάλια για τα
οποία δεν ενδιφερόταν κανείς. Συνεπώς κάποιος πρέπει να ψάχνει
γι' αυτόν.
Ένιωσε καλύτερα. Το να περιμένει εδώ τον Μπεν Τζάνις ήταν καθαρή
ανοησία. Εκείνο που έπρεπε να κάνει τώρα ήταν να φύγει, να πάει
οπουδήποτε να μάθει κάτι για το άτομό του, ν' ανακαλύψει ποιός
είναι ακόμα να μάθει γιατί βρισκόταν εκεί που βρέθηκε και για τι
ο Μπεν Τζάνις προσπάθησε να τον σκοτώσει.
Προχώρησε προς την κοιλάδα. Εδώ το χορτάρι ήταν πολύ πιο πλούσιο
και τα ζώα που είδε ήταν σε πολύ καλή κατάσταση. Έτοιμα για
κάτω.
Στα ρυάκια που κατέβαιναν απ' τα βουνά έτρεχε πολύ νερό και
γονιμοποιούσε τον τόπο. Τώρα σκέφτηκε το ράντσο και εκτιμώντας
την όλη κατάσταση κατέληξε στο ότι αυτό είχε δυο μόνο προβλήματα
να λύσει. Το πρώτο ήταν ότι πολύ σύντομα τα ηλικιωμένα ζώα έπρεπε
να τραβηχτούν και να πουληθούν γιατί οι βοσκότοποι, με τόσο
πλήθος, θ' αφανίζονταν. Και το δεύτερο οι τροφές για τον χειμώνα.
Έπρεπε δηλαδή να συγκεντρωθούν μεγάλες ποσότητες χόρτου για να
περάσουν τον χειμώνα τους τα ζώα. Με λίγο χιόνι βέβαια τα ζώα τα
καταφέρνουν. Αν όμως έπεφτε πολύ και έκλειναν τα φαράγγια οι
κίνδυνοι θα ήταν μεγάλοι... Οι παράνομοι είναι μεν καλοί εργάτες,
αλλά ώς ένα σημείο. Και περισσότερο γιατί δεν είχαν κανένα
ιδιαίτερο συμφέρον στο να δουλέψουν σε μια σκληρή δουλειά, όπως
είναι το κόψιμο και η αποθήκευση του χορταριού. Ωστόσο με λίγα
χέρια, σκέφτηκε, και με μια καλή επίβλεψη το ράντσο μπορούσε να
είναι μια πολύ καλή επιχείρηση. Στη θέση αυτή, με τα βουνά
ολόγυρα, τα ζώα μπορούσαν να κρατηθούν υπό έλεγχο, χωρίς μεγάλες
δυσκολίες. Μόνο στην περίοδο της συγκέντρωσης των ζώων για να τα
"σφραγίσουν" θα χρειάζονταν λίγα παραπανίσια χέρια.
Ήρθε στο νου του πάλι το πρόβλημά του. Όπως πήγαινε με τ' άλογο
και κοίταζε γύρω του κατάλαβε ότι θα ήταν πολύ δύσκολο να φύγει
με τ' άλογο. Αλλά και πεζός να έφευγε υπήρχε μόνο μια πιθανότητα
να βγεί απ' τον "κλοιό". Μόνο αν κρεμόταν απ' τους θάμνους θα
μπορούσε να σκαρφαλώσει στις απότομες πλαγιές του βουνού που
υψώνονταν μπροστά του.
Όταν έφτασε κοντά στο βουνό, έστεψε το άλογο κι έκανε ένα γύρο
στους πρόποδες μελετώντας το έδαφος. Αν υπήρχε κάποιος δρόμος θα
τον είχαν βρεί τα βόδια ή έστω τα άγρια ζώα. Είχε δει και κάτι
ίχθη ελαφιού... από πού είχαν έρθει; Τα ελάφια σπάνια
απομακρύνονταν περισσότερο από ένα ή δυο μίλλια από την περιοχή
που γεννιούνται κι αυτό σε περίπτωση ξηρασίας ή φωτιάς. Συνήθως
κοιμούνται σε ανοικτό μέρος, σε κάποια πλαγιά, και λίγο πριν
χαράξει κατεβαίνουν για νερό και φαγητό. Μετά περιπλανιούνται για
λίγο και μετα βόσκωντας πάλι σιγά σιγά παίρνουν το δρόμο για την
πλαγιά. Συνεπώς αυτή η κοιλάδα πρέπει να είναι το μέρος τους. Και
οπωσδήποτε θα πρέπει να έχουν βρεί ένα μονοπάτι για ν' ανεβαίνουν
στο βουνό.
Καθώς προχωρούσε με τ' άλογο σκεφτόταν ότι παρόλο που είχε χάσει
τη μνήμη του, διέθετε, στο ακέραιο σχεδόν, συνηθισμένες
αντιδράσεις, και ότι αυτό μπορούσε ν' αποτελέσει μια ένδειξη, ένα
στοιχείο απ' όπου μπορούσε ν' αρχίσει να ψάχνει για τον εαυτό
του. Αν δοκίμαζε λίγο τον εαυτό του; Αν τον "έψαχνε" γύρω από τις
συνήθειες και τις ικανότητες που διέθετε; Μήπως τότε....
Είχε ήδη ανακαλύψει ότι αν άφηνε τον εαυτό του ελεύθερο, χωρίς να
προσπαθεί να κατευθύνει τις κινήσεις του, ενεργούσε υποσυνείδητα
και συνεπώς ικανοποιητικά. Όταν είχε σελλώσει το άλογο π.χ.
σκόπιμα είχε αφήσει τα χέρια του ελεύθερα. Και κείνα κινήθηκαν
σαν να έκαναν κάτια που ήξεραν να το κάνουν. Μετά ήρθε στο νου
του το άλογο.
Γιατί το άλογο τον είχε πλησιάσει με τόση ευκολία; Τον ήξερε;
Μήπως ήτνα κάποτε δικό του; Θυμήθηκε ότι ο γέρο-Χέννεκερ του είπε
ότι ήταν κακός άνθρωπος. Μα ήταν πραγματικά; Ψάχνοντας μέσα του
δεν βρήκε κανένα λόγο που να βεβαιώνει τα λόγια του Χέννεκερ. Δεν
ένιωθε καμιά αντιπάθεια για κανέναν, ούτε και είχε και καμιά
επιθυμία να μπλεχτεί σε καυγάδες. Ωστόσο όμως οι κακοί άνθρωποι
βλέπουν ποτέ τους εαυτούς τους κακούς; Δεν είναι αλήθεια ότι
πάντα βρίσκουν μια δικαιολογία για το κακό που έχουν κάνει;
Παρατήρησε τα ίχνη των ελαφιών, χωρίς όμως να δώσει ιδιαίτερη
σημασία γιατί είχε το νου του άλλου. Όταν όμως πιο πέρα είδε και
δεύτερα ίχνη τα πρόσεξε ιδιαίτερα. Και πρόσεξε τότε ότι τα ίχνη
του πρώτου ελαφιού ήταν ίχνη αρκετών ημερών, ενώ τα δεύτερα
είχαν γίνει εκείνο το πρωινό. Και ακόμα ότι τα ίχνη αυτά χάνονταν
απότομα στο στόμιο ενός φαραγγιού. Ξαφνικά σκέφτηκε ότι ήξερε πως
πολύ συχνά ένα μονοπάτι ανθρώπων ή ζώων περνάει γύρω από ένα
φαράγγι. Και βάλθηκε να βρει μια άκρη.
Στην αρχή δεν βρήκε τίποτα, αλλά ύστερα από μια ώρα περίπου,
βρήκε ένα αχνό μονοπάτι που οδηγούσε προς δυο κέδρους, μετά
κύκλωνε ένα μεγάλο βράχο -που έμοιαζε να δημιουργεί αδιέξοδο προς
εκείνη την κατεύθυνση- και ανέβαινε ψηλά περνώντας κάτω απ' τα
πεύκα.
Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε γράμματα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5.
Σταμάτησε κάτω από κάτι πεύκα, κοντά στο μονοπάτι, κι
έβγαλε τα γράμματα από την τσέπη του. Και τα δυο απευθύνονταν
στον Ντην Καλλαίην, στο Ελ Πάσο του Τέξας. Το πρώτο ήταν σύντομο
κι έμπαινε κατ' ευθείαν στο θέμα.
"Ο άνθρωπος, που σου στέλνω είναι ο καλύτερος. Ξέρει τι
πρέπει να κάνει και πως να το κάνει. Μην επέμβεις, ούτε να
προσπαθήσεις να επικοινωνήσεις μαζί του".
Μάδερμπη
Το δεύτερο γράμμα, είχε ταχυδρομηθεί μερικές βδομάδες αργότερα,
από το γραφείο "Ντετέκτιβς Πίνκερτον". Έλεγε:
"Με λύπη μου σας πληροφορώ ότι η έρευνα μας απέβη άκαρπη. Ο
άνθρωπος για τον οποία ζητήσατε πληροφορίες, εμφανίστηκε για
πρώτη φορά στο Μισσούρι, όπου έφθασε μ' ένα φορτηγό τρένο. Εκεί
εργάστηκε σ' ένα κτήμα ως θεριστής, όπου κι έμπλεξε σ' ένα καυγά
με δυο άλλους, τους οποίους χτύπησε και τραυμάτισε σοβαρά. Η
πρώτη σύγκρουση με όπλα έγινε λίγες εβδομάδες αργότερα σ' ένα
σαλούν, όπου ένας εκτός νόμου που κυκλοφορούσε στην περιοχή,
ξεκίνησε έναν καυγά.
Και οι δύο άνδρες έβγαλαν τα όπλα τους και ο παράνομος, που είναι
πολύ γνωστός στην περιοχή, μόλις τη γλίτωσε. Αναφέρεται ότι ένας
καουμπόυ , που βρισκόταν μέσα στο σαλούν και παρακολούθησε το
επεισόδιο, κουβέντιασε αργότερα με τον άνθρωπο, για τον οποίο
ενδιαφέρεστε και του οποίου το όνομα αναφέρεται ότι είναι Ραμπλ
Νουν.
Την επομένη μέρα ο Νουν αγόρασε πλήρη εξοπλισμό, ένα άλογο και
πολλές εκατοντάδες σφαίρες και έφυγε.
Διάφορες ιστορίες κυκλοφορούν. Αναφέρεται ότι αυτός ο ιδιοκτήτης
της γελαδιών είχε χάσει πολλά ζώα ότι ένας από τους επιστάτες του
δολοφονήθηκε όταν έπεσε πάνω στους ζωοκλέφτες. Αυτά συνέβησαν στη
δυτική Νεμπράσκα.
Ο Ραμπλ Νουν δεν φάνηκε καθόλου στην περιοχή, αλλά ύστερα από
μερικές μέρες ένας από τους ζωοκλέφτες βρέθηκε νεκρός μ' ένα
πιστόλι στο χέρι, από το οποίο έλειπε μόνο μια σφαίρα και μια
βδομάδα αργότερα βρέθηκαν νεκροί άλλοι δύο ζωοκλέφτες. Είχαν
πυροβοληθεί από μπροστά και ήταν και οι δυο τους οπλισμένοι.
Ύστερα από λίγες μέρες, ο τρίτος από τους ζωοκλέφτες μαζί με
άλλους δύο κάθονταν γύρω από μια φωτιά. Είχαν μαζί τους τριάντα
κλεμμένα κεφάλια.
Ένας άνδρας βγήκε από το δάσος και από απόσταση δυο μέτρων είπε
ξερά: "Είμαι ο Ραμπλ Νουν και σκότωσα τον Μάξγουελ".
Εκείνοι συζητούσαν τι θα έκανε αν έβρισκαν ποτέ αυτόν τον Νουν κι
εκείνος είχε πάέι μόνος του και στεκόταν τώρα μπροστά τους.
Έκαναν την κίνηση να τραβήξουν τα πιστόλια τους, αλλά δεν
πρόλαβαν. Δυο απ' αυτούς πέθαναν προτού προλάβουν να πυροβολήσουν
ο τρίτος όμως, κάποιος που λεγόταν Μιτ Φορντ, κατάφερε να χωθεί
στους θάμνους και προσπάθησε να πυροβολήσει από κει. Οι
πυροβολισμοί όμως του Νουν, του έκαψαν τον ώμο και τον
τραυμάτισαν στα πλευρά, πράγμα, που τον έκανε να το βάλει γρήγορα
στα πόδια.
Την ίστορία αυτή τη διηγήθηκε ο ίδιος ο Μιτ Φορντ. Δεν το είχε
δει καλά τον Νουν, γιατί στεκόταν ανάμεσα σε ψηλά δέντρα και είχε
κατεβάσει χαμηλά το καπέλο του. Ο Μιτ το μόνο που διέκρινε ήταν
ότι ο Νουν ήταν ψηλός αδύνατος και πολύ γρήγορος στο πιστόλι.
Υπήρχε μια σιδηροδρομική εταιρία στη Μοντάνα, που αντιμετώπιζε
σοβαρά προβλήματα από τις ληστείες, που γίνονταν στα τραίνα της.
Προσέλαβαν κι αυτοί τον Νουν και την επόμενη φορά, που έγινε
ληστεία, κάποιος πυροβόλησε πίσω από κάτι θάμνους. Τρεις ληστές
έμειναν στον τόπο. Δεν ξανάγιναν όμως άλλες ληστείες στη γραμμή
αυτή".
Υπήρχαν κι άλλα. Έψαξε την αναφορά προσεκτικά. Ο Ραμπλ
Νουν φαίνεται ότι είχε μια μόνο επαφή με τον ιδιοκτήτη γελαδιών,
που τον προσέλαβε. Ο άνθρωπος αυτός ενεργούσε σαν μεσολαβητής σ'
όλες τις υποθέσεις και αναφέρονταν σε καμιά δεκαριά άλλες
περιπτώσεις από τον Καναδά μέχρι το Μεξικό. Δεν υπήρχε άλλη
περιγραφή, εκτός από αυτήν του Μιτ Φορντ. Ο ιδιοκτήτης ζώων
ισχυρίστηκε ότι δεν ήξερε τίποτα γι' αυτόν.
Υπήρχε και μια τελική σημείωση. Ότι ο εν λόγω ιδιοκτήτης ζώων
είχε μεταφέρει μια φορά στο παρελθόν ζώα μαζί με τον Τομ Ντάβιτζ.
Ήταν φίλοι.
Ο Ράμπλ Νουν δίπλωσε τα γράμματα και τα Αβαλε στην μέσα τσέπη του
σακκακιού του. Το έγγραφο ήταν μια μεταβίβαση χιλίων τριακοσίων
στρεμμάτων γης και μιας παράγκας, από τον Τομ Ντάβιτζ στον Ραμπλ
Νουν. Συνημμένος στο συμβόλαιο ήταν κι ένας μικρός χάρτης που
έδειχνε πως να φτάσει κανείς στην περιοχή-ιδιοκτησία.
Το άλογο άρχιζε να γίνεται νευρικό και γι' αυτό ξεκίνησε. Δεν
γνώριζε για τον εαυτό του τίποτα περισσότερο απ' ότι
προηγουμένως.
Τα γράμματα και το συμβόλαιο βρίσκονταν στην κατοχή ενός κάποιου
Ντην Καλλαίην στο Ελ Πάσο του Τέξας. Γιατί ο Καλλαίην είχε ένα
συμβόλαιο που ανήκε στον Ραμπλ Νουν; Ο Καλλαίην και ο Νουν ήταν
το ίδιο πρόσωπο; Φαινόταν μάλλον απίθανο.
Ήταν αυτός ο Καλλαίην; ΑΗ ο Νουν; ΑΗ μήπως δεν ήταν κανείς από
τους δύο;
Βγάζοντας το σακάκι που φορούσε το έλεγξε προσεκτικά. Τα μανίκια
ήταν πολύ κονταά και οι ώμοι στενοί, αν και όχι πολύ. Το σακκάκι
ήταν ραμμένο από ράφτη κι όχι ετοιματζίδικο.
"Παραγγελία είναι" είπε δυνατά "αλλ' όχι για μένα" Ήξερε ότι δεν
θα δεχόταν ποτέ να φορέσει ένα σακκάκι που δεν του ερχόταν καλά.
Αν το σακκάκι δεν ήταν δικό του, πρέπει να ήταν του Ντην
Καλλαίην, γιατί τα γράμματα απευθύνονταν σ' αυτόν... ΑΗ μπορεί το
σακκάκι να ήταν του Ραμπλ Νουν, αφού ήταν και το συμβόλαιο μέσα;
Υπήρχε κανένας τρόπος ν' ανακαλύψει ποιός ήταν ο Ραμπλ Νουν; ΑΗ ο
Ντην Καλλαίην; ΑΗ ο Μάδερμπη;
Κοίταξε ξανά το χάρτη. Μερικές γραμμές πάνω σ' ένα χαρτί. Ίσως
αυτό το "Χ" που ξεχώριζε να έδειχνε το κυρίως ράντσο και αυτή η
διακεκομμένη γραμμή να ήταν το μονοπάτι, που μόλις τώρα είχε
ανακαλύψει.
Γιατί να έχει ο Ραμπλ Νουν ένα ράντσο σ' αυτήν εδώ την περιοχή;
Ποιά ήταν η σχέση του με τον Τομ Ντάβιτζ; Δεν είχε απαντήσεις σε
τίποτα. Μόνο ερωτηματικά ορθώνονται μπροστά του αμείλικτα.
Πεινούσε, αλλά δεν είχε σκεφτεί να πάρει φαγητό μαζί του. Δεν
ήθελε όμως να επιστρέψει αμέσως. Είχε πολλά πράγματα να σκεφτεί,
ν' αποφασίσει. Κι άλλωστε δεν ήξερε τι τον περίμενε στο ράντσο...
Μπορεί να είχε επιστρέψει ο Μπεν Τζάνις, αυτός που είχε
προσπαθήσει να τον σκοτώσει.
Έστρεψε το άλογό του προς το μονοπάτι κι άρχισε ν' ανεβαίνει στο
βουνό. Ύστερα από καμιά δεκαριά απότομες στροφές, μπήκε στο
δάσος που ανέβαινε στην πλαγιά. Το βουνό ήταν απότομο, τα ελάφια
όμως είχαν βρει το δρόμο για τα λειβάδια, που βρίσκονταν από
κάτω. Δεν ύπήρχαν ίχνη αλόγου στο μονοπάτι, μόνο ελαφιών.
Συνέχισε το δρόμο του, μελετώντας την περιοχή. Η βλάστηση ήταν
τόσο πυκνή, που μόνο από ορισμένα σημεία μπορούσε να δει το
ράντσο και τις κοιλάδες. Ακολούθησε το αχνό, στενό μονοπάτι ώσπου
βρέθηκε μπροστά σε μια μεγάλη εγκοπή του βουνού, που δεν φαινόταν
από κάτω.
Το άλογο προχώρησε αργά με τεντωμένα τ' αυτιά. Ύστερα από εκατό
περίπου μέτρα η εγκοπή άνοιγε σ' ένα κοίλωμα, όπου έτρεχε ένα
ρυάκι. Το χορτάρι εκεί ήταν ψηλό και οι πλαγιές σκεπασμένες με
πεύκα. Σε απόσταση ενός χιλιομέτρου, ανάμεσα στα δέντρα, διέκρινε
μια μικρή παράγκα.
Δεν ακουγόταν κανένας θόρυβος. Ούτε και υπήρχε κανένα σημείο ζωής
εκεί.
Ψηλά στο βουνό ξεφύτρωνε ένας βράχος ψυχρός και φαλακρός.
Ήταν ένα ερημικό μέρος, όπου νύχτωνε γρήγορα και το χτυπούσε
παγωμένος αέρας. Ποιος είχε βρεί αυτό το σημείο; Ποιος είχε
σκεφτεί να χτίσει σ' αυτήν την ερημιά; Ήταν ένα μέρος πικρής
απομόνωσης... ωστόσο, κατά κάποιο τρόπο του άρεσε, σαν να το
ήξερε, σαν να ήταν αυτό το μέρος στο οποίο ανήκε.
Ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν οι οπλές του αλόγου πάνω στο
ψηλό χορτάρι και κάπου κάπου κάποιας πέτρας που χτυπούσε στο
πέρασμά του.
Ανέβηκε την πλαγιά και σταμάτησε μπροστά στη παράγκα.
Ήταν χτισμένη πάνω σ' ένα βράχο από ακατέργαστες πέτρες, που
είχαν μαζευτεί από τους πρόποδες του βουνού. Είχε σίγουρα χτιστεί
πριν από πολλά χρόνια.
Δεν είχε χρησιμοποιηθεί λάσπη. Μόνο πέτρες συνταιριασμένες με
άλλες από τα χέρια όμως πολύ ικανού μάστορα. Οι πέτρες είχαν
πατιναριστεί από το χρόνο και ο βαρύς ξύλινος πάγκος, που ήταν
καμωμένος από δοκάρια φαινόταν γυαλισμένος από τη χρήση.
Πίσω στον τοίχο υπήρχε ένας σταύλος, έτσι ώστε το τζάκι που θ'
άναβε να ζεσταίνει και το σπίτι και το σταύλο. Ένας διάδρομος
ένωνε το σπίτι με το σταύλο και σώροι από ξύλα ήταν μαζεμένοι και
τοποθετημένοι στους τοίχους του σταύλου.
Ξεπέζεψε, έδεσε το άλογο και προχώρησε προς την πόρτα. Την
έσπρωξε και μπήκε μέσα.
Δεν περίμενε να δει αυτό που είδε. Το πάτωμα ήταν σκεπασμένο από
δέρματα αρκούδας και άλλων ζώων. Ένας τοίχος ήταν γεμάτος ράφια
με βιβλία, ένα τραπεζάκι-γραφείο και μια οπλοθήκη με καμιά
δεκαριά τουφέκια και πιστόλια.
ΣΑ ένα διπλανό μικρότερο δωμάτιο υπήρχαν αποθηκευμένα τρόφιμα και
άλλα είδη. Αυτά τα πράγματα όμως δεν μπορεί να είχαν φτάσει εκεί
από το μονοπάτι, που είχε ακολουθήσει ο ίδιος. Συνεπώς, υπήρχε
άλλος καλύτερος δρόμος.
Κάποιος είχε ζήσει εκεί κι ίσως να έμενε ακόμη. Ίσως αυτός ο
"κάποιος" να ήταν ο Ραμπλ Νουν. Γι' αυτό και του είχε
μεταβιβαστεί η παράγκα με το συμβόλαιο, που είχε τώρα στα χέρια
του.
Πλησίασε τα παράθυρα. Από κει φαινόταν όλη η κοιλάδα κάτω. Το
μόνο "τυφλό" σημείο ήταν στην απότομη πλαγιά πάνω από την
παράγκα, απ' όπου μπορούσε να πλησιάσει κανείς χωρίς να τον δουν.
Αλλιώς η μόνη πρόσβαση ήταν ν' ανέβει κανείς από μπροστά.
Αφού μελέτησε τη θεά, κάθησε στην πολυθρόνα μπροστά στο
τραπεζάκι. Ήταν ένα άνετο κάθισμα, που του ταίριαζε. Ένιωθε
όμορφα σ' αυτήν την παράγκα. Το χειμώνα θα σκεπαζόταν από τα
χιόνια και θ' αποκλειόταν από τον υπόλοιπο κόσμο. Το καλοκαίρι
πάλι ήταν ένα ασφαλές καταφύγιο.
Σηκώθηκε απότομα. Έπρεπε να γυρίσει πίσω. Σαν απόσταση δεν
βρισκόταν μακριά από το Ράφτερ Ντ. Όμως με τον αργό ρυθμό, που
ήταν υποχρεωμένος να κατέβει, θα του έπαιρνε ίσως δύο ώρες για να
φτάσει.
Πρώτα όμως ήθελε ν' ανακαλύψει τον άλλο δρόμο. Ύστερα από μια
έρευνα που έκανε κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε εύκολος
δρόμος, αλλά δεν είχε βρει καθόλου δρόμο. Ωστόσο έπρεπε να
υπάρχει. Τίποτα απ' ότι βρίσκονταν μέσα στην παράγκα δεν μπορούσε
να είχε μεταφερθεί από το μονοπάτι, από το οποίο είχε ανέβει πριν
λίγο αυτός.
Πήγε από πίσω κι εξέτασε την ίδια τη παράγκα. Αμέσως κατάλαβε όιτ
ένα τμήμα της ήταν παλιότερο. Ο σταύλος κι ένα μέρος της παράγκας
είχαν προστεθεί αργότερα. Αλλά ένα μέρος του σταύλου που ενωνόταν
με το σπίτι ήταν κι αυτό παλιό.
Δεν μπορούσε όμως να καθυστερήσει άλλο εκεί. Πήρε το άλογό του
και κατέβηκε την πλαγιά από το μονοπάτι απ' όπου είχε έρθει.
Όταν έφτασε κάτω έμεινε λίγο κρυμμένος εξετάζοντας την περιοχή,
για να βεβαιωθεί ότι δεν θα τον έβλεπε κανείς να βγαίνει μέσα από
τα δέντρα. Ύστερα ξεπέζεψε και εξαφάνισε προσεκτικά όσα
περισσότερα ίχνη από το πέρασμά του μπορούσε.
Είχε νυχτώσει και ήταν αρκετά αργά όταν έφτασε στο ράντσο. Κάθως
κατέβαινε από το άλογο είδε έναν άντρα να σηκώνεται και να
πηγαίνει στον κοιτώνα. Ήταν ο Κίσσλινγκ τον περίμενε;
Έβγαλε τη σέλλα από το άλογο και το έβαλε στη μάντρα. Ύστερα
πήγε στο σπίτι. Ο Κινέζος μάγειρας είχε τελειώσει το πλύσιμο των
πιάτων και νευρίασε όταν το είδε να μπαίνει μέσα.
"Το βραδινό φαγητό τελείωσε" είπε, "Τι θέλεις;"
"Μόνο καφέ λίγο καφέ".
Η Φαν φάνηκε στη πόρτα της κουζίνας. "Φύγε εσύ Ουίνγκ. Θα βρω εγώ
κάτι γι' αυτόν" είπε.
Μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια του ο Ουίνγκ έφυγε και η Φαν
έβγαλε από το ντουλάπι ψωμί, κρύο μοσχάρι και τυρί.
"Υπάρχουν και μερικές μπριτζόλες" είπε. "Θέλεις;"
"Ναι, ευχαριστώ".
"Έκανες ωραίο περίπατο;" ρώτησε δήθεν αδιάφορα.
"Έχετε αρκετά ζώα, που πρέπει να κατέβουν κάτω" απάντησε αμέσως
αυτός. "Θα έλεγα τριακόσια με πεντακόσια κεφάλια. Μπορεί όμως να
είναι και τα διπλάσια".
"Δεν κατεβάσαμε καθόλου από τότε που πέθανε ο πατέρας".
"Έχετε πάρα πολλά. Οι βοσκότοποι είναι σε καλή κατάσταση γιατί
έβρεξε και χιόνισε πολύ φέτος. Του χρόνου όμως δεν θα είναι το
ίδιο, παρά μόνο αν ξεφορτωθείτε μερικά μεγάλα ζώα".
"Δεν ξέρω αν θα μας αφήσει ο Μπεν Τζάνις".
Της έριξε μια ματιά. "Στο διάολο να πάει".
"Είναι εύκολο να το λέει κανείς. Θα πρέπει να εξασφαλίσουμε
εργάτες. Οι περισσότεροι απ' αυτούς εδώ δεν τολμούν να
εμφανιστούν εκεί όπου μπορεί να τους δει ο σερίφης ή άλλος από
τις αρχές. Θα μαθευόταν ότι μένουν εδώ και το μέρος θα ήταν πια
άχρηστο γι' αυτούς".
"Άκουσες ποτέ το όνομα Μάδερμπη;" την ρώτησε.
"Όχι".
"Για κάποιον που τον έλεγαν Ραμπλ Νουν;"
"Όλοι τον ξέρουν".
Έμειναν για λίγο σιωπηλοί καθώς εκείνος έτρωγε. Του ξαναγέμισε
το φλιτζάνι.
"Φαίνεται ότι έχω ξεχάσει πολλά" είπε. "ΑΗ υπάρχουν πράγματα που
ποτέ δεν τα ήξερα. Έλα στη θέση μου. Δεν ξέρω τι είδους
ανθρώπους ήμουν, ούτε πως πρέπει να αντιδράσω. Ξέρω ότι ορισμένοι
θέλουν να με σκοτώσουν, αλλά δεν ξέρω αν είναι οι αρχές ή οι
παράνομοι. Σκέφτομαι ότι θα έπρεπε να φύγω από δώ και να χαθώ στα
βουνά, ώσπου ν' αποκτήσω ξανά τη μνήμη μου. Να θυμηθώ ποιος
είμαι, τι είμαι, και μετά..."
"Θα μου λείψεις" τον διέκοψε αυθόρμητα.
"Αυτά είναι τα πρώτα καλά λόγια, που μου είπε κανείς, αλλά μην το
σκέφτεσαι", είπε μαλακά ο Νουν. "Κανείς δεν ξέρεθι τι ήμουν, ούτε
τι θα είμαι αν ξαναβρώ τη μνήμη μου. Είμαι ένας κυνηγημένος
άνθρωπος κυνηγημένος από τα φαντάσματα του παρελθόντος μου".
"Τότε πάρε την απόφαση και ξεκίνα από την αρχή" είπε η Φαν. "Δεν
έχει σημασία ποιός ήσουν, πάντοτε μπορείς να γίνεις κάτι άλλο,
άμα το θελήσεις".
"Είναι τόσο απλό; Είναι ένας άνθρωπος ελεύθερος να κάνει ότι
θέλει ή είναι συνάρτηση των εμπειριών του, της παιδείας του και
της κληρονομικότητάς του; Μπορεί να μη ξέρω τι είμαι, αλλά η
σάρκα και τα οστά μου ξέρουν και αντιδρούν με τον τρόπο, που
έχουν μάθει ν' αντιδρούν. Η συνείδησή μου γεννήθηκε πριν από
λίγες μέρες, αλλά οι συνήθειες που έχουν δημιουργηθεί στο σώμα
μου και στους μύες μου δεν έχουν ξεχάσει τίποτα"
"Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ήσουν κακός" είπε εκείνη, σταθερά.
"Μην το λες. Όταν μου επιτέθηκε ο Κίσσλινγκ, ούτε σκέφτηκα
καθόλου. ΑΟ,τι έκανα ξεκινούσε από μέσα μου, από το υποσυνείδητό
μου".
"Και τι θα κάνεις τώρα;"
Ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα και ρούφηξε τον καφέ του. "Ο
Μπεν Τζάνις" είπε ύστερα από λίγο "θα πρέπει να βρίσκεται στο
δρόμο. Κι αν με κυνηγάει, θα πρέπει να τον σκοτώσω ή να σκοτωθώ.
Λένε ότι είναι ειδικός και εγώ δεν ξέρω αν μπορώ να πυροβολήσω
έστω ίσια".
Σηκώθηκε. "Νομίζω ότι θα φύγω για λίγο διάστημα" είπε πάλι
σκεφτικά. "Θα προσπαθήσω να μάθω κάτι για το άτομό μου - ποιός
είμαι και τι είμαι. Κι αν αξίζω κάτι, θα επιστρέψω".
"Πολύ θα το ήθελα".
Μίλησαν λίγο για διάφορα πράγματα και ύστερα εκείνος ζήτησε
συγγνώμη και βγήκε έξω. Η νύχτα ήταν ήρεμη και δροσερή. Στάθηκε
ακίνητος ακούγοντας τους θορύβους κι ανασαίνοντας βαθιά τον
καθαρό αέρα. Μέσα του όμως ήταν ταραγμένος. Τα ίδια πάντοτε
ερωτηματικά τον κατέτρωγαν: Ποιος ήταν; Τι ήταν;
Ένιωθε ότι ταίριαζε με την Φαν Ντάβιτζ, έτσι απλά, φυσιολογικά.
Ένιωθε άνετα μαζί της, αλλά ανά πάσα στιγμή μπορούσε ολόκληρη η
ζωή του να ανατραπεί.
Αν ήταν δολοφόνος και είχε αποδράσει; Αν τον καταζητούσαν οι
αρχές για κάποιο έγκλημα;
Ποιος ήταν ο Μάδερμπη; Ποιος ήταν ο "άνθρωπος, που ήταν ο
καλύτερος για τη δουλειά;" Ποιός ήταν ο Ραμπλ Νουν; Ο Ντην
Καλλαίην;
Έπρεπε να πάει στο Ελ Πάσο. Πρώτα όμως έπρεπε να ξαναπάει στην
παράγκα, στα βουνά, να ψάξει να βρει κάποιο στοιχείο για τον
Ραμπλ Νουν και να βρει και τον άλλο δρόμο, που έβγαινε από την
περιοχή. Ύστερα θα πήγαινε στο Ελ Πάσο.
Αν θα ζούσε μέχρι τότε...
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6.
Τα τελευταία αστέρια φαίνονταν ακόμη στον ουρανό, όταν
γλίστρησε από το κρεβάτι του και ντύθηκε. Βγαίνοντας έξω άκουσε
ανάλαφρα βήματα να τον πλησιάζουν. Ήταν ο Χέννεκερ. Ο γέρος τον
κοίταξε σκυθρωπός. "Φεύγεις;" ρώτησε
"Ναι".
"Και με κείνην τι θα γίνει;"
Προσπάθησε να μην αλλάξει ο τόνος της φωνής του. "Μου είπες ότι
δεν ήταν για μένα". Και πρόσθεσε "Το σκέφτηκα. Ίσως να Αχεις
δίκιο".
"Δεν εννοώ αυτό" είπε ο γέρος ανυπόμονα "εννοώ τον Μπεν Τζάνις.
Αυτή δεν ήταν η δουλειά σου;"
Ο Τζόνας απόρησε, αλλά δεν έδειξε πάλι τίποτα. Υπήρχε τώρα κάτι,
που δεν καταλάβαινε.
Ο Χέννεκερ μιλούσε με κάποια ανυπομονησία, αλλά χαμηλόφωνα.
"Ο Αρτς δεν ξέρει τίποτα, αλλά ο γέρος μου μίλησε πριν πεθάνει.
Του είπα ότι είσαι μοναδικός γι' αυτή τη δουλειά. Ήξερε βέβαια
για σένα και το μελετούσε. Πιστεύω ότι το καταλάβαινε όταν έφευγε
ότι δεν επρόκειτο να ξαναγυρίσει, γι' αυτό έπρεπε ν' αποφασίσει".
"Δεν έχω ιδέα για ποιο πράγμα μιλάς" απάντησε με αληθινή απορία.
Έκανε ψύχρα και βιαζόταν να φύγει προτού ξυπνήσουν οι άλλοι.
"Εντάξει" είπε ο γέρος για να τον δοκιμάσει. "Δεν ξέρεις τίποτα.
Και μένα αν με ρωτήσει κανείς δεν ξέρω τίποτα, αλλά ο μόνος
τρόπος για να έχει μια αξιοπρεπή ζωή αυτό το κορίτσι, είναι
να κάνεις τη δουλειά για την οποία πληρώθηκες".
"Και για ποια δουλειά πληρώθηκα;" Στα μάτια του πετάχτηκε μια
λάμψη.
Ο Χέννεκερ γκρίνιαξε. "Σου είπα. Ο Ντάβιτζ μου είχε μιλήσει.
Τέσσερις άνδρες γι' αυτό πληρώθηκες. Τέσσερις άνδρες που πρέπει
να βγάλεις από τη μέση. Πληρώθηκες για τον Νταίηβ Τσέρρυ, τον
Τζων Λανγκ, τον Κρίστομπαλ και τον Μπεν Τζάνις".
"Γιατί δεν συμπεριλαμβάνεται ο Κίσσλινγκ;"
"Δεν ήταν τότε εδώ. Εξ άλλου δεν είναι και τίποτα σπουδαίο. Μπορώ
να τον κάνω καλά και μόνος μου αυτόν..."
"Εσύ;"
Ο Χένεκερ τον κοίταξε κατάματα. "Εγώ δεν έκανα ποτέ αυτή τη
δουλειά επαγγελματικά, μόνο συμπτωματικά, από χόμπυ. Ωστόσο δεν
νομίζω ότι θα μπορούσα να τα βγάλω πέρα με τον Μπεν Τζάνις, ούτε
κι αν ήμουν νέος. Ίσως ο Ουες Χαρντιμ να τα κατάφερνε".
"Εγώ... νομίζεις ότι μπορώ;"
Ο Χέννεκερ ανασήκωσε τους ώμους του. "Πήρες όμως τα λεφτα" είπε
ψυχρά. Κάνε το όπως νομίζεις. Όποτε νομίζεις... αλλά ο καιρός
περνάει".
Ο Τζόνας ανέβηκε στ' άλογο και πήρε τα χαλινάρια. "Θα επιστρέψω"
είπε.
Πίσω του άκουσε το χτύπημα μιας πόρτας και τη σκληρή φωνή του
Τζων Λανγκ. "Ποιος ήταν;"
"Ο ξένος" απάντησε ο Χέννεκερ. "Πάει να μετρήσει πόσα ζώα
μπορούμε να κατεβάσουμε για πούλημα".
Ο Τζόνας σταμάτησε κι άκουγε. "Άστον να λέει, ούτε που θα
προλάβει να περάσει από την πόρτα του ράντσου. Τον περιμένει εκεί
ο Κίσσλινγκ", είπε σαρκαστικά ο Λανγκ.
Μόλις ο Τζόνας απομακρύνθηκε από το σπίτι άρχισε να καλπάζει με
τ' άλογο. Αυτή τη φορά το ταξίδι μέχρι την παράγκα, του πήρε πολύ
λιγότερο χρόνο, παρά τις επιπλέον προφυλάξεις, που έπαιρνε. Μόλις
έφτασε εκεί πήρε ένα δρεπάνι, έκοψε χορτάρι για το άλογό του και
το έβαλε να φάει.
Αυτοί που είχαν κτίσει την παράγκα, φαινόταν καθαρά ότι είχαν
σκεφτεί τα πάντα και ήταν βέβαιος ότι θα είχαν σκεφτεί και για
ένα δρόμο, που να βγάζει από την κοιλάδα. Το μεγαλύτερο μέρος της
οικοδομής ήταν παλιό. Το τμήμα κάτω από το βράχο ήταν το
παλιότερο απ' όλα. Ήθελε να δει τι υπήρχε πίσω από την παράγκα,
πέρα από το βράχο πάνω στον οποίο ήταν χτισμένη.
Σκαρφάλωσε στην κορυφή του βράχουν και περπάτησε μέχρι την άκρη.
Σταμάτησε τόσο απότομα, που κόντεψε να πέσει. Ο βράχος κοβόταν
κατακόρυφα αρκετά μέτρα κάτω σαν με μαχαίρι. Πέρα μακριά φαινόταν
ένα αχνό μονοπάτι που έδειχνε να οδηγεί στο βράχο πάνω στον οποίο
τώρα στεκόταν.
Αν όμως κι αυτό το μονοπάτι σταματούσε μπροστά στο γκρεμό; Μήπως
υπήρχε κάποιος δρόμος ανάμεσα στο βράχο; Ο βράχος πάντως ήταν
τόσο απότομος, που αν προχωρούσε κινδύνευε να γκρεμιστεί.
Γύρισε στην παράγκα υπολογίζοντας την απόσταση. Προφανώς το πίσω
μέρος του σπιτιού έπρεπε να βρίσκεται λίγα μέτρα από το γκρεμό.
Μήπως υπήρχε ένα απάνεμο κοίλωμα εκεί, προτού χτιστεί το σπίτι;
Υπήρχαν πολλά "παράθυρα" όπως τα έλεγαν στη Γιούτα, το Νέο Μεξικό
και την Αριζόνα, όπως επίσης και στο Κολοράντο.
Κοίταξε αργά και προσεκτικά το εσωτερικό του σπιτιού. Την
προηγούμενη φορά είχε ρίξει μια βιαστική ματιά γύρω του. Είχε
καθήσει στην πολυθρόνα μπροστά στο γραφείο, αλλά δεν είχε
κοιτάξει τα βιβλία, ούτε περιεργάστηκε τα όπλα, δεν άνοιξε τις
κλειστές πόρτες των ντουλαπιών.
Τώρα τις άνοιξε και είδε να κρέμονται μέσα καμιά δεκαριά
κοστούμια πολλά τζην, διαφόρων ειδών μπότες και μια ντουζίνα
καπέλα. Αυτός που έμενε σ' αυτή τη παράγκα φαίνεται ότι του άρεσε
ν' αλλάζει κατά καιρούς το στυλ της εμφάνισής του. Ξαφνικά
παρατήρησε κάτι στο δάπεδο... άμμος.
Από τις μπότες;
Παραμερίζοντας τα ρούχα είδε ένα μικρό πορτάκι, ύψους ενάμισυ
μέτρου και πλάτους ενός.
Άνοιξε την πόρτα και ένιωσε ένα δροσερό αεράκι να του χαϊδεύει
τα μάγουλα. Προχώρησε λίγο και διαπίστωσε ότι βρισκόταν μέσα σε
μια σπηλιά. Σε απόσταση δέκα περίπου μέτρων είδε μια τρύπα, απ'
όπου φαινόταν ο ουρανός.
Προχώρησε μέσα από το άνοιγμα και παρατήρησε ότι στη μια πλευρά
της σπηλιάς βρισκόταν ένα βίντσι και σχοινιά, που κρέμονταν σε
μια τρύπα. Έσκυψε και είδε κάτω.
Ήταν μια ρωγμή στο γκρεμό, σαν φεγγίτης, και το πλάτος της
διέφερε από πάνω προς τα κάτω. Στο πάτο έφτανε τα τρία μέτρα, ενώ
επάνω δεν ξεπερνούσε το ένα μέτρο. Μέσα εκεί κρεμόταν μια εξέδρα,
εβδομήντα περίπου τετραγωνικών εκατοστών, που ανεβοκατέβαινε με
τα σχοινιά.
Από δω λοιπόν, μπορούσε ν' ανέβει κανείς στην παράγκα. Μετά
σήκωνε την εξέδρα και δεν υπήρχε τρόπος ν' ανέβει κανένας άλλος.
Ακόμα κι αν ήξερε την ύπαρξη της. Πιο καλός κρυψώνας, αλήθεια,
δεν μπορούσε να βρεθεί πουθενά.
Και με το άλογο τι γινόταν;
Απ' ότι φανταζόταν, ο Τζόνας, ο άνθρωπος που ζούσε εκεί θα είχε
σίγουρα άλογα. Και κει πάνω και στην κοιλάδα κάτω. Πάντως δεν
υπήρχαν σημάδια ότι είχε χρησιμοποιήσει ποτέ το μονοπάτι προς το
κτήμα Ράφτερ Ντη που ο ίδιος είχε βρει πριν από λίγο, από απλή
σύμπτωση.
Κάθησε κάτω για να σκεφτεί. Σιγά-σιγά ξανάφερε στη μνήμη του τη
συζήτησε με τον Χέννεκερ.
Ο γέρος σίγουρα τον είχε πάρει για κάποιον άλλο. Μήπως όμως δεν
είχε κάνει λάθος; Μήπως ήταν πληρωμένος δολοφόνος, που τον είχε
προσλάβει ο Τομ Ντάβιτζ, για να το απαλλάξει από τους
παρείσακτους, που είχαν εγκατασταθεί στο κτήμα του;
Αν υποθέσουμε, είπε μέσα του, αν μονάχα υποθέσουμε... ότι ήταν
πράγματι ο Ραμπλ Νουν; Κι αν το γεγονός ότι είχε βρει το μονοπάτι
δεν ήταν τυχαίο; Αν είχε οδηγηθεί εκεί από κάποια υπολανθάνουσα
μνήμη;
Σηκώθηκε απότομα και βγάζοντας το στενό σακάκι του, άνοιξε το
ντουλάπι και πήρε ένα από τα σακκάκια, που βρίσκονταν εκεί. Ένα
σακκάκι περιπάτου ραμμένο θαυμάσια. Το φόρεσε... του ερχόταν
ίσα-ίσα!
Τα ρούχα συνεπώς ήταν δικά του. Άρα και το σπίτι ήταν δικό του.
Είχε το συμβόλαιο στη τσέπη του. Αλλά προφανώς στο σπίτι ζούσε ο
Ραμπλ Νουν και προτού γίνει το έγγραφο... Ήταν φανερό ότι του
είχε δοθεί ως μέρος της πληρωμής για τη δουλειά που έπρεπε να
κάνει ή ήταν ένα επιπλέον δώρο.
Μπορούμε να υποθέσουμε, σκέφτηκε ο Τζόνας, ότι ο Τομ Ντάβιτς ήταν
ο "ιδιοκτήτης ζώων από την Νεμπράσκα" που τον είχε αρχικά
προσλάβει; Όχι... η αναφορά του Πίνκερτον έλεγε, ότι ο
ιδιοκτήτης ζώων ήταν φίλος του Τομ Ντάβιτζ.
Ο Ντάβιτζ είχε επιτρέψει σε παράνομους να μείνουν στο κτήμα του,
γιατί όχι και στον Ραμπλ Νουν;
Τέσσερις άνδρες... Είχε πάρει λεφτά για να σκοτώσει τέσσερις
άνδρες.
Σηκώθηκε πήγε πάλι στο παράθυρο και κοίταξε έξω. Οι ακτίνες του
ήλιοι έπεφταν ανάμεσα στα πεύκα και οι πλαγιές της οροσειράς ήταν
πανέμορφες. ΣΑ αυτό το μέρος υπήρχε μόνο ο αέρας και πότε-πότε η
βροχή, το χιόνι και το κρύο. Οι αλλαγές γίνονταν πολύ αργά. Ένας
βράχος έπεφτε, ένα δέντρο μεγάλωνε μια ρίζα απλωνόταν πιο βαθιά
στη γη. Εδώ υπήρχε ένα μόνο πρόβλημα της μοναξιάς. Εκεί κάτω στις
κοιλάδες, όπου κυκλοφορούσαν άνθρωποι υπήρχαν πολλά προβλήματα,
τα προβλήματα της ζωής.
Πλησίασε τα ράφια με τα βιβλία και διάβασε τους τίτλους: Δοκίμιο
του Λοκ "Περί ανθρώπινης κατανόησης", "Περί ελευθερίας" του Μιλλ,
"Νομικά σχόλια" του Μπλακστόουν και δεκάδες άλλα. Μπορούσε αυτός
ο άνθρωπος, που διάβαζε τέτοια βιβλία να είναι πληρωμένος
δολοφόνος; Κι αν ήταν έτσι, τι του είχε συμβεί;
Η έκθεσηκ του Πίνκερτον αναφερόταν γενικά σε έξη χρόνια της ζωής
του Προηγούμενα όμως; Πότε είχε φτάσει σ' εκείνη την πόλη του
Μισσούρι και πήγε να δουλέψει θεριστής; Ήταν μυστήριο για τους
άλλους, όπως και για τον ίδιο.
Ο Μπεν Τζάνις τώρα... Ο Μπεν είχε προσπαθήσει να τον σκοτώσει και
κείνος είχε πληρωθεί για να σκοτώσει τον Μπεν. Δεν ένιωθε όμως
τώρα καμιά επιθυμία να τον σκοτώσει, ούτε αυτόν, ούτε
οποιονδήποτε άλλο.
Μήπως αυτός ήταν ο λόγος, που είχε προσπαθήσει ο Μπεν Τζάνις να
τον σκοτώσει; Επειδή ήξερε δηλαδή ότι ήταν καταζητούμενος; ΑΗ
μήπως εκείνος είχε προσπαθήσει να σκοτώσει τον Μπεν Τζάνις,
απέτυχε και τον είχε πυροβολήσει ο Μπεν;
Ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Έπρεπε να γυρίσει πίσω και να ψάξει
να βρει το παρελθόν του. Θα μπορούσε να πάει στο Ελ Πάσο. Είχε τη
διεύθυνση του Ντην Καλλαίην.
Πήγε ξανά στο ντουλάπι κι έψαξε προσεκτικά τις τσέπες των ρούχων.
Δεν υπήρχαν ούτε χαρτιά, ούτε γράμματα, ούτε διευθύνσεις...
τίποτα.
Έψαξε το γραφείο. Δεν βρήκε ούτε κι εκεί τίποτα. Υπήρχε μια
αρκετά μεγάλη ποσότητα χαρτιού, πέννες κι ένα λογιστικό βιβλίο,
όπου ήταν γραμμένοι διάφοροι αριθμοί-προφανώς χρημάτων αλλά δεν
του έλεγαν τίποτα.
Ξαφνικά θυμήθηκε τον καθρέφτη... δεν είχε δει τον εαυτό του από
τότε που είχε γίνει "Τζόνας" και δεν ήξερε την όψη του.
Το πρόσωπο που είδε στον καθρέφτη του ήταν εντελώς ξένο. Ήταν
ένα μάλλον τριγωνικό πρόσωπο, με προτεταμένα μήλα και δυνατό
σαγόνι. Ήταν αρκετά ωραίο πρόσωπο στην τραχύτητά του. Το κοίταξε
προσεκτικά, αλλά δεν του θύμιζε κι αυτό τίποτα... κανέναν.
Το βλέμμα του σταμάτησε στον επίδεσμο, που είχε στο κεφάλι και
σκέφτηκε ότι έπρεπε να τον αλλάξει. Τον έβγαλε σιγά-σιγά και μετά
άναψε φωτιά. Έβαλε νερό να ζεσταθεί και έπλυνε το τραύμα του.
Ξαναπήγε στον καθρέφτη. Υπήρχε μια παλιά ουλή, από δυνατό κτύπημα
στο κεφάλι. Το καινούργιο τραύμα ήταν σε μια γωνιά της παλιάς του
ουλής.
Έψαξε και βρήκε ένα ντουλαπάκι με φαρμακευτικά είδη. Πήρε ένα
επίδεσμο και έδεσε ξανά το τραύμα. Η πληγή έθρεφε γρήγορα και
σύντομα δεν θα χρειαζόταν επίδεσμο. Ο επίδεσμος τραβάει πάντοτε
την προσοχή και έλπιζε να τον έχει βγάλει προτού φτάσει στο Ελ
Πάσο.
Βρήκε ένα σάκκο στο ντουλάπι κι έβαλε μέσα ένα κοστούμι, αρκετά
πουκάμισα και μερικά άλλα χρήσιμα είδη. Ύστερα πήγε στο σταύλο
έβγαλε τη σέλλα από το άλογο, το έλυσε και το άφησε ελεύθερο.
Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη, ψαλλίδισε λίγο τη γενειάδα του και
ύστερα κάθησε και γυάλισε τι μπότες, που φορούσε. Θυμήθηκε κάτι
που έλεγαν παλιά. "Αν θέλεις οι αρχές να σ' αφήνουν ήσυχο,
περιποιήσου τα γένεια σου και γυάλιζε τις μπότες σου". Υπήρχε μια
αλήθεια σ' αυτό.
Ύστερα μπήκε στο ντουλάπι, έκλεισε την πόρτα πίσω του και
προχώρησε προς το άνοιγμα της σπηλιάς. Η εξέδρα ήταν κρυμμένη από
κάποιον ειδικό και μπορούσε να σηκώσει βάρος πολλαπλάσιο από το
δικό του. Πήρε το σάκκο και κατέβηκε αργά-αργά με την εξέδρα.
Κάποτε οι άνθρωποι είχαν σκαρφαλώσει τουλάχιστον τη μισή
απόσταση... υπήρχαν κάτι σκαλοπάτια, που τώρα πια είχαν
εξαφανιστεί. Σταμάτησε σε μιά εσοχή που έδειχνε να είναι το
άνοιγμα μιας σπηλιάς. Σκέφτηκε ότι κάποια άλλη φορά θα πήγαινε να
ψάξει κι αυτή τη σπηλιά.
Όταν έφτασε κάτω, στάθηκε λίγο για ν' ακούσει τυχόν θορύβους.
Δεν άκουσε τίποτα και βγήκε. Βρισκόταν σε μια μεγάλη ευρύχωρη
σπηλιά. Μπροστά του ήταν ένας πεσμένος βράχος. Τον πέρασε εύκολα
και πήρε ένα διαγώνιο δρομάκι που τον έβγαλε σ' ένα απότομο
γκρεμό ύψους πέντε περίπου μέτρων. Κοίταξε γύρω του και είδε ένα
χαρακωμένο μπαστούνι χωμένο σε μια ρωγμή. Το Αβγαλε από κει και
κατέβηκε στηριζόμενος σ' αυτό. Ύστερα το έκρυψε μέσα στους
θάμνους. Από κάτω δεν φαινόταν το δρομάκι.
Κοίταξε γύρω του προσεκτικά. Είδε ένα μονοπάτι, αρχαίο απ' ότι
έδειχνε, που οδηγούσε κατά μήκος του βράχου και έκοβε προς τα
κάτω την πλαγιά. Δεν υπήρχαν ίχνη στο μονοπάτι.
Περπατούσε αργά, πατώντας πάνω στους βράχους, για ν' αποφεύγει ν'
αφήνει σημάδια περάσματος. Ξαφνικά σταμάτησε. Πίσω από ένα βράχο
είδε μια παράγκα φτιαγμένη από ακατέργαστη πέτρα. Είχε μπροστά
μια μάντρα περιφραγμένη με πασσάλους, μερικές κότες και
γαλοπούλες. Μέσα στη μάντρα υπήρχαν πολλά άλογα και τρεις
αγελάδες.
Προχώρησε προς το σπιτάκι λίγο ανήσυχος. Ένας γέρος Μεξικάνος
βγήκε από μέσα και προχώρησε προς τη μάντρα. ΜΑ ένα λάσσο που
κρατούσε έπιασε ένα άλογο και το Αβγαλε έξω.
Μίλησε στον Μεξικάνο, που μόλις κούνησε το χέρι του. Μετά τον
είδε να μπαίνει στο σπίτι απ' όπου βγήκε με μια σέλλα και όλα τα
υπόλοιπα εξαρτήματα.
Μέσα του ήταν σχεδόν βέβαιος τώρα πως ήταν ο Ραμπλ Νουν. "Πέρασε
κανείς από δω;" ρώτησε τον Μεξικάνο.
Ο Μεξικάνος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. Το βλέμμα τους
σταμάτησε στον επίδεσμο που είχε στο κεφάλι και που μόλις
φαινόταν κάτω από το καπέλο, αλλά δεν είπε τίποτα. Ήταν ένας
γεροδεμένος, μυώδης άνδρας, με τρομαγμένο όμως πρόσωπο.
Ο Νουν άγγιξε τον επίδεσμο "Μια γρατζουνιά" είπε "ήμουν τυχερός".
Ο Μεξικάνος ανασήκωσε τους ώμους του, μετά έκανε μια χειρονομία
προς το σπίτι και τη χαρακτηριστική κίνηση του φαγητού. Όταν
άνοιξε το στόμα του, ο Ραμπλ Νουν είδε ότι δεν είχε γλώσσα.
Ο Νουν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και υποθέτοντας ότι η σέλλα
ήταν γι' αυτόν προχώρησε και την πήρε. Το άλογο τον πλησίασε
ήρεμα. Φαινόταν να τον γνωρίζει.
"Θα γυρίσω σε καμιά βδομάδα" είπε και ο Μεξικάνος κούνησε το
κεφάλι του καταφατικά.
Το μονοπάτι οδηγούσε νοτιοανατολικά. Ύστερα από λίγο συνάντησε
μερικά ίχνη που φαίνονταν να έχουν γίνει πριν από πολλές μέρες.
Ύστερα από καμιά ώρα περίπου είδε σε κάποια απόσταση κάτι να
γυαλίζει... Ήταν οι σιδηροδρομικές γραμμές.
Συνέχισε το δρόμο του στο μονοπάτι και ξαφνικά συνειδητοποίησε
ότι ήταν παράλληλο προς τις γραμμές σε απόσταση ενός χιλιομέτρου
περίπου. Υπήρχαν βράχοι και θάμνοι σ' εκείνο το σημείο, αλλά ο
χώρος πίσω τους ήταν χτυπημένος από οπλές αλόγων ή από οπλές ενός
αλόγου, που είχε περάσει πολλές φορές από κεί. Ήταν ένα
εξαιρετικό παρατηρητήριο, απ' όπου κάποιος μπορούσε να περιμένει
εκεί χωρίς να τον βλέπουν και να παρακολουθεί το τραίνο και το
σταθμό.
Ο σταθμός ήταν απλώς ένα βαγόνι χωρίς ρόδες και ένα σήμα για να
σταματούν τα τρένα.
Έπειτα από παρακολούθηση αρκετών λεπτών, κατέληξε στο ότι το
μέρος ήταν έρημο και πήρε πάλι το μονοπάτι που σταματούσε ανάμεσα
σε κάτι ογκόλιθους, όπου συναντιόταν με πολλά άλλα μονοπάτια και
μετά συνεχιζόταν προς τις γραμμές και το σταθμό.
Η πόρτα του βαγονιού-σταθμού ήταν κλειστή. Την άνοιξε και μπήκε.
Είχε ένα μέρος όπου μπορούσε κανείς να μαγειρέψει, ένα κρεβάτι,
ένα κιβώτιο με ξύλα, μια σόμπα και μερικά παλιά περιοδικά. Βγήκε
έξω, σήκωσε το σήμα στάθμευσης του τρένου και κάθησε να
περιμένει.
Ένα χαρτί κολλημένο έγραφε τα ωράρια των τρένων. Ένα φορτηγό
επρόκειτο να περάσει σε δυο ώρες περίπου.
Όλα ήταν ήρεμα. Άκουσε το κελάιδισμα ενός πουλιού κι ύστερα
τίποτα.
Κοίταξε τα βουνά μακριά.
Πολύ σύντομα θα μάθαινε. Κάπου έπρεπε να βρει την άκρη. Αν ήταν
τώρα ο Ραμπλ Νουν, θα ήταν από πάντα ή ήταν κάποιος άλλος
προηγουμένως; Τι ήταν; Ποιος ήταν;
Άκουσε το τραίνο που πλησίαζε από μακριά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7.
Το τρένο σφύριξε, έκοψε ταχύτητα, σφύριξε πάλι και
σταμάτησε. Ο οδηγός και ο μηχανικός, που έπαιζε και ρόλο ελεγκτή,
στεκόταν στη σκάλα. Η ατμομηχανή έσερνε δυο βαγόνια για
εμπορεύματα, τρία για μεταφορά ζώων κι ένα μικρό βαγόνι-καμπίνα
για τον οδηγό και τον μηχανικό.
"Ανέβα γρήγορα", φώναξε ο μηχανικός στον Νουν. "Δεν έχουμε καιρό.
Έχουμε αργήσει".
"Και με το άλογό μου, τι θα γίνει;"
Ο οδηγός έριξε μια ματιά στο άλογο, έδειξε ένα άδειο βαγόνι και
του είπε ανυπόμονα: Εμπρός ανέβασέ το, δεν έχουμε καιρό για
χάσιμο".
Μέσα σε λίγα λεπτά είχαν φορτώσει το άλογο και είχαν ξεκινήσει. Ο
μηχανικός μέσα στο μικρό βαγόνι, πήρε το μπρίκι από τη φωτιά, το
έδειξε του Νουν και είπε: "Τι λες για λίγο καφέ;"
"Βέβαια, βάλε", είπε ο Νουν.
Ο σιδηροδρομικός του έδωσε ένα φλιτζάνι. Ο καφές ήταν ζεστός και
δυνατός.
"Δεν μπορώ να σε καταλάβω" είπε ο μηχανικός. "Έχω κάνει αυτή τη
διαδρομή καμιά πενηνταριά φορές, ίσως και περισσότερες και κανείς
δεν ανεβαίνει απ' αυτόν το σταθμό. Εκτός από σένα φυσικά".
"Είναι ερημική περιοχή".
"Ναι... είναι. Αλλά υπάρχουν κι ένα σωρό άλλες πιο ερημικές
περιοχές, όπου όλο και κάποιος θ' ανέβει εδώ είναι σαν να έχεις
ιδιωτικό σταθμό".
Ο Νουν ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα. "Δεν έχω παράπονο",
είπε. "Με βολεύει να κερδίζω χρόνο".
Ο μηχανικός τελείωσε τον καφέ του και βγήκε. Ο Ραμπλ Νουν άφησε
το φλιτζάνι του και ξάπλωσε στο καναπεδάκι.
Μερικές ώρες αργότερα τον ξύπνησε ο μηχανικός. "Πεινάς; Θα
κάνουμε σταθμό εδώ κοντά. Έχουν πολύ καλο φαγητό".
"Ευχαριστώ".
Είχε νυχτώσει για τα καλά. Άκουσε το μακρόσυρτο σφύριγμα του
τρένου και κοιτάζοντας μπροστά του είδε το φως της ατμομηχανής να
σχίζει το σκοτάδι σαν δάχτυλο. Πίσω του γυάλιζε το κόκκινο φως τη
φωτιάς. Το τρένο σφύριξε άλλη μια φορά παρατεταμένα.
Στάθηκε στο παράθυρο κοιτάζοντας μέσα στη νύχτα. Ύστερα από λίγο
φάνηκαν τα φώτα μιας αρκετά μεγάλης πόλης. Έβγαλε το ρολόι του
και κοίταξε την ώρα. Ήταν έντεκα.
Το τρένο σταμάτησε. "Θα ξεκινήσουμε σε είκοσι λεπτά περίπου" είπε
ο μηχανικός "Μην απομακρυνθείς πολύ".
Ο Νουν κατέβηκε από το τρένο πίσω από τον μηχανικό και τον
ακολούθησε στο εστιατόριο του σταθμού. ΣΑ ένα μεγάλο τραπέζι
κάθονταν πολλοί άνδρες κι έτρωγαν. Δυο απ' αυτούς που έμοιαζαν να
είναι καουμπόυς, στέκονταν στο μπαρ κι έπιναν μπύρα.
Καθώς έμπαιναν στη σάλα ο μηχανικός με τον Νουν, οι δύο τύποι
γύρισαν και τους κοίταξαν. Ο ένας κάτι ψιθύρισε στο αυτί του
άλλου κι εκείνος γύρισε και τους ξανακοίταξε με περιέργεια.
Ο Ραμπλ Νουν κάθησε, παρήγγειλε ένα κομμάτι κρέας με πατάτες κι
όταν της το σέρβιραν άρχισε να τρώει. Ανακάλυψε ότι ήταν πολύ
πεινασμένος.
Ο μηχανικός του μίλησε με μπουκωμένο στόμα. "Δεν σε ξέρω κύριε,
αλλά μου φαίνεται ότι είσαι μπλεγμένος σε φασαρίες".
Ο Νουν τον άκουσε, αλλά δεν σήκωσε το βλέμμα του. "Εντάξει" είπε.
Κι ύστερα πρόσθεσε: "Μείνε απ' έξω. Θα το αντιμετωπίσω μόνος
μου".
"Είναι δυο" διαμαρτυρήθηκε ο μηχανικός "και έχω καιρό να τσακωθώ
για τα γερά".
"Λοιπόν" είπε ο Νουν "αν χρησιμοποιήσουν τις γροθιές τους
εντάξει. Άν όμως βγάλουν πιστόλια, άσε τους σε μένα".
Άκουγε τη χαμηλόφωνη συζήτηση των δύο ανδρών στο μπαρ. Ο ένας
διαμαρτυρόταν στον άλλον, αλλά ο πρώτος δεν καταλάβαινε τίποτα.
Ξαφνικά μίλησε δυνατά" Εϊ εσύ εκεί! Με το μπλε σακάκι! Σε ξέρω
από κάπου;"
"Ίσως" είπε ο Νουν ήρεμα. "Είχα πάει κάπου".
Ο τύπος ήταν αρκετά μεθυσμένος για να μην καταλάβει την ειρωνία.
"Πού είχες πάει;" ρώτησε.
"Εκεί", είπε ευγενικά ο Νουν.
Για μια στιγμή έγινε σιωπή, αλλά αμέσως ακούστηκε το κοροϊδευτικό
γέλιο κάποιου που κατάλαβε την πλάκα. Ο τύπος στο μπαρ
εκνευρίστηκε. "Σε ξέρω από κάπου" επέμεινε.
"Δεν νομίζω ότι με ξέρεις" είπε ο Νουν κοφτά. Τελείωσε το καφέ
του και σηκώθηκε. "Αν με ήξερες θα κρατούσες το στόμα σου
κλειστό", είπε και κατευθύνθηκε προς την έξοδο.
Βγήκε έξω κι ο μηχανικός τον ακολούθησε, κοιτάζοντας πάνω από τον
ώμο του. "Νομίζω ότι θα έρθουν έξω" είπε. "Δεν θα τ' αφήσουν
έτσι".
"Ας ανέβουμε στο τρένο", είπε ο Νουν ήρεμα.
"Φοβάσαι;"
Ο Ραμπλ Νουν γύρισε απότομα το κεφάλι του και κοίταξε τον
μηχανικό. "Όχι, δεν φοβάμαι, αλλά έχω αρκετό μυαλό, για να μην
μπλέξω με δύο μισομεθυσμένους καουμπόυς χωρίς λόγο", είπε.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή το τρένο σφύριξε.
Ο Ραμπλ Νουν προχώρησε, πιάστηκε από το καγκέλο κι ανέβηκε στο
σκαλοπάτι. Οι δυο καουμπόυς είχαν βγει από το εστιατόριο και τον
κοίταζαν. Ο μηχανικός δίστασε για λίγο, αλλά γρήγορα ανέβηκε κι
αυτός κάνοντας ένα βιαστικό σήμα με το φανάρι του.
Ένας από τους καουμπόυς άρχισε να τρέχει πίσω τους. "Εϊ εσείς;
Δεν μπορείτε να φύγετε έτσι! Είστε-"
Ο Ραμπλ Νουν μπήκε μέσα κι ο μηχανικός τον ακολούθησε σκυθρωπός.
Τελικά αποφάσισε την ερώτηση: "Τι εννοούσες όταν έλεγες ότι, αν
σε ήξερε θα κρατούσε το στόμα του κλειστό;"
"Κουβέντες", απάντησε αόριστα ο Νουν.
"Το σκέφτηκα κι εγώ" είπε ο μηχανικός, αλλά δεν ήταν πολύ βέβαιος
γι' αυτό και συνέχισε να κοιτάζει τον Νουν περίεργα. "Δεν
καταλαβαίνω", είπε στο τέλος. "Υπάρχει κάτι εδώ, που δεν το
"πιάνω".
"Ξέχασέ το" είπε ο Νουν και ξάπλωσε. "Ξύπνησέ με σε παρακαλώ πριν
φτάσουμε στο Ελ Πάσο".
"Θα έχει ξημερώσει ως τότε". Ο μηχανικός δίστασε λίγο και
ξαναρώτησε: "Θα βγεις στο ίδιο μέρος; Στην από δω μεριά της πόλης
εννοώ;"
"Φυσικά" είπε ο Νουν κι έκλεισε τα μάτια του. Άκουσε τον
μηχανικό να φεύγει και μετά από λίγο αποκοιμήθηκε.
Το μέρος όπου τον κατέβασαν ήταν ερημικό και γύρω υπήρχε πυκνή
βλάστηση. Ήταν ένα από τα προάστια της πόλης και πρόσεξε ότι
εκεί κοντά υπήρχε ένα εγκατελειμμένο ράντσο.
Όταν ξεφόρτωσε το άλογό του στάθηκε για λίγο και κοίταζε το
τρένο που έφευγε. Ο μηχανικός τον κοίταζε κάπως απορημένος, αλλά
και ο Νουν ένιωθε μπερδεμένος. Απ' ότι είχε καταλάβει είχε
ξανακάνει κι άλλες φορές αυτό το ταξίδι. Αλλιώς πώς θα τον ήξεραν
τόσο καλά οι σιδηροδρομικοί; Αυτό που δεν ήξεραν ήταν ποια
δουλειά έκανε και γιατί του είχε παραχωρηθεί ένα τέτοιο προνόμιο:
ν' ανεβοκατεβαίνει δηλαδή ελεύθερα στα τρένα. Ίσως μέρος της
δουλειάς του να ήταν ο σιδηρόδρομος, αλλά πάλι δεν μπορούσε να
πει κάτι με βεβαιότητα.
Μπήκε στο ράντσο κι απ' ότι κατάλαβε στη μικρή καλύβα δεν ήταν
κανείς. Είδε ένα πηγάδι κι έναν κουβά. Τον γέμισε νερό ήπιε ο
ίδιος και μετά πότισε το άλογό του.
Η πόρτα της καλύβας ήταν κλειστή, αλλά μόλις την έσπρωξε άνοιξε
αμέσως. Η καλύβα ήταν βουτηγμένη στη σκόνη, αλλά τα πράγματα ήταν
τακτοποιημένα και σε καλή κατάσταση. Υπήρχε ένα κρεβάτι κι ένα
ντουλάπι χωρίς τρόφιμα. Εκεί μέσα ήταν δροσερά και ήρεμα, γιατί η
καλύβα ήταν καλυμμένη από θάμνους. Βγήκε ξανά έξω και πρόσεξε ότι
δυο δεμάτια σανό υπήρχαν κοντά στη μάντρα. Έβαλε λίγο στ' άλογό
του και κείνος κάθησε σε μια σκιά να σταθμίσει την κατάσταση. Θα
ήταν καλύτερα κατέληξε να περιμένει να νυχτώσει και μετά να μπει
στην πόλη.
Καθώς καθόταν εκεί του ήρθε στο νου το περιστατικό με τους δύο
καουμπόυδες στο σταθμό που είχαν σταματήσει. Ο ένας απ' αυτούς,
εκείνος που δεν έπινε, είχε προσπαθήσει ν' αποφύγει τον καυγά.
Αλλά κι όλη του η συμπεριφορά είχε κάτι το περίεργο. Μια περίεργη
επιφυλακτικότητα. Έτσι του είχε φανεί ή πράγματι ο καουμπόυ
προσπαθούσε ν' αποφύγει το μπλέξιμο;
Και βρισκόταν τυχαία εκεί; Ο ένας μόνο είχε κάποιο λόγο να
βρίσκεται εκεί και συναντηθήκαμε με τον άλλον τυχαία ή ο ένας απ'
τους δυο ήταν κατάσκοπος; Μήπως δούλευε για λογαριασμό κάποιου
και καθόταν εκεί για να παρακολουθεί την κίνηση και τώρα να
ειδοποιήσει τ' αφεντικό του ότι ο Νουν πήγαινε προς το Ελ Πάσο;
Φανταζόταν διάφορα πράγματα επειδή δεν ήξερε τίποτα. Κι επειδή
δεν ήξερε τίποτα παντού έβλεπε ύποπτες κινήσεις.
Η στάση του ενός όμως, ο τρόπος δηλαδή με τον οποίο τον είχε
κοιτάξει δεν του έφευγε απ' το μυαλό. Αυτός ο άνθρωπος σίγουρα
ήξερε ποιον κοίταζε, αλλά σίγουρα δεν ήθελε να τραβήξει την
προσοχή του.
Ας υποθέσουμε ότι κάποιος στο Ελ Πάσο ανακάλυψε ότι ο Ραμπλ Νουν
έφθασε στην πόλη. Ας υποθέσουμε ότι κάποιος έστειλε έναν άντρα να
ψάξει γι' αυτόν σε κάποιο λογικό μέρος, όπως το εστιατόριο και το
μπαρ, όπου σταματούν οι επιβάτες των τραίνων.
Αυτός που θα ήθελε μια τέτοια πληροφορία για δυο λόγους θα το
έκανε. ΑΗ θα ήθελε να του αναθέσει κάποια δουλεία ή να τον
σκοτώσει... Κάποιος, που για τον ένα ή τον άλλο λόγο, τον
μισούσε.
Αν ήξεραν αυτόν τον δρόμο της πόλης, θα ήξεραν επίσης και αυτό το
ράντσο. Θα μπορούσε ακόμα αυτή τη στιγμή να βρίσκεται σε παγίδα.
Κάθισε ακίνητος με το καπέλο του χαμηλωμένο ως τα μάτια. Έψαχνε
πιθανά μέρη για να κρυφτεί.
Μέσα στο δάσος και πιο πέρα... ίσως. Ήταν όμως πολύ δύσκολο να
φτάσει ως εκεί και περισσότερο δύσκολο να ξαναβγεί. Κάτω απ' τους
θάμνους; Τα μάτια του έπεσαν σε κείνο το σημείο και ξαφνικά όλες
του οι αισθήσεις τέθηκαν σε ετοιμότητα. Ήταν μια έκτη αίσθηση
που τον προειδοποιούσε για κάτι; ΑΗ ήταν μόνο η φαντασία του, που
τον έκανε καχύποπτο και νόμιζε ότι τον περίεβαλαν κίνδυνοι;
Μήπως τον περίμεναν να κινηθεί; Αλλά γιατί;Άν ήθελαν να τον
σκοτώσουν γιατί δεν είχαν προσπαθήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή;
Ξανάφερε στο νου του όλες του τις κινήσεις. Θυμήθηκε ότι είχε
φτάσει εκεί καλύμμένος κάτω από τα δέντρα και τους θάμνους. Άρα
δεν είχε δώσει στόχο. Σε ανοικτή περιοχή στάθηκε μόνο για λίγο
όταν τάισε το άλογο και λίγο πριν μπεί μέσα στην καλύβα. Πάλι δεν
είχε δώσει "ευκαιρία".
Αν κάποιος, λοιπόν, τον περίμενε εκεί, θα καιροφυλακτούσε να
κάνει κάτι που δεν είχε κάνει ακόμα. Προφανώς δεν είχε μπει
μέχρι εκείνη τη στιγμή στο στόχαστρο. Γιατί όμως αυτός που τον
παρακολουθούσε δεν άλλαζε θέση; Ίσως γιατί σκέφτηκε δεν μπορούσε
να το κάνει χωρίς να τραβήξει την προσοχή του. Πράγμα πάλι που
σήμαινε πως ο άγνωστος, αν υπήρχε κάποιος, βρισκόταν σε μια θέση,
που θα του τραβούσε την προσοχή, αν κουνιόταν. Θα ήταν χωρίς
αμφιβολία μια θέση απ' όπου θα μπορούσε να το σκάσει εύκολα, αν
αστοχούσε.
Αν υποθέσουμε σκέφτηκε ο Νουν, ότι έφτανε εκεί χωρίς να έχει
χάσει τη μνήμη του. Τι θα έκανε; Καθώς δεν υπήρχαν τρόφιμα μέσα
στο σπίτι, ούτε κανένα σημάδι ότι κάποιος έμενε εκεί, πολύ
πιθανόν να έφευγε. Χωρίς αμφιβολία αυτό θα είχε κάνει και στο
παρελθόν. Πιστεύοντας ότι θα κάνει πάλι το ίδιο ο άγνωστος που
τον παρακολουθούσε, που έπρεπε να είχε στηθεί; Προφανώς κάπου
κατά μήκος του δρόμου, που οδηγούσε μακριά από το ράντσο, σε
κάποιο μέρος που δεν θα του έδινε τη δυνατότητα να καλυφθεί.
Υπήρχε κάποια βάση σ' όλα αυτά, ή τα φανταζόταν; Υπήρχε κάποιος
κρυμμένος που περίμενε πραγματικά να βρει την ευκαιρία να τον
σκοτώσει;
Αν υπήρχε πράγματι, τότε θα είχε αρχίσει να εκνευρίζεται και να
ανυπομονεί. Ίσως αυτό να τον προκαλούσε να κάνει μια κίνηση. Απ'
την άλλη μεριά όμως μπορούσε να έχει την υπομονή Ινδιάνου και να
κάθεται να περιμένει ήρεμος, ξέροντας ότι ο Νουν αργά ή γρήγορα,
θα έφευγε από κει και θα έπεφτε μπροστά του.
Σηκώθηκε, μπήκε μέσα στην καλύβα και προχώρησε στο πίσω δωμάτιο.
Δεν ήθελε να σκοτώσει κανέναν, αλλά και δεν ήθελε να τον
σκοτώσουν. Πλησίασε κοίταξε έξω από το παράθυρο.
Σε απόσταση πέντε περίπου μέτρων υπήρχε ένα χαντάκι καλυμένο από
βλάστηση. Το εξέτασε προσεκτικά και γι' αρκετά λεπτά. Ήταν
πρόκληση, πολύ μεγάλη πρόκληση. Κοιτάζοντας γύρω του είδε μια
"όλα", ένα πήλινο δοχείο, που χρησιμοποιούν οι Μεξικάνοι για να
κρυώνουν το νερό. Πάνω στο κρεβάτι ήταν μια κουβέρτα. Την πήρε
τύλιξε την "όλα", έβαλε το καπέλο του στη κορυφή και την έβαλε
στο παράθυρο. Φαινόταν σαν κάποιος να προσπαθούσε να βγεί από το
παράθυρο. Αν κάποιος περίμενε εκεί ανυπόμονος να πυροβολήσει τότε
θα...
Η "όλα" δεν στάθηκε ούτε στιγμή στη θέση της. Ακούστηκε μια
ριπή... περισσότερα από δύο τουφέκια... τουλάχιστον τρία. Η
"όλα" έσπασε στα χέρια του.
Έτρεξε αμέσως στο μπροστινό μέρος της καλύβας και πρόλαβε να δει
κάποιον, που έτρεχε πίσω από τον σταύλο, προς το άλογο του Νουν.
Αν έπιαναν το άλογό του, θα τον παγίδευαν και θα τον σκότωναν
σίγουρα.
Δεν κατάλαβε πότε τράβηξε το όπλο του. Η θέα του ανθρώπου που
έτρεχε και η συνειδητοποίηση του τι σήμαινε αυτό για τον ίδιο,
καθώς και το τράβηγμα του όπλου του, πρέπει να είχαν γίνει
ταυτόχρονα. Άκουσε τον πυροβολισμό του όπλου του καθώς τράβηξε
τη σκανδάλη πίσω από την ανοικτή πόρτα.
Ο άνδρας που έτρεχε, σκόνταψε, παραπάτησε κι έπεσε κάτω. Ύστερα
σιωπή...
Στην αυλή του σπιτιού ήταν ξαπλωμένος ο νεκρός και το άλογο, που
ανήσυχο τον πλησίασε.
Με χαμηλή φωνή ο Ραμπλ Νουν φώναξε το άλογο, που τον κοίταξε
αβέβαια.
Άκουσε βαριά βήματα από μπότες στο πίσω μέρος του σπιτιού.
Έρχονταν να τον πιάσουν. Το άλογο ήταν πιο κοντά τώρα, καμιά
δεκαριά βήματα. Ο σταύλος ήταν σαν τοίχος ανάμεσα στην αυλή και
στους θάμνους πέρα. Ήταν τρεις τουλάχιστον άνδρες και τον
κυνηγούσαν. Μπορούσε να προσπαθήσει να φτάσει το άλογο...
Ξαφνικά κατάλαβε ότι δεν έπρεπε να τρέξει. Όχι ακόμα. Θα το
είχαν σίγουρα υπολογίσει και θα ήταν έτοιμοι για μια τέτοια
κίνηση. Τραβήχτηκε σε μια γωνιά, απ' όπου θα μπορούσε να
παρακολουθεί την πόρτα και τα παράθυρα ταυτόχρονα.
Έπιασε το πιστόλι του και με μηχανικές κινήσεις έβγαλε την άδεια
σφαίρα και έβαλε μια καινούργια. Κίνησε τον κύλινδρο κι έβαλε
ακόμα μια. Το εξάσφαιρό του ήταν τώρα πλήρες.
Έβλεπε μια σκιά στο παράθυρο. Κάποιος κοίταζε μέσα στο δωμάτιο,
αλλά δεν μπορούσε να δει τη γωνία, όπου είχε κουρνιάσει ο Νουν.
Ένας άλλος ήταν στην πόρτα. Θα ήταν τόσο ανόητοι ώστε να
επιχειρήσουν μια επίθεση;
"Τώρα!"
Η φωνή ακούστηκε δυνατή και οι τρεις άνδρες μπήκαν στο δωμάτιο.
Οι δύο από τα παράθυρα και ο τρίτος από την πόρτα. Ήταν το πρώτο
τους λάθος.
Μπήκαν από το εκτυφλωτικό φως που είχε έξω στο μισοσκόταδο του
δωματίου και ο ένας σκόνταψε καθώς κατέβαινε από το παράθυρο.
Όλοι τους κρατούσαν όπλα, όμως ο ένας μόνο πυροβόλησε.
Πυροβόλησε καθώς έπεφτε και η σφαίρα του χώθηκε στο πάτωμα.
Ο Ραμπλ Νουν πυροβολούσε καθώς έμπαιναν και κράτησε το όπλο στο
χέρι του και περιμένοντας αρκετές στιγμές ενώ παρακολουθούσε τα
παράθυρα και την πόρτα. Ο ένας από τους άνδρες που είσε πέσει
κάτω, μούγκρισε και ανασηκώθηκε. Ο Νουν κάθησε ανακούρκουδα,
χωρίς να βγάλει λέξη.
Έξω δεν ακουγόταν τίποτα. Ύστερα από λίγο άκουσε την κραυγή
μιας καρακάξας κι αμέσως μετά το θόρυβο ενός αλόγου που
απομακρυνόταν... ένας καβαλλάρης έφευγε.
Είχαν σκεφτεί να τον αιφνιδιάσουν, χωρίς όμως να υπολογίσουν το
μισοσκόταδο του δωματίου. Κι εκείνος βρισκόταν στην πιο σκοτεινή
γωνία, το τελευταίο μέρος που θα μπορούσε να πέσει το μάτι τους.
Τώρα ο τραυματίας τον κοίταζε με ορθάνοιχτα μάτια που έδειχναν
ότι πονούσε φοβερά. "Θα με πυροβολήσεις;" τον ρώτησε.
"Όχι".
"Είπαν ότι ήσουν δολοφόνος".
"Ποιοι το είπαν; Ποιοι σε πλήρωσαν γι' αυτό;"
"Δεν θα στο πω αυτό. Είπαν μόνο ότι πυροβολείς πισώπλατα".
"Δεν χρειάζεται να πυροβολώ ανθρώπους από πίσω".
"Σωστά" παραδέχτηκε ο τραυματισμένος. "Δεν νομίζω ότι κάνεις κάτι
τέτοιο... Είναι όμως ακόμη ένας εκεί έξω".
"Όχι" είπε ο Νουν. "Έφυγε, τον άκουσα". Ο Ραμπλ Νουν σκεφτόταν
εντατικά. Κάποια στιγμή είπε: "Τι θα κάνει τώρα αυτός; Θα πάει ν
φέρει άλλους;"
"Αυτός;" Ο τραυματισμένος μιλούσε με πικρία. "Αυτός ο χαμένος; Θα
το βάλει στα πόδια. Ποτέ του δεν είχε τσαγανό".
Ο Ραμπλ Νουν έβαλε το όπλο του στη ζώνη και πλησίασε τον
τραυματισμένο άνδρα. Τον είχε χτυπήσει δυο φορές. Τη μια στον ώμο
και τη άλλη στο πόδι. Του περιποιήθηκε το τραύματα όσο καλύτερα
μπορούσε και του τα έδεσε με επιδέσμους που έφτιαξε από το
πουκάμισο του νεκρού.
"Πού άφησες το άλογό σου;" τον ρώτησε.
Ο τραυματισμένος τον κοίταξε απορημένος. "Θα με βγάλεις από δω;"
τον ρώτησε.
"Θα σε βγάλω από δω. ΑΗ μήπως θέλεις να δώσεις εξηγήσεις γι'
αυτόν;" Έκανε μια χειρονομία δείχνοντας τον νεκρό. "Ήρθες για
να σκοτώσεις εμένα... το θυμάσαι;"
"Δεν τα καταφέραμε" είπε ο τύπος. "Μας ξεγέλασες".
Ο Νουν μάζεψε τα όπλα από τους νεκρούς και τα έβγαλε έξω. Έφερε
τα άλογά τους και τους έδεσε πάνω στη σέλλα. Σε κάθ' έναν
καρφίτσωσε ένα χαρτί, που έγραφε: "Προσπάθησε να σκοτώσει τον
Ραμπλ Νουν".
Ύστερα άφησε ελεύθερα τα άλογα.
Ο τραυματισμένος ανασηκώθηκε στηριζόμενος στον αγκώνα του. "Τι
ήταν αυτά τα χαρτιά, που καρφίτσωσες;"
"Δεν έχει σημασία" απάντησε ο Νουν και κάθησε. "Τώρα εσύ και γω
θα κουβεντιάσουμε μερικά πράγματα".
Ο τύπος τον κοίταξε ανήσυχος. Ήταν ένας άσχημος άνδρας με
σπασμένη μύτη. "Για ποιο πράγμα;"
"Γι' αυτόν που σας προσέλαβε".
"Κι αν δεν θέλω να σου πω;"
Ο Ραμπλ Νουν ανασήκωσε του ώμους του. "Θα σου βγάλω αυτούς τους
επιδέσμους, που σου έβαλα και δεν θα πω σε κανέναν που βρίσκεσαι.
Θα πρέπει να περπατήσεις κανένα μίλι, αλλά δεν νομίζω ότι θα τα
καταφέρεις. ΘΑ αρχίσει να αιμορραγείς και πριν νυχτώσει θα γίνεις
τροφή για τα κοράκια".
Ο τύπος ξάπλωσε ανάσκελα κι έκλεισε τα μάτια του. "Κύριε, δεν
ξέρω ποιος ήταν. Ήμουνα μαζί με τ' άλλα παιδιά σ' ένα κέντρο...
στο σαλούν Ακμε. Μπήκε μέσα κάποιος, που ξέραμε ότι τον λένε
Πέτερσον. Δεν ήταν το πραγματικό του όνομα, αλλά δεν έχει
σημασία. Μας είπε ότι μπορούσαμε να κερδίσουμε πενήντα δολλάρια ο
καθένας για μια μικρή δουλίτσα. Ήθελε πέντε.
Μας είπε ότι αυτός που θα πυροβολούσαμε ήταν πολύ γνωστός κι έτσι
δεν θα είχαμε φασαρίες με τις αρχές, αν τον καθαρίζαμε. Αυτός ο
Πέτερσον ήταν κάποτε με τους Ραίηντερς και γνωρίζει ένα σωρό
κόσμο στη πόλη. Τον πιστέψαμε. Τον είχαμε δει να συναναστρέφεται
ισχυρούς ανθρώπους του Ελ Πάσο, όπως τον Α.Τζ. Φάουνταιν, τους
Μάννιγκς, τον Μαγκόφφιν και άλλους.
"Μας εξήγησε τι έπρεπε να κάνουμε, αλλά μας δημιούργησε την
εντύπωση ότι ενεργούσε για λογαριασμό κάποιου άλλου κι όχι για
λογαριασό του. Βλέπεις, αυτός ο τύπος γνωρίζει κόσμο και από τις
δύο πλευρές και συνήθως κάνει τον μεσολαβητή. Αν κάποιος θέλει να
πουλήσει κλεμμένα ζώα, ο Πέτερσον μπορεί πάντοτε να τον βοηθήσει.
"Πενήντα δολλαρια τώρα, είναι ο μισθός δύο μηνών ενός καουμπόυ,
γι' αυτό δεχτήκαμε. Ποιος όμως έδωσε εκείνου τα λεφτά δεν ξέρω".
Ο Ραμπλ Νουν σκεφτόταν τα λόγια του τύπου. Έμοιαζε να λέει την
αλήθεια.
"Εντάξει" είπε. "Έχω έξω το άλογό σου. Θα σε βάλω πάνω και θα σε
πάω λίγο παρακάτω. Όταν θα φτάσουμε σε μια μικρή απόσταση από
την πόλη θα σ' αφήσω ελεύθερο".
Στάθηκε για μια στιγμή και σκεφτόταν τον Πέτερσον. Ήταν απίθανο
να υποχρεώσει τον Πέτερσον να μιλήσει, απ' ότι είχε ακούσει τώρα.
Ήταν σκληρός. Είχε υπηρετήσει στους Ραίνηντζερς και ύστερα θα τα
Αχε βρει σκούρα... ή μπορεί και να τον είχαν διώξει, όπως κάνουν
συνήθως όταν ανακαλύψουν το ποιόν κάποιου.
Όταν θα έφταναν οι νεκροί δεμένοι στα άλογα, ο Πέτερσον θα ήταν
από τους πρώτους, που θα το μάθαιναν και θα έσπευδε να
πληροφορήσει αυτόν που του είχε αναθέσει τη "δουλειά".
Παρακολουθώντας τον Πέτερσον, ο Ραμπλ Νουν, ίσως να έφτανε μέχρι
το πρόσωπο, που τον ενδιέφερε.
Έβαλε τον τραυματία στο άλογο και το οδήγησε έξω από το
εγκαταλειμένο ράντσο. Όταν μπήκαν στο δρόμο για το Ελ Πάσο,
άφησε ελεύθερο το άλογο και τον καβαλλάρη του.
Γύρισε το δικό του άλογο, βγήκε από το δρόμο και κρυμένος πίσω
από τους θάμνους τράβηξε για την πόλη.
Είχε ξανάρθει εδώ; Μάλλον ναι. Έπρεπε ν' αφήσει τον εαυτό του
ελεύθερο να κινηθεί ελπίζοντας ότι το υποσυνείδητό του θα τον
οδηγούσε στα κατάλληλα μέρη;
Τα μέρη όμως αυτά θα ήταν τώρα πολύ επικίνδυνα γι' αυτόν και
όποιον συναντούσε εκεί μπορούσε να ήταν και ένας εχθρός. Μήπως
όμως τον καταζητούσαν οι αρχές;
Προχωρούσε προσεκτικά, αλλά με μια κακή προαίσθηση. Το κεφάλι του
τον πονούσε πάλι και ένιωθε πολύ κουρασμένος. Ο ήλιος έκαιγε κι
ήθελε να ξαπλώσει σε μια σκιά να ξεκουραστεί. Δεν είχε όμως
καιρό.
Προχωρούσε σε κάτι, που δεν ήξερε τι ήταν. Για ένα πράγμα όμως
ήταν τώρα βέβαιος: το όνομά του ήταν Ραμπλ Νουν. Ένας άνθρωπος,
που τον φοβόντουσαν ένας πληρωμένος δολοφόνος, ένας άνθρωπος που
δεν ήθελε να είναι.
Δεν ήξερε τι τον είχε σπρώξει να γίνει αυτό που ήταν, αλλά ήξερε
ότι δεν ήθελε πια να συνεχίσει έτσι. Το πρόβλημα όμως ήταν ότι
έπρεπε οπωσδήποτε να συνεχίσει γιατί αλλιώς θα τον σκότωναν...
Και θ' άφηνε εκείνο το κορίτσι μόνο χωρίς προστασία.
Συνέχισε το δρόμο του μέσα στην απογευματινή ζέστη. Οι δρόμοι της
πόλης ανοίγονταν μπροστά του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8.
Μπαίνοντας στην πόλη έστριψε δεξιά για ν' αποφύγει τον
κεντρικό δρόμο. Ύστερα από καμιά εκατοστή μέτρα είδε ένα μεγάλο
ξύλινο σταύλο με τις πόρτες ορθάνοιχτες. Ένας γέρος Μεξικάνος
καθόταν στο κατώφλι, δίπλα σε μια αντλία νερού.
Σταμάτησε και ρώτησε: "Έχεις χώρο για ένα ακόμη άλογο;"
Ο Μεξικάνος τον κοίταξε. "Δεν είναι σταύλος, που αφήνει ο καθένας
το άλογό του" είπε "αλλά αν θέλεις..."
Ο Ραμπλ Νουν ξεπέζεψε. "Είμαι ψόφιος στην κούραση" είπε. "Πόσα
θέλεις για το άλογο και για να πλυθώ;"
"Πενήντα σεντς".
"Εντάξει". Ακολούθησε τον Μεξικάνο στο σταύλο, που του έδειξε μια
θέση για να βάλει το άλογό του. Ύστερα πήγε στο πατάρι του
σταύλου, πήρε λίγο σανό και το έβαλε μπροστά στο άλογο.
Όταν κατέβηκε έδωσε στον Μεξικάνο τα πενήντα σεντς και τον
ακολούθησε στη βρύση. Έβαλε νερό σε μια μικρή λεκάνη κι αφού
ξεσκόνισε τα ρούχα και τις μπότες του, έπλυνε το πρόσωπό του και
χτένισε τα μαλλιά του.
Όταν γύρισε να φύγει ο Μεξικάνος τον ρώτησε: "Θέλεις να
κοιμηθείς εδώ σενιόρ; Υπάρχει ξενώνας". Έδειξε ένα δωμάτιο σε
μια γωνιά του σταύλου. "Και χωρίς κοριούς".
"Πόσο κοστίζει;"
Ο Μεξικάνος χαμογέλασε. "Πενήντα σεντς".
"Πάει καλά".
Προχώρησε προς την πόρτα και τότε ο Μεξικάνος του είπε: "Πρόσεχε
σενιόρ".
Σταμάτησε και τον κοίταξε ερωτηματικά. "Γιατί το λες αυτό;"
Ο γέρος ανασήκωσε τους ώμους του. "Είναι μια άγρια πόλη" είπε.
"Οι σιδηρόδρομοι έφεραν πολλούς ξένους και όλη την ώρα πέφτει
πιστολίδι".
"Ευχαριστώ", είπε ο Νουν.
Ο ήλιος είχε πέσει και η ατμόσφαιρα ήταν τώρα δροσερή.
Κατεβαίνοντας το δρόμο είδε μια πινακίδα, που οδηγούσε στο
Κολοσσαίο, σ' ένα σαλούν και σ' ένα θέατρο βαριετέ. Άλλαξε
δρόμο... είχε την εντύπωση ότι το Κολοσσαίο και το κέντρό του
Τζακ Ντόυλ, πρέπει να ήταν τα πιο πολυσύχναστα μέρη.
Μπήκε σ' ένα μικρό παράμερο εστιατόριο και παρήγγειλε μεξικάνικα
φαγητά και μπύρα.
Πίνοντας ύστερα από λίγο τον καφέ του, παρακολουθούσε την κίνηση.
Τώρα, που είχε φάει ένιωθε καλύτερα. Ο πονοκέφαλος είχε
υποχωρήσει, αλλά τα νεύρα του ήταν ακόμη τεντωμένα.
Σηκώθηκε για να πληρώσει κι ένας άνδρας κοντός, που έτρωγε στο
διπλανό τραπέζι, γύρισε ξαφνικά να τον κοιτάξει... Τα μάτια του
έδειχναν έκπληξη.
Ο Ραμπλ Νουν πλήρωσε το λογαριασμό και βγήκε έξω. Αισθανόταν
αμήχανα. Αφού προχώρησε λίγα μέτρα, κοίταξε πίσω του και είδε τον
άνδρα εκείνο να έχει βγει στην πόρτα του εστιατορίου και να τον
παρακολουθεί.
Έστριψε στην πρώτη γωνιά του δρόμου και πέρασε απέναντι. Κοίταξε
πάλι πίσω του, αλλά αυτή τη φορά δεν είδε κανέναν. Ωστόσο ήταν
ανήσυχος. Αυτός ο τύπος τον είχε αναγνωρίσει φαίνεται. Όσο πιο
γρήγορα τελείωνε αυτό, που είχε να κάνει, τόσο το καλύτερο.
Ήθελε να φύγει το συντομότερο απ' αυτή την πόλη.
Συνάντησε μπροστά του το σαλούν Ακμέ... Πιο πέρα είδε την
πινακίδα του γραφείου του Ντην Καλλαίην. Ήταν στο δεύτερο όροφο
με ανεξάρτητη εξωτερική σκάλα. Τα παράθυρα ήταν σκοτεινά και
έμοιαζε έρημο.
Σταμάτησε, κοίταξε δεξιά κι αριστερά στο δρόμο. Δεν είδε κανέναν
κι ανέβηκε γρήγορα-γρήγορα τα σκαλοπάτια. Χτύπησε την πόρτα κι
επειδή δεν του απήντησε κανείς προσπάθησε να την ανοίξει. Ήταν
κλειδωμένη.
Κοίταξε πάλι στο δρόμο και μη βλέποντας κανέναν, έβγαλε το
μαχαίρι του, τράβηξε το σύρτη κι έπειτα σπρώχνοντάς την με τον
ώμο του, την άνοιξε. Μπήκε μέσα και την έκλεισε πίσω του.
Στάθηκε ακίνητος προσπαθώντας ν' ακούσει τους θορύβους.
Απ' έξω ακούγονταν οι πνιχτοί ήχοι ενός πιάνου. Περίμενε, ενώ τα
μάτια του συνήθιζαν στο μισοσκόταδο του γραφείου.
Παρατήρησε ότι υπήρχε ένα γραφείο, δυο πολυθρόνες και ένας
δερμάτινος καναπές. Κάτω από ένα ράφι με βιβλία υπήρχε ένα
τραπέζι γεμάτο χαρτιά. Στο πάτωμα ήταν ακουμπισμένο ένα
μπρούτζινο πτυελοδοχείο.
Το βλέμμα του σταμάτησε στη χαραμάδα μιας μισάνοιχτης πόρτας,
όπου διέκρινε την κάννη ενός όπλου. Μόλις την είδε,
συνειδητοποίησε ότι εκείνο που τον είχε ενοχλήσει από τη στιγμή
που μπήκε στο γραφείο, ήταν η απαλή μυρωδιά ενός αρώματος,
ανακατεμένη με τη μυρωδιά καπνού.
"Δεν υπάρχει λόγος να με πυροβολήσεις" είπε. "Δεν προκειται να
κερδίσεις τίποτα. Κι άλλωστε "-το έπαιξε-" θα πρέπει μετά να
εξηγήσεις τι γύρευες εδώ".
Στην πόρτα που άνοιξε φάνηκε ένα κορίτσι, που κρατούσε ακόμη το
όπλο στο χέρι. "Ποιος είσαι;" τον ρώτησε.
Χαμογέλασε στο μισοσκόταδο και είπε: "Εγώ δεν σε ρώτησα".
"Εντάξει, τι θέλεις;"
"Να βρω ορισμένα στοιχεία".
"Τι σου ήταν ο Ντην Καλλαίην;" τον ρώτησε η κοπέλα.
"Ένα όνομα, τίποτα περισσότερο. Μόνο, που κάποιος με πυροβόλησε
κι όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο γίνεσαι περίεργος".
"Ο Ντην Καλλαίην δεν θα πυροβολούσε ποτέ κανέναν, ή έτσι
τουλάχιστον νομίζω εγώ".
"Ποτέ δεν ξέρεις. Μερικές φορές τα πιο απίθανα άτομα μπορεί να σε
πυροβολήσουν. Να, ακόμη και σύ, έχεις ένα όπλο στο χέρι".
"Εγώ όμως θα πυροβολούσα. Το Αχω ξανακάνει".
"Και σκότωσες;"
"Δεν είχα τον καιρό να κοιτάξω. Οπωσδήποτε όμως ο Ντην Καλλαίην
δεν σε πυροβόλησε. Λοιπόν τι γυρεύεις εδώ;"
"Ο άνθρωπος που με πυροβόλησε πληρώθηκε για να το κάνει. Είναι
επαγγελματίας δολοφόνος".
"Ο Ραμπλ Νουν!" φώναξε η κοπέλα.
"Είναι ο μόνος; Άκουσα ότι υπάρχουν δεκάδες εδώ στο Ελ Πάσο ή
στο Χουαρέθ, που το Αχουν κάνει επάγγελμα".
Ο Νουν κουβεντιάζοντας με την κοπέλα παρατήρησε ότι ήταν νεαρή,
όμορφη και καλοβαλμένη. Δεν ήταν του δρόμου... όχι τουλάχιστον
για τους δρόμους του Ελ Πάσο, ούτε για το σαλούν του Ακμέ.
"Δεν με νοιάζει γιατί ήρθες στην πόλη" είπε η κοπέλα. "Δεν έχεις
όμως καμιά δουλειά σ' αυτό το γραφείο. Παραβίασες την πόρτα".
"Εσύ έχεις κλειδί. Ίσως ο Ντην Καλλαίην να είχε κάποιο λόγο που
σου έδωσε το κλειδί".
"Δεν μου έδωσε κλειδί και μην βάζεις στο μυαλό σου πονηρά
πράγματα. Ο Ντην Καλλαίην ήταν αδελφός μου".
"Ήταν;"
"Πέθανε... σκοτώθηκε... δολοφονήθηκε", είπε η κοπέλα ήρεμα.
"Λυπάμαι. Δεν το ήξερα. Αν είσαι αδελφή του, έχεις βέβαια κάθε
δικαίωμα να βρίσκεσαι εδώ". Έσκυψε ν' ανάψει τη λάμπα
πετρελαίου. "ΝΑ ανάψουμε το φως;"
"Όχι! Σε παρακαλώ μην το ανάβεις! Θα με σκοτώσει κι εμένα".
"Ποιος;"
"Ο Ραμπλ Νουν... αυτός που σκότωσε τον Ντην".
Έμεινε ακίνητος προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία του...
Είχε πράγματι σκοτώσει τον Ντην Καλλαίην;
"Δεν νομίζω ότι θα σκότωνε μια γυναίκα" είπε. "Δεν γίνεται αυτό".
Έβγαλε τα σπίρτα κι άναψε τη λάμπα. Εκείνη κατέβασε το όπλο.
Κοιτάχτηκαν καλύτερα.
Ο Νουν είδε μπροστά του ένα λεπτό κορίτσι με κοκκινόξανθα μαλλιά
και μαύρα μάτια. Στο φως της λάμπας τουλάχιστον, φαίνονταν μαύρα.
Ήταν ντυμένη για δεξίωση και κρατούσε στα χέρια μια κάπα. Ήταν
υπέροχη... μια πραγματική καλλονή.
Στο φως, εκείνη πρόσεξε το σακάκι του. "Πού το βρήκες αυτό το
σακάκι;" Η φωνή της ήταν ψυχρή. "Είναι του αδελφού μου, του Ντην.
Ήμουν μαζί του όταν διάλεξε το ύφασμα".
"Αλήθεια; Το ξέρω, δεν είναι δικό μου. Πρέπει να το πήρα κατά
λάθος".
"Δεν το Αξερες;"
"Όχι". Άγγιξε το κεφάλι του. "Με χτύπησαν στο κεφάλι δεσποινίς"
είπε. "Νομίζω ότι προσπάθησα να το σκάσω από κάπου μετά που
χτυπήθηκα και φαίνεται ότι πήρα το πρώτο σακάκι, που βρήκα
μπροστά μου".
"Που έγιναν αυτά;"
"Βορειοδυτικά από δω... αρκετά μακριά... Μίλησες για τον Ραμπλ
Νουν. Ο αδελφός σου τον ήξερε;"
"Όχι, αλλά προσπαθούσε ν' ανακαλύψει ποιος ήταν, τι ήταν. Δεν
ξέρω γιατί, αλλά πιστεύω ότι ο Ντην είχε κάποιες πληροφορίες για
τον Ραμπλ Νουν. Μου είχε πει ότι έπρεπε να τον δει, να του
μιλήσει και φαινόταν να ξέρει, που θα τον έβρισκε".
"Είσαι ντυμένη για πάρτυ;" είπε ερωτηματικά.
"Ναι. Ήρθα από το σπίτι κάποιω φίλων μου και πρέπει να
επιστρέψω". Δεν έκανε όμως καμιά κίνηση για να φύγει. "Τι θα
κάνεις τώρα;" τον ρώτησε.
"Θα μείνω εδώ να ψάξω".
"Τι πράγμα;"
"Δεσποινίς μου, κάποιος με πυροβόλησε. Πριν από λίγο κάποιοι
προσπάθησαν πάλι να με σκοτώσουν και θέλω να ξέρω το γιατί με
πυροβολούν. Πήρα το σακάκι του Ντην Καλλαίην από το δωμάτιο όπου
με πυροβόλησαν ή από κάπου κοντά. Ο Ντην Καλλαίην είναι το μόνο
στοιχείο... εκτός από ένα ακόμη".
"Ποιο είναι αυτό;"
"Ξέρω ποιος με πυροβόλησε". Σταμάτησε. "Δεσποινίς Καλλαίην, τι
ξέρετε για το Ράφτερ Ντη; Το ράντσο του Τομ Ντάβιτζ;"
Δίστασε προτού απαντήσει. Ήταν φανερό ότι κάτι ήξερε κι
αναρωτιώτων αν έπρεπε να μιλήσει ή όχι. "Δεν ξέρω τίποτα για το
ράντσο" είπε τελικά. "Γνώριζα τη Φαν, την κόρη του Τομ Ντάβιτζ.
Πηγαίναμε μαζί στο σχολείο".
Δεν έβγαζε τίποτα. Και δεν είχε καιρό για χάσιμο. Χωρίς αμφιβολία
αυτοί που είχαν στείλει ανθρώπους να τον σκοτώσουν, θα είχαν
μάθει πως βρισκόταν στο Ελ Πάσο. Και σίγουρα θα ήξεραν ακόμη που
έπρεπε να ψάξουν για να τον βρουν.
Καθώς μιλούσε, ερευνούσε με το βλέμμα του το δωμάτιο και τα
πιθανά σημεία όπου μπορούσαν να ήταν κρυμμένα τα στοιχεία που
ήθελε.
"Πρέπει να φύγουμε" είπε εκείνη ξαφνικά. "ΘΑ αναρωτιούνται που
βρίσκομαι".
"Εγώ θα μείνω", είπε ο Νουν.
Του χαμογέλασε. "Φυσικά, δεν μπορώ να σου ζητήσω να με
συνοδέψεις, αλλά ένας τζέντελμαν θ' άφηνε μια γυναίκα να
κυκλοφορήσει μόνη της αυτήν την ώρα στους δρόμους του Ελ Πάσο;"
Ανασήκωσε τους ώμους του. "Ελπίζω ότι είμαι τζέντελμαν δεσποινίς
μου, αλλά έχω την εντύπωση ότι ήρθες εδώ μόνη... κι άλλωστε είσαι
κι οπλισμένη".
Τα μάτια της άστραψαν από θυμό. Ήταν κακομαθημένη και ήθελε
πάντοτε να γίνονται όλα όπως την βόλευαν.
"Αν μείνεις εδώ" είπε "θα ειδοποιήσω να σε συλλάβουν. Διέρρηξες
την πόρτα σαν κλέφτης. Υποψιάζομαι μάλιστα ότι είσαι κλέφτης".
Ο Νουν κατάλαβε ότι ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει την απειλή
της, γι' αυτό είπε: "Εντάξει. Θα σε συνοδέψω μέχρι το πάρτυ".
Πήρε το κλειδί της για να κλειδώσει την πόρτα, αλλά εκείνη του το
ζήτησε κι αναγκάστηκε να της το επιστρέψει. Κατέβηκαν στο δρόμο,
έστριψαν σε μια γωνιά και πήραν έναν άλλο δρόμο. Πολύ προτού
φτάσουν στο σπίτι, άκουσε τη μουσική και τα γέλια.
Ήταν ένα μεγάλο λευκό σπίτι με πολύπλοκες εξωτερικές
διακοσμήσεις. Την πήγε μέχρι τα σκαλοπάτια και γύρισε να φύγει.
"Πεγκ; Πεγκ Καλλαίην. Ποιος είναι μαζί σου;"
Μια κοπέλα κατέβηκε τα σκαλοπάτια. Ήταν πιο κοντή από την Πεγκ
Καλλαίην, ξανθιά και χαριτωμένη. Τον κοίταξε και γέλασε.
"Μόνο η Πεγκ μπορούσε να το κάνει! Είναι η μόνη, που μπορούσε να
βγει έξω για να πάρει λίγο αέρα και να επιστρέψει με τον
ωραιότερο άνδρα της πόλης... Λοιπόν δεν θα Αρθετε μέσα;"
"Λυπάμαι" είπε ο Ραμπλ Νουν. "Πρέπει να φύγω. Συνόδεψα μόνο την
δεσποινίδα Καλλαίην μέχρι εδώ".
"Όχι! Όχι! Δεν θα φύγετε προτού χορέψετε τουλάχιστον ένα χορό
μαζί μου", είπε το κορίτσι πρόσχαρα και γυρίζοντας προς την Πεγκ
είπε με κάποιο νάζι: "Πεγκ δεν θα με συστήσεις;"
"ΤΑ όνομά μου είναι Μάντριν" είπε "Τζόνας Μάντριν".
"Και γω είμαι η Στέλλα Μακαίη... απλώς Στέλλα για σένα. Έλα να
πάμε μέσα τώρα".
Ένας γκριζομάλλης άντρας στεκόταν στον κήπο και κάπνιζε. Ο Ραμπλ
Νουν τον είδε που ξαφνιάστηκε και γύρισε να τον δει όταν είπε ότι
τον έλεγαν Τζόνας Μάντριν...
Μάντριν; Ένα όνομα, που το είπε αυθόρμητα χωρίς να το σκεφτεί.
Τζόνας Μάντριν... δεν ήταν ένα όνομα συνηθισμένο, όπως Τζομ
Τζόουνς ή Τζων Σμιθ. Δεν ήταν όνομα, που σου Αρχοταν έτσι
πρόχειρα, ξαφνικά. Μπορεί να ήταν κάποια αρχή για ν' ανακαλύψει
την ταυτότητά του.
Η μουσική έπαιζε μέσα στο σπίτι και βρέθηκε να χορεύει με τη
Στέλλα. Κρυφοκοίταζε όμως την Πεγκ Καλλαίην. Εκείνη δεν χόρευε.
Την είδε που πλησίασε ένα νεαρό, ψηλό και κάτι του είπε. Αμέσως
τα μάτια του νεαρού καρφώθηκαν πάνω του. Μετά πλησίασε δυο άλλους
και οι τρεις μαζί στάθηκαν και τον κοίταζαν.
Φασαρίες... Θα ήταν πολύ βλάκας αν δεν το καταλάβαινε ότι
πλησιάζαν. Η Στέλλα μιλούσε χαρωπά και εκείνος της απαντούσε...
Τον ρωτούσε γιατί είχε έρθει στο Ελ Πάσο. Της έλεγε ότι έψαχνε ν'
αγοράσει ένα ράντσο για ιπποφορβείο.
Τελείωσε τον χορό με την Στέλλα, χόρεψε και μ' ένα άλλο κορίτσι
και ύστερα στάθηκε σε μια γωνιά του δωματίου. Ο γκριζομάλλης που
τον είχε δει να καπνίζει στον κήπο, τον πλησίαζε και του μίλησε
σιγανά. Ήταν ένας ηλικιωμένος άντρας, με αδρά χαρακτηριστικά και
αξιοπρεπές ύφος.
"Νεαρέ μου" είπε, "αν θέλεις να ζήσεις και τις επόμενες ώρες,
φεύγα αμέσως". Έκανε μια παύση. "Η πόρτα στο βάθος του κήπου
είναι ανοιχτή. Πέρνα από κει στο διπλανό σπίτι. Η πίσω πόρτα του
διπλανού σπιτιού είναι κι αυτή ανοιχτή. Μπες μέσα στο δωμάτιο και
κάθησε. Μην ανάψεις όμως φως".
"Μήπως αυτό είναι παγίδα;"
Ο ηλικιωμένος άντρας χαμογέλασε. "Όχι Τζόνας Μάντριν, δεν είναι
παγίδα. Είναι το σπίτι μου και εγώ είμαι ο δικαστής Νίλαντ. Θα
είσαι ασφαλής εκεί". Μιλούσε χαμηλόφωνα.
Η μουσική είχε ξαναρχίσει και ο Τζόνας χόρευε γύρω-γύρω στο
δωμάτιο, ανάμεσα στ' άλλα ζευγάρια. Όταν βρέθηκε κοντά στη πόρτα
προς την κουζίνα, απέναντι από τους τρεις που τον
παρακολουθούσαν, ψιθύρισε ένα βιαστικό χαιρετισμό στη ντάμα
του και μπήκε στην κουζίνα. Ύστερα άρχισε να τρέχει.
Ήταν σκοτάδι έξω. Δεν άνοιξε την πόρτα του κήπου, αλλά πήδηξε το
φράχτη και βρέθηκε μέσα στην αυλή του σπιτιού του δικαστή. Πήγε
προς την πίσω πόρτα. Πράγματι ήταν ανοιχτή. Μπήκε μέσα σ' ένα
σκοτεινό δωμάτιο. Δεν ακουγόταν τίποτα εκτός από το χτύπο ενός
ρολογιού. Απ' έξω ακουγόταν η μουσική από το διπλανό σπίτι. Βρήκε
μια πολυθρόνα και κάθησε.
Ύστερα άκουσε το θόρυβο ανθρώπων που έτρεχαν. Πετάχτηκε και
κλείδωσε την πόρτα.
Αμέσως άκουσε βήματα να πλησιάζουν και κάποιον να δοκιμάζεικ ν'
ανοίξει την πόρτα. "Μην είσαι κουτός" είπε κάποιος χαμηλόφωνα.
"Αυτό είναι το σπίτι του δικαστή". Και απομακρύνθηκαν.
Κάθησε άνετα στην πολυθρόνα κι άρχισε να χαλαρώνει, ώσπου
αποκοιμήθηκε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9.
Ξύπνησε ξαφνικά γιατί κύλησε από την πολυθρόνα. Το δωμάτιο
ήταν ακόμα σκοτεινό, αλλά ξεχώριζε γύρω του, γιατί λίγο φως
έμπαινε από την ανοικτή πόρτα του απέναντι δωματίου. Σηκώθηκε και
αφουγκράστηκε. Διαπίστωσε ότι από το φωτισμένο δωμάτιο ερχόταν ο
ήχος του γραντζουνίσματος μιας πέννας πάνω στο χαρτί. Βγήκε στον
διάδρομο και στάθηκε στην ανοιχτή πόρτα.
Ο δικαστής Νίλαντ καθόταν στο γραφείο του κι έγραφε. Πρόσεξε
αμέσως την παρουσία του, του έριξε μια βιαστική ματιά και
δείχνοντάς του μια καρέκλα του είπε: "Κάθησε. ΣΑ ένα λεπτό
τελειώνω".
Όταν τέλειωσε αυτό που έγραφε και δίπλωσε το χαρτί, έβγαλε τα
γιαλιά του και ακούμπησε τα χέρια του στο γραφείο.
"Υποθέτω ότι αναρωτιέσαι γιατί το έκανα αυτό για σένα", είπε
ήρεμα.
"Μάλιστα. Απορώ πολύ".
"ΣΑ άκουσα που συστήθηκες ως Τζόνας Μάντριν και ξαφνιάστηκα. Στην
αρχή βέβαια γιατί ύστερα σκέφτηκα ότι δεν θα Απρεπε καθόλου ν'
απορώ, εκτός από το γεγονός ότι είσαι ζωντανός".
"Δεν μου είπες τίποτα όμως".
"Δεν έχει σημασία. Θέλω μόνο να σε διαβεβαιώσω ότι είμαι φίλος
του και ότι θα ήθελα να συνεχίσω να είμαι φίλος σου. Πρέπει ακόμα
να σου πω ότι ήμουν φίλος του Τομ Ντάβιτζ".
"Τότε πες μου: Γιατί η Πεγκ Καλλαίην έβαλε αυτούς τους τύπους να
με σκοτώσουν;"
Ο δικαστής Νίλαντ έδειχνε κατάπληκτος. Κοίταξε κατάματα τον Νουν
και είπε: "Μα νομίζω ότι πρέπει να το καταλάβαινες αυτό. Η Πεγκ
είναι φιλοχρήματη και τα θέλει εκείνα τα λεφτά. Εκείνη ήταν που
έσπρωξε τον Ντην να προσπαθήσει να βάλει χέρι. Σε φοβούνται γιατί
είναι βέβαιοι ότι ξέρεις που βρίσκονται".
Λεφτά; Ποιά λεφτά;
"Μπορεί να κάνουν λάθος", είπε ο Νουν έτσι για να πει κάτι μέχρις
ότου πιάσει καμιά άκρη.
"Ναι, αλλά ακόμη κι αν κάνουν λάθος, ξέρουν ότι εσύ ήρθες εδώ για
να ξεφορτωθείς τον Μπεν Τζάνις... Α, ναι!... Ξέρω ποιός είσαι!
Γι' αυτό απόρησα όταν σ' άκουσα να λες ότι είσαι ο Τζόνας
Μάντριν".
"Περίμενες να συστηθώ ως Ραμπλ Νουν;"
"Φυσικά, όχι. Εκείνο όμως που δεν μπορώ να καταλάβω είναι το
γιατί ο Ραμπλ Νουν χρησιμοποιεί το όνομα του Τζόνας Μάντριν.
Εκτός..."
"Ναι;"
"Εκτός και αν ο Ραμπλ Νουν και ο Τζόνας Μάντριν είχαν κάποια
σχέση".
Ο Ραμπλ Νουν δεν είπε τίποτα. Δεν είχε ιδέα ποιός ήταν ο Τζόνας
Μάντριν, αλλά ήταν πολύ περίεργος να μάθει πως ο δικαστής Νίλαντ
κατάλαβε ότι ήταν ο Ραμπλ Νουν.
Φως φανερό ότι ο δικαστής ήταν πλούσιος και σημαντικός άνθρωπος.
Το σπίτι του ήταν πολυτελέστατο. Έμοιαζε περισσότερο με σπίτι
ανθρώπου από τις ανατολικές πολιτείες παρά από τη Δύση. Κι
εκείνη την εποχή τα έπιπλα των ανατολικών πολιτειών ήταν κομψά
και πανάκριβα. Και περισσότερο στοίχιζε η μεταφορά τους. Οι
τοίχοι ήταν γεμάτοι βιβλία και όχι μόνο νομικά.
"Ήμουν δικηγόρος του Τομ Ντάβιτζ", είπε ο δικαστής Νίλαντ. "Και
τώρα είμαι νομικός σύμβουλος της κόρης του. Με είχε ενημερώσει
όταν άρχισε να ρευστοποιεί τα ακίνητά του στην Ανατολή και ξέρω
και γιατί το έκανε. Εγώ άλλωστε συνέταξα τη διαθήκη του. Πήρα
μέτρα βέβαια για ν' απομακρύνω τον Τζάνις και τη συμμορία του,
αλλά απέτυχα.
"Ο Τομ πίστευε σε πιο βίαιες μεθόδους απ' ότι μπορούσα να
επιτρέψω εγώ στον εαυτό μου. Κι όταν εγώ απέτυχα -αφού είχα
καταφύγει στο νόμο- σε προσέλαβε.
"Ο Τομ δεν μου είπε ποτέ πως ήρθε σ' επαφή μαζί σου ή τι ήξερε
για σένα. Το μόνο που μου είχε πει είναι ότι ήξερε τον κατάλληλο
άνθρωπο γι' αυτή τη δουλειά.
"Το πρόβλημα είναι ότι κανόνισε να πληρωθείς από τον χειρότερο
άνθρωπο που γινόταν. Βλέπεις ότι ο Τομ Ντάβιτζ ποτέ δεν
συνειδητοποίησε ότι πιθανόν και κάποιος άλλος να ήξερε τι έκανε
τα λεφτά του. Δεν μπορέσαμε ποτέ να μάθουμε πως το έμαθε η
Καλλαίην, αλλά το γεγονός είναι ότι το έμαθε. Νόμιζε ότι ήξερε
που βρίσκονται τα λεφτά, αλλά πίστευε ακόμα ότι το ήξερες κι εσύ.
Ότι σου το είχε πει δηλαδή ο Τομ Ντάβιτζ. Γι' αυτό έπρεπε να
πεθάνεις προτού προλάβεις να τα πάρεις... είτε για τη Φαν είτε
για τον εαυτό σου".
"Γι' αυτό είπε στον Μπεν Τζάνις ποιός ήμουν και γιατί πήγαινα
εκεί;" ρώτησε ο Νουν.
"Όχι, δεν το είπε η ίδια. Έβαλε τον αδελφό της. Ο Ντην έφυγε
αμέσως μόλις πέθανε ο Τομ κι από τότε δεν ξαναφάνηκε. Πριν από
λίγες μέρες μάθαμε ότι έχει πεθάνει".
"Και ότι τον σκότωσα εγώ;"
"Ναι κάτι τέτοιο". Ο Νίλαντ τον κοίταξε ερωτηματικά: "Τον
σκότωσες;"
"Όχι". Στην πραγματικότητα όμως, όπως το σκεφτόταν, δεν ήξερε αν
τον είχε σκοτώσει ή όχι. Δεν πίστευε ακόμα ότι είχε κάνει κάτι
τέτοιο ή τουλάχιστον δεν ήθελε να το πιστέψει.
"Σε κατηγόρησαν γι' αυτόν το φόνο;"
Γι' αυτό λοιπόν είχε μαζευτεί εκείνο το πλήθος στο σταθμό; Γι'
αυτό οι άλλοι τον έψαχναν στο τρένο;
"Αν δεν επωφελήθηκες ακόμα της ευκαιρίας", είπε ο δικαστής
σιγανά, "τότε πρέπει να το κάνεις. Η Φαν Ντάβιτς δεν ξέρει καν
ότι υπάρχει μισό εκατομμύριο δολλάρια κρυμμένο στο ράντσο της.
Δεν ξέρει καν ότι υπάρχουν λεφτά.
"Ο Ντην Καλλαίην το ήξερε, αλλά πέθανε. Η Πεγκ Καλλαίην το ξέρει,
αλλά δεν πρόκειται να το πει στην Φαν. Θέλει τα λεφτά για τον
εαυτό της. Και η Πεγκ δεν ξέρει ότι το ξέρω κι εγώ, παρ' ότι όπως
νομίζω, κάτι μπορεί να υποπτεύεται. Υποθέτει δηλαδή ότι αν το
ήξερα θα το έλεγα στη Φαν".
"Και ο Μπεν Τζάνις;"
"Μια καλή ερώτηση", είπε ο δικαστής και ξάπλωσε αναπαυτικά στην
πολυθρόνα του. Μετά είπε: "Αν δεν σκότωσες εσύ τον Ντην Καλλαίην,
ποιός τον σκότωσε; Αν τον σκότωσε ο Μπεν Τζάνις, αυτό σημαίνει
ότι ο Μπεν ξέρει για τα λεφτά. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι είχε
άλλο λόγο για να τον σκοτώσει".
KEΦΑΛΑΙΟ 10.
Ξύπνησε από το θόρυβο της βροχής και έμεινε για λίγο
ακίνητος. Ξαφνικά άκουσε κάποιον να τον φωνάζει σιγανά. "Σενιόρ;
Σενιόρ;"
"Σι;"
"Νομίζω ότι σε ψάχνουν, σενιόρ. Καλύτερα να φύγεις αμέσως".
Ο Ραμπλ Νουν σηκώθηκε, τίναξε τα ρούχα του, έβαλε το όπλο του
στην κατάληλη θέση και κατέβηκε από το πατάρι του σταύλου.
"Δεν έχουν έρθει ακόμη προς τα εδώ" είπε ο Μεξικανός "αλλά
ψάχνουν σ' έναν άλλο δρόμο. Τους είδα". Είχε σελλώσει το άλογο.
"Υπάρχει τρόπος να φύγει κανείς από δω, αποφεύγοντας τους
δρόμους;" ρώτησε τον Μεξικάνο.
Ο Μεξικάνος κάθησε ανακούρκουδα και ζωγράφισε με το δάχτυλό του
πάνω στη σκόνη του εδάφους. "Ανάμεσα στις καλύβες... βλέπεις;
Μετά γύρω από το σπίτι του Αλβαράντο... περνάς το σταύλο και
αμέσως μπαίνεις μέσα στους θάμνους. Σου εύχομαι καλή τύχη
σενιόρ".
Ο Ραμπλ Νουν οδήγησε το άλογο στην πίσω πόρτα και κάθησε στη
σέλλα. Η βροχή ήταν πιο δυνατή τώρα.
Ο Μεξικάνος μπήκε μέσα στο μικρό δωμάτιο, που είχε στο σταύλο και
πήρε μια κάπα -ένα πόντσο- που κρεμόταν στο τοίχο. "Να, πάρε
αυτό... Θα το πληρώσω εγώ. Πήγαινε στην ευχή του Θεού".
Ο Ραμπλ Νουν πήρε ένα χρυσό εικοσαδόλλαρο από την τσέπη του και
του το έδωσε. "Μην το ξοδέψεις για λίγες μέρες φίλε μου. Μπορεί
να καταλάβουν από που προέρχεται", του είπε.
Βγήκε από την πόρτα και ακολούθησε το δρόμο, που του είχε
υποδείξει ο Μεξικάνος. Το πόντσο ήταν μια μάλλινη κουβέρτα με μια
τρύπα απ' όπου έβγαινε το κεφάλι του. Φορώντας και το πλατύγυρο
καπέλο του, μπορούσε κανείς να τον πάρει για Μεξικάνο.
Βγαίνοντας από την πόλη, μπήκε ανάμεσα στους θάμνους και τράβηξε
προς την σιδηροδρομική γραμμή. Έβρεχε δυνατά και τα ίχνη που θ'
άφηνε θα εξαφανίζονταν πολύ γρήγορα. Στάματησε αρκετές φορές και
εξέτασε το δρόμο πίσω του. Δεν είδε όμως κανέναν και φυσικά δεν
υπήρχε σκόνη. Η ορατότητα όμως δεν ήταν καλή κι αυτό τον έκανε να
νιώθει άσχημα.
Ήταν αδύνατο να γυρίσει πίσω στο ράντσο, γι' αυτό τράβηξε βόρεια
προς τη Μεσίλλια. Ένιωθε μέσα του κάτι να τον σπρώχνει μακριά.
Ήθελε να φύγει και να κρυφτεί κάπου, ώσπου να ξεδιαλύνει τα
αισθήματά του και ίσως και τη μνήμη του. Έλπιζε να μπορέσει να
ανακαλύψει κάτι περισσότερο για το άτομό του.
Πρέπει να υπήρξε επαγγελματίας δολοφόνος, αλλά προηγούμενα πρέπει
να ήταν κάτι άλλο, σε κάποιο άλλο μέρος. Ξαφνικά σκέφτηκε τα
αρχεία των εφημερίδων. Αν κατάφερνε να δει κάποιο αρχείο
εφημερίδας, ίσως να Αβρισκε κάποια πληροφορία για τον Ραμπλ Νουν
ή για τον Τζόνας Μάντριν. Έπρεπε όμως να κινηθεί πολύ
προσεκτικά. Μπορεί να ήταν γνωστός στην Μεσίλλια.
Ήταν περασμένες εννιά όταν μπήκε στην ήσυχη πόλη του Ρίο
Γκράντε. Μερικά φώτα φαίνονταν έξω από τις πόρτες των σαλούν, εδώ
κι εκεί υπήρχαν μερικοί άνθρωποι καθισμένοι σε πολυθρόνες ή
ακουμπισμένοι στις μάντρες. Μια πολυθρόνα βρισκόταν έξω από το
γραφείο της τοπικής εφημερίδας.
Σταμάτησε ξεπέζεψε και ο άνθρωπος που καθόταν στην πολυθρόνα, τον
κοίταξε περίεργα.
Ο Ραμπλ Νουν ήξερε ότι εκείνη τη στιγμή κινδύνευε. Ο πόλεμος της
πολιτείας Λινκολν τελείωνε και οι πολεμιστές είχαν αρχίσει να
πηγαίνουν σε μέρη πιο ήσυχα. Η βία όμως συνεχιζόταν. Οι μοναχικοί
στρατιώτες ή καβαλλάρηδες αντιμετωπίζονταν με μεγάλη καχυποψία,
έως ότου ξεκαθαριστεί ο προορισμός και οι διαθέσεις τους.
Έριξε μια ματιά σστον ήσυχο δρόμο. Πολύ θα ήθελε να καθόταν κι
εκείνος σε μια από κείνες τις πολυθρόνες και να περιμένει να
δροσίσει η νύχτα για να πάει να κοιμηθεί.
"Ευχάριστο βραδάκι" είπε. "Δεν δουλεύεις;" ρώτησε. Μιλούσε σαν να
ήταν βέβαιος ότι ο άνθρωπος που καθόταν εκεί δούλευε στην
εφημερίσα.
"Όχι. ΣΑ αυτή τη περίπτωση ισχύει αυτό που λένε ότι "καθόλου
νέα, άρα νέα καλά", είπε ο τύπος που καθόταν. Η φωνή του ήταν
ζωηρή. "Περαστικός από δώ;" ρώτησε.
"Ήθελα να ρωτήσω άν θα μπορούσα να ρίξω μια ματιά στο αρχείο της
εφημερίδας σας. Το περυσινό, ίσως και το προπέρσινο", είπε ο
Νουν.
"Αυτό, πρώτη φορά μου το ζητάει κανείς", είπε ο τύπος και
ανασηκώθηκε. "Δεν ενδιαφέρονται πολλοί για το τι συνέβει πριν από
τόσο καιρό. Μπορώ όμως να σε βοηθήσω; Έχω καλή μνήμη".
"Όχι, όχι. Για να σου πω την αλήθεια ήθελα να πάρω μια ιδέα για
την περιοχή. Όπως καταλαβαίνεις, μπορεί κάποιος να μάθει πολλά,
διαβάζοντας κάτω από τις γραμμές μιας εφημερίδας και θέλω να δω
τι γίνεται εδώ".
"Μπορείς να περάσεις. Άνοιξε εκείνο το συρτάρι εκεί".
"Αναδημοσιεύετε κομμάτια, που αφορούν θέματα εκτός πόλεως;
Ειδήσεις από τις ανατολικές πολιτείες;" ρώτησε πάλι.
Η προσοχή του τύπου έγινε ξαφνικά πιο μεγάλη. "Πότε πότε" είπε.
"Αν έχει κάποια σχέση με την πόλη ή αν είναι γενικότερου
ενδιαφέροντος. Καμιά φορά χρησιμοποιούμε ειδήσεις και από την
Καλιφόρνια ή από τις ανατολικές πολιτείες ίσα ίσα να γεμίσουμε το
χώρο. Τα τοπικά νέα συνήθως κυκλοφορούν προφορικά πολύ πριν τα
δημιοσιεύσουμε".
Ο Ραμπλ Νουν μπήκε μέσα και πήρε τον πρώτο τόμο εφημερίδων από το
συρτάρι. Κάθησε δίπλα στο φως κι άρχισε να τον ξεφυλλίζει
ψάχνοντας τις σελίδες.
Έξω ο τυπογράφος καθόταν σκεφτικός. Του είχε κινήσει την
περιέργεια το γεγονός ότι ο ξένος είχε χρησιμοποιήσει τη λέξη
"κομμάτι" και "αναδημοσίευση". Αυτές ήταν λέξεις που
χρησιμοποιούσαν μόνο άνθρωποι των εφημερίδων. Τις είχε ακούσει να
χρησιμοποιούνται πολλές φορές από ανθρώπους στις Ανατολικές
Πολιτείες, αλλά πολύ σπάνια δυτικά του Μισσισιπή.
Αυτό συνεπώς σήμαινε ότι ο ξένος είχε κάποια σχέση με εφημερίδες.
Είχε δει πολλούς να τριγυρνάνε στους δρόμους -ιδιαίτερα από τότε
που είχε φτάσει εκεί η σιδηροδρομική γραμμή, πριν από μερικούς
μήνες. Ο ίδιος ο Μάλλορυ ήταν ένας περιπλανώμενος τυπογράφος, που
είχε δουλέψει σε περισσότερες απο δέκα εφημερίδες και ποτέ
περισσότερο από ένα χρόνο, εκτός από την πρώτη φορά στα
δεκατέσσερα χρόνια του. Είχε δουλέψει σε μεγάλες πόλεις και σε
μικρές, αλλά προτιμούσε τις μικρές και τις δυτικές πολιτείες.
Είχε φτάσει στην Μεσίλλια πριν από τρεις μήνες, αλλά ήταν έτοιμος
να φύγει. Θα πήγαινε στην Σάντα Φε ή στην Αριζόνα. Άναψε την
πίπα του ξάπλωσε αναπαυτικά στην πολυθρόνα του. Αυτό που είχε πει
ο ξένος... ήταν αλήθεια: ο καλύτερος τρόπος για να σχηματίσεις
μια γνώμη για την πόλη ήταν να κοιτάξεις την εφημερίδα της. Να
διαβάσεις τις ανακοινώσεις, τις ειδήσεις, τα τοπικά θέματα... Ο
Μάλλορυ όμως ούτε για μια στιγμή δεν πίστεψε ότι ο ξένος ήθελε να
εγκατασταθεί στην Μεσίλλια.
Το γεγονός ήταν ότι η Λας Κρούτσες ήταν η ανερχόμενη πόλη. Από
τότε που η σιδηροδρομική γραμμή είχε φτάσει στην Λας Κρούτσες, ο
κόσμος στην Μεσίλλια είχε πέσει λίγο και το κέντρο της
δραστηριότητας φαινόταν να μετακινείται εκεί. Ο ίδιος πάντως
προτιμούσε την Μεσίλλια.
Γέμισε ξανά την πίπα του και γύρισε λίγο την πολυθρόνα του για να
παρακολουθεί τον ξένο, που είχε τελειώσει τον ένα τόμο κι είχε
πάρει άλλον. Έψαχνε κάθε σελίδα με τέτοια ταχύτητα, που ο
Μάλλορυ τον ζήλευε. Ήταν φανερό ότι έψαχνε για κάτι το
συγκεκριμένο.
Το πρόβλημα για τον Ραμπλ Νουν ήταν ότι ούτε ο ίδιος ήξερε τι
ακριβώς έψαχνε. Κάποια αναφορά ίσως του ονόματος Τζόνας Μάντριν ή
κάποια είδηση, που μπορούσε να του εξάψει τη μνήμη, κάποια
ένδειξη για το τι είχε συμβεί προτού τον πυροβολήσουν στο κεφάλι.
Περνούσε γρήγορα τα θέματα που δεν παρουσίαζαν κανένα ενδιαφέρον
και διάβαζε προσεκτικά εκείνα που νόμιζε ότι μπορούσαν να του
δώσουν κάποια πληροφορία.
Βρισκόταν στον τέταρτο τόμο εφημερίδων και ήταν κοντά μεσάνυχτα
όταν βρήκε ένα θέμα σε μια γωνιά της σελίδας. Η είδηση που είχε
τίτλο.
"ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ" έγραφε:
" Η αμοιβή των πεντακοσίων δολλαρίων που προσφερόταν σε
όποιον θα έδινε πληροφορίες για τον Τζόνας Μάντριν, ο οποίος
εξαφανίστηκε πριν από δύο χρόνια, αποσύρεται, γιατί θεωρείται
νεκρός.
Ο Μάντριν, σε κατάσταση απελπισίας ύστερα από το φόνο της
γυναίκας του και του παιδιού του, κατά την απουσία του στην Νέα
Υόρκη, εμφανίστηκε στο Σαιν Λούις και στην Μέμφιδα, αλλά μετά
εξαφανίστηκε.
Γνωστος κυνηγός άγριων θηραμάτων και εξαίρετος σκοπευτής ο Τζόνας
Μάντριν ήταν πρόεδρος της νεοϊδρυθείσας εταιρίας Όπλων Μάντριν
στην Λουισβίλ. Προηγούμενα υπήρξε ανταποκριτής διαφόρων
εφημερίδων και περιοδικών στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην
Ευρώπη.
Η ανεύρεση ορισμένων ρούχων του καθώς και επιστολών του, οδήγησαν
στο συμπέρασμα ότι ο Τζόνας Μάντριν είναι νεκρός".
Ο Ραμπλ Νουν έμεινε και κοίταζε σιωπηλός την είδηση. Η
εφημερίδα που κρατούσε στα χέρια του ήταν προ πέντε ετών και ο
Τζόνας Μάντριν. Όλα έμοιαζαν να ταιριάζουν πολύ καλά.
Ήταν αυτός ο Τζόνας Μάντριν; Κι αν ήταν, τι τον είχε οδηγήσει
τον Τζόνας Μάντριν, ένας "σπορτσμαν" και επιτυχημένο
επιχειρηματία να μεταβληθεί σε Ραμπλ Νουν, πληρωμένο δόλο;
Έβαλε στη θέση του τον τόμο και προχώρησε προς την πόρτα.
"Βρήκες αυτό που ήθελες;" τον ρώτησε ο Μάλλορυ.
Ο Ραμπλ Νουν έβγαλε το καπέλο του και πέρασε το χέρι του στα
μαλλιά του. "Μμμ, ναι. Φαίνεται μάλλον ένα ήσυχο μέρος" είπε
"παρ' ότι ο σιδηρόδρομος θα φέρει κάποιες αλλαγές".
Ανέβηκε στο άλογό του και κατέβηκε το δρόμο ψάχνοντας για ένα
σταύλο.
Ο Μάλλορυ σηκώθηκε και μπήκε μέσα. Κατέβασε τον τόμο των
εφημερίδων και τον ξεφύλλισε ψάχοντας θέμα προς θέμα. Αλλά μόνο
την επόμενη μέρα βρήκε το κομμάτι για τον Τζόνας Μάντριν.
Κάθησε και το εξέτασε. Η αμοιβή είχε αποσυρθεί, αλλά μπορεί ακόμη
να βρισκόταν κάποιος που θα πλήρωνε για μια πληροφορία. Άξιζε ο
κόπος να το προσπαθήσει.
Κι αν δεν έπαιρνε πεντακόσια δλλαρια, ίσως να Απαιρνε διακόσια ή
έστω εκατό. Έβγαλε μια κόλλα χαρτί και πήρε την πέννα του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11.
Ο Ραμπλ Νουν ξύπνησε πολύ πρωί και έμεινε ξαπλωμένος
κοιτάζοντας το ταβάνι. Το δωμάτιο του πανδοχείου ήταν άνετο και
κοιμήθηκα καλά. Είχε πάρει πια την απόφαση: θα επέστρεφε στο
ράντσο Ράφτερ Ντη και εκεί θ' αντιμετώπιζε τα πράγματα ανάλογα με
το πως θα εξελισσόταν.
Αν πράγματι ο Τζόνας Μάντριν δεν το ήξερε, ούτε το ένιωθε. Αν
είχε κάποτε γυναίκα και παιδί δεν το θυμόταν. Μήπως η αμνησία του
ήταν ένας τρόπος προστασίας του από τον αφανισμό, εξ αιτίας της
μεγάλης του θλίψης;
Αν ήταν ο Τζόνας Μάντριν, είχε έρθει στη Δύση για να ξεφύγει από
τις αναμνήσεις ή πήγε εκεί με την ελπίδα να βρει τους δολοφόνους
της οικογενείας του; Αν αυτός ήταν ο στόχος του, τότε οι
δολοφόνοι μπορούσαν να είναι ασφαλείς, γιατί εκείνος δεν θυμόταν
καμιά λεπτομέρεια γι' αυτούς. Τίποτα.
Πώς όμως ο δικαστής Νίλαντ μάντεψε ότι ήταν ο Μάντριν; Μόνο
επειδή χρησιμοποίησε το όνομα ή μήπως τον είχε γνωρίσει παλιά;
Σηκώθηκε γρήγορα, ντύθηκε, ψαλλίδισε λίγο τα γένεια του και
χτενίστηκε. Στην τραπεζαρία έφαγε βιαστικά το πρωινό του, πήρε
λίγο φαγητό σε πακέτο και βγήκε από την πόλη πολύ γρήγορα.
Μπορούσε να προφτάσει το τραίνο για την Λας Κρούτσες, αλλά το
μετάνοιωσε. Αν παρακολουθούσαν τη σιδηροδρομική γραμμή θα ήταν
επικίνδυνο γιατί είναι ένα πολύ λογικό μέρος να τον περιμένουν.
Έτρεχε με το άλογό του γρήγορα, σταματούσε σε μικρά ράντσα,
άλλαζε άλογο και συνέχιζε.
Είχε δύσει πιά ο ήλιος όταν άκουσε τα κουδουνάκια των αγελάδων
και είδε ένα ράντσο ανάμεσα στα δέντρα, πάνω σ' ένα μικρό ρυάκι,
που κυλούσε προς το Ρίο Γκράντε.
Μπήκε στο μονοπάτι που οδηγούσε προς το ράντσο και κατευθύνθηκε
στο σπίτι. Όταν έφτασε είχε πια νυχτώσει, αλλά ένα παράθυρο ήταν
φωτισμένο. Ένας σκύλος άρχισε να γαυγίζει δαιμονισμένα.
Σταμάτησε και φώναξε, πρώτα αγγλικά και μετά ισπανικά.
Επειδή δεν πήρε καμιά απάντηση μπήκε μέσα στην αυλή και φώναξε
ξανά.
Κάποιος μέσα από τα δέντρα κοντά στο σπίτι τον ρώτησε: "Τι θέλετε
σενιόρ;"
"Φαγητό κι ένα άλογο. ΝΑ αλλάξω αυτό που έχω".
"Εντάξει φίλε", απάντησε η φωνή.
Ο Μεξικάνος βγήκε κάτω από τα δέντρα. "Μπορεί να τραβήξετε προς
τα πάνω σενιόρ, αλλά ο γιος μου... βρίσκεται εκεί κάτω από τα
δέντρα μ' ένα Ουίνστσεστερ".
"Είσαι έξυπνος και προνοητικός φίλε. Πολλοί κακοί κυκλοφορούν
αυτή την εποχή", είπε ο Νουν ήρεμα.
Ξεπέζεψε και γύρισε το άλογό του, έτσι ώστε να τον δουν καλύτερα.
"Είναι καλό άλογο" είπε "αλλά πηγαίνω μακριά κι έχω εχθρούς".
Ο Μεξικάνος ανασήκωσε του ώμους του αδιάφορα. "Έναν άντρα
μπορείς να τον κρίνεις απ' αυτούς που τον μισούν. Ναι, είναι καλό
άλογο" είπε "πολύ καλό άλογο και έρχεσαι από μακριά".
Ο Μεξικάνος γύρισε το κεφάλι του προς το σπίτι και φώναξε "Ένα
πιάτο κι ένα φλιτζάνι ακόμα, μαματσίτα". Και γυρίζοντας προς τον
Ραμπλ Νουν είπε: "Ελάτε σενιόρ".
Ο Νουν δίστασε. "Θα φέρω και το τουφέκι μου, φίλε. Σύμφωνοι;"
"Φυσικά". Και ύστερα πρόσθεσε" Ο γιος μου θα φροντίσει για το
άλογο"
Προχώρησαν μαζί προς το σπίτι και ο Ραμπλ Νουν καθώς έμπαιναν
μέσα έβγαλε το καπέλο του.
Υποκλίθηκε στη Μεξικάνα, που στεκόταν κοντά στο φούρνο. "Σας
ενοχλώ κυρία μου" είπε. "Το καταλαβαίνω".
"Καμμία ενόχληση. Καθήστε παρακαλώ", απάντησε εκείνη ευγενικά.
Το φαγητό ήταν ζεστό και καλομαγειρεμένο. Έφαγε δυο μερίδες.
"Ήσασταν πεινασμένος σενιόρ", είπε η γυναίκα.
Χαμογέλασε. "Γειά στα χέρια σας, ήταν νοστιμότατο το φαγητό"
Ακόμα κι αν δεν ήμουν τόσο πεινασμένος, με τόσο νόστιμο φαγητό,
σίγουρα θα έτρωγα πολύ".
Του χαμογέλασε και του ξαναγέμισε το φλυτζάνι με καφέ. Ακούμπησε
την πλάτη του στην καρέκλα και είπε: "Φαίνεται ότι ο δρόμος από
δω δεν είναι πολυσύχναστος. Δεν περνούν πολλοί ταξιδιώτες". Κι
ύστερα από μια παύση πρόσθεσε: "ή αέρας έσβησε τα ίχνη".
Ο Μεξικάνος ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα. "Η άμμος, ο
αέρας... ξέρεις τώρα".
"Για το γκρίζο άλογο" είπε ο Ραμπλ Νουν "θα σας δώσω χαρτί,
πωλητήριο... Αλλά αν με ακολουθήσει κανείς, δεν θέλω να δει το
άλογο. Καταλάβατε;"
"Υπάρχει ένα λειβάδι κάτω στον ποταμό, σενιόρ. Εκεί δεν μπορεί να
το δει κανείς. Θα το αφήσω για λίγες μέρες".
Ο Ραμπλ Νουν σηκώθηκε αποφασισμένος να φύγει και ν' αφήσει την
εγκάρδια ατμόσφαιρα των απλώ αυτών ανθρώπων. Στάθηκε για μια
στιγμή και κοίταξε γύρω του. "Είστε τυχεροί" είπε "έχετε πολλά
πράγματα εδώ".
"Είμαστε φτωχοί άνθρωποι, σενιόρ".
"Φτωχοί; Είστε πλουσιότεροι απ' ότι νομίζετε. Έχετε ένα σπίτι,
λίγα ζώα, φαγητό και το κυριότερο: έχετε ο ένας τον άλλον. Είναι
μεγάλο πράγμα. Είναι πολύ περισσότερα απ' ότι θα έχω εγώ εκεί
έξω". Έδειξε τη νύχτα. Ύστερα προχώρησε προς την πόρτα.
Ο νεαρός Μεξικάνος τότε του είπε: "Σέλλωσα ήδη ένα άλογο. Είναι
πολύ καλό και θα ας πάει μακριά".
"Ευχαριστώ φίλε μου".
Βγήκαν και οι υπόλοιποι πίσω του. Είχαν μείνει πολύ λίγο
συντροφιά, αλλά ένιωθαν ότι υπήρχε τώρα κάτι μεταξύ τους.
Στάθηκαν όλοι μαζί "Πήγαινε στην ευχή του Θεού" είπε η γυναίκα.
Εκείνος σήκωσε το χέρι του και τους χαιρέτησε και χάθηκε στην
νύχτα.
Ένιωθε αμήχανα. Η ζεστασιά του σπιτικού τους τον είχε
εντυπωσιάσει, αλλά παρ' όλα αυτά είχε την εντύπωση, σχεδόν τη
βεβαιότητα, ότι τον παρακολουθούσαν. Υπήρχε κάτι, κάποιος μέσα
στην νύχτα, που τον παρακολουθούσε και τον ανησυχούσε.
Είχε γνωρίσει τόσο λίγο τη ζωή -λίγες μέρες μόνος, κι αυτές
γεμάτες αμφιβολίες, στενοχώρια και φόβο... και πριν απ' αυτές; Δε
θυμόταν, αλλά αν πίστευε αυτά που είχε διαβάσει στην εφημερίδα,
είχε μία γυναίκα, ένα παιδί και ύστερα οι δολοφόνοι τους. Δεν
ήξερε την ηλικία του, αλλά υπέθετε ότι έπρεπε να είναι γύρω στα
τριάντα. Είχε φτιάξει την εταιρία του και ήταν πρόεδρός της, σε
νεαρή ηλικία. Και ήταν και διάσημος κυνηγός...
Ήταν ακόμα κυνηγός... και κυνηγημένος.
Το άλογο που του είχαν δώσει ήταν σκληρό και γρήγορο. Του άρεσε
να ταξιδεύει και του άρεσε και η νύχτα. Ακολούθησε τον ποταμό για
αρκετή ώρα και ύστερα άρχισε ν' ανεβαίνει. Δεν ακουγόταν τίποτα,
αλλά δύο φορές ένιωσε άσχημα και στάθηκε ν' ακούσει θορύβους.
Νόμισε ότι είχε ακούσει κάποιον αόριστο θόρυβο και όχι πολύ
μακριά.
Αν πράγματι ήταν τόσο επικίνδυνος, όσο υποτίθεται ότι ήταν, τότε
οι εχθροί του θα προσπαθούσαν να τον παγιδεύσουν. Αν δεν
επιχειρούσαν να τον σκοτώσουν τώρα, αυτό σήμαινε ότι είχαν κατά
νου άλλο μέρος, καλύτερο και πιο σίγουρο. Κάποιο μέρος όπου η
παγίδα θα ήταν να λυθεί ευκολότερο αν δεν την είχαν ήδη στήσει.
Θα τολμούσε να το σκάσει; Θα προσπαθούσε να κατευθυνθεί προς τα
βουνά;
Ήξερε ότι μπροστά του ήταν κάτι χωριά και πέρα απ' αυτά η πύλη
Σοκκόρο. Ήταν μια μικρή, αλλά πολύ παλιά πόλη με καλούς
ανθρώπους, αλλά και αρκετούς παράνομους. Αριστερά του ήταν η
οροσειρά Μπλακ Ραίητζ, με τους Απάτσι, τους παράνομους, άγρια
και υπέροχη.... ή τουλάχιστον έτσι είχε ακούσει.
Γύρισε απότομα το άλογό του μακριά από τον ποταμό και στάθηκε
πολλές φορές για ν' ακούσει θορύβους. Άρχισε ν' ανεβαίνει.
Σκεφτόμουν ότι δε θα μπορούσε να ξεφύγει από τη μοίρα του, αλλά
ανησυχούσε. Το όνομα Τζόνας Μάντιν του είχε βγει από το
υποσυνείδητο, χωρίς να κάνει καμιά προσπάθεια. ΑΟ,τι κι αν
κρυβόταν πίσω απ' αυτό δεν το θυμόταν.
Ίσως, όμως να θυμόταν εγκαίρως που ήταν κρυμμένα τα λεφτά του
Τομ Ντάβιτζ. Σκέφτηκε ότι θα ήταν καλύτερα αν καθόταν κάτω κι
έβαζε σε μια κόλλα χαρτί όλα τα πιθανά μέρη που μπορούσαν να
είναι κρυμμένα τα λεφτά. Ίσως σε κάποιο απ' αυτά η μνήμη του να
ξυπνούσε.
Ο δικαστής Νίλαντ πίστευε ότι η Πεγκ Καλλαίην ήξερε ή νόμιζε ότι
ήξερε το μέρος. Γιατί όμως δεν είχε πάει να τα βρει; Μήπως τον
φοβόταν ή φοβόταν τον Μπεν Τζάνις; Ήλπιζε να πάρει όλα τα λεφτά
για τον εαυτό της;
Μα βέβαια. Η Πεγκ Καλλαίην δεν φαινόταν να σκοπεύει να τα
μοιραστεί με κανέναν.
Ήταν σαν τις αρχαίες διάσημες εταίρες... Δεν ήταν μια παθιασμένη
γυναίκα, αλλά μια γυναίκα που είχε καταφέρει να την θεωρούν
παθιασμένη. Μια γυναίκα που πίσω από τη μάσκα του πάθους ήταν
ψυχρή και υπολογίστρια. Η Πεγκ Καλλαίην ήταν σκληρή... δεν έπρεπε
ποτέ να το ξεχάσει αυτό. Δεν είχε ούτε ίχνος αγάπης ή συμπόνοιας
μέσα της.
Τα χαράματα βρισκόταν ανάμεσα στους κέδρους, στις χαμηλότερες
πλαγιές του βουνού κι ακολουθούσε ένα μονοπάτι γελαδιών. Είχε
ξεφύγει ή τουλάχιστον νόμιζε ότι είχε διαφύγει απ' αυτόν που ίσως
τον παρακολουθούσε...
Ύστερα από λίγο ξεπέζεψε κι έβγαλε τη σέλλα από το άλογο. Το
άφησε να ξεκουραστεί και να βοσκήσει. Εξετάσε την περιοχή γύρω
του και ξάπλωσε στο χορτάρι κοντά στο άλογο και κοιτάζοντας τον
ουρανό.
Ήταν τρέλα να γυρίσει πίσω. Θα Απρεπε να βρει ένα καλό μέρος με
πηγή στο βουνό, να μείνει εκεί, ώσπου να τελειώσουν όλα αυτά και
μετά να πάει στις ανατολικές πολιτείες και να ξαναρχίσει τη ζωή
του.
Ωστόσο ήξερε ότι δεν επρόκειτο να κάνει τίποτα απ' όλα αυτά. Η
Φαν Ντάβιτζ είχε ανάγκη από βοήθεια και θα πήγαινε εκεί.
Ξύπνησε ξαφνικά. Ο ήλιος ήταν ψηλά, δεν ήταν όμως αυτό που τον
είχε ξυπνήσει, αλλά το άλογό του. Είχε το κεφάλι του ψηλά, τα
αυτιά τεντωμένα και ρουθούνιζε απαλά.
Στριφογύρισε, όπως ήταν ξαπλωμένος, πήρε το τουφέκι του και
χώθηκε μέσα στους θάμνους... Άρχισε να τρέχει κι έπεσε κατ'
ευθείαν πάνω τους. Ήταν τρεις άνδρες, αλλά η επίθεσή του τους
αιφνιδίασε, τους αιφνιδίασε καθώς ετοιμάζονταν να τον
αιφνιδιάσουν εκείνοι.
Ο ώμος του χτύπησε τον πρώτο άνδρα που έπεσε πάνω στο δεύτερο και
με έναν πυροβολισμό από το Ουίντσεστερ έκανε τον τρίτο να
στριφογυρίζει. Αστραπιαία βρέθηκε ανάμεσα στους βράχους, πίσω
τους.
Έπεσε κάτω στο έδαφος και κατρακύλησε τρέμοντας από φόβο.
Σηκώθηκε έχοντας στα χέρια το τουφέκι του. Μια σφαίρα σφηνώθηκε
στο βράχο κοντά στο πρόσωπό του. Πυροβόλησε στα τυφλά δυο φορές.
Μετά έγινε σιωπή.
Οι τρεις άνδρες είχαν εξαφανιστεί μέσα στους θάμνους και κείνος
περίμενε να γίνει κάποια κίνηση. Κανείς όμως δεν κουνήθηκε.
Ύστερα από λίγο άκουσε ένα σαρκαστικό γέλιο και κάποιον που
έλεγε: "Εντάξει. Μείνε εκεί όσο θέλεις. Θα σου πάρουμε το άλογο
και όλα τα πράγματα".
Δεν μίλησε, ξέροντας ότι αυτοί περίμεναν να μιλήσει. Ύστερα από
μερικά λεπτά έβγαλε το κεφάλι του πίσω από το βράχο. Δεν είδε
κανέναν... και το άλογο έλειπε. Κάθησε ήρεμος. Πέρασε μια ώρα...
κι άλλη μια. Καταλάβαινε την ώρα από τη σκιά ενός πεύκου που
βρισκόταν κοντά του.
Τέλος, βγήκε από τους βράχους και έλεγξε τα ίχνη. Είχαν φύγει
πιστεύοντας ότι ήταν τραυματισμένος. Είχαν πάρει μαζί τους τη
σέλλα του αλόγου το άλογο και τα τρόφιμά του. Δεν είχε ούτε καν
ένα παγούρι... τίποτα.
Η πιο κοντινή πόλη θα ήταν πάνω στη σιδηροδρομική γραμμή, σαράντα
περίπου μίλια μακριά και χωρίς αμφιβολία θα τον περίμεναν κι'
εκεί.
Ήταν περιοχή των Απάτσι και εξ αιτίας των πρόσφατων ταραχών οι
περισσότεροι χρυσοθήρες ή κτηματίες είχαν φύγει για το Σοκκόρο ή
για άλλες πόλεις. Τέλος, δεν είχε νόημα να χάνει καιρό. Αν ήθελε
να μείνει ζωντανός έπρεπε να ξεκινήσει. Πριν απ' όλα έπρεπε να
βρει νερό κι ύστερα ένα άλογο.
Μπήκε ανάμεσα στα δέντρα, βρήκε ένα μονοπάτι ζώων και άρχισε πάλι
να περπατάει πάνω σ' αυτό, κρατώντας το τουφέκι του έτοιμος να
τραβήξει τη σκανδάλη. Ακολούθησε την πλαγιά για μια ώρα περίπου,
σταματώντας κατά διαστήματα για να ελέγξει την περιοχή γύρω του.
Ερευνούσε την περιοχή με εξαιρετική προσοχή και εξέταζε όλους
τους πιθανούς κρυψώνες. Πότε πότε άλλαζε την πορεία του, για να
μπερδέψει τον ενδεχόμενο εχθρό του, που ίσως τον παρακολουθούσε.
Οι τρεις άνδρες ίσως πίστευαν ότι θα τον υποχρέωναν να βγει από
την κρυψώνα του ή ότι αργά ή γρήγορα θα κατέβαινε από το βουνό
για να βρει τροφή.
Η πλευρά εκείνη του βουνού ήταν καλυμμένη από πεύκα. Σε ορισμένα
σημεία μάλιστα γίνονταν πιο πυκνά. Όσο πιο ψηλά ανέβαινε όμως τα
πεύκα αραίωναν και άρχιζαν οι λεύκες. Η πλαγιά του βουνού όσο
προχωρούσε γινόταν πιο απότομη και σε κάποια σημεία κοβόταν από
βαθιά φαράγγια. Μπήκε σ' ένα απ' αυτά και το ακολούθησε για
αρκετή ώρα προς τον ποταμό κάτω. Ύστερα ξανανέβηκε, βγήκε από το
φαράγγι και ακολούθησε πάλι την πλαγιά. Αυτό σήμαινε χάσιμο
χρόνου και περισσότερο βάδισμα, αλλά έτσι δύσκολα θα μπορούσε
κανείς να τον βρει.
Έκανε πολύ ζέστη κι έβαλε ένα βοτσαλάκι στο στόμα του για να
προκαλέσει έκκριση σάλιου. Κοίταζε γύρω του τα φυτά, που θα του
έδειχναν την παρουσία νερού ή τις φυσικές δεξαμενές που μπορούσαν
να έχουν νερό. Δεν βρήκε τίποτα.
Συνέχισε το δρόμο του, τρέχοντας πότε ποτέ, περπατώντας και
σταματώντας συχνά για να ελέγξει την περιοχή γύρω του.
Καθυστερούσε πολύ και τώρα ο χρόνος είχε μεγάλη σημασία.
Ο ήλιος έπεφτε και οι σκιές πύκνωναν στα φαράγγια. Έβλεπε κάτω
την περιοχή σε απόσταση μιλίων κι από μακριά άκουσε το σφύριγμα
ενός τραίνου. Ήταν βέβαιος ότι οι τρεις άνδρες βρίσκονταν εκεί
κάτω και τον περίμεναν. Ξαφνικά είδε μπροστά του μια καλύβα και
έπεσε αμέσως κάτω. Είδε μια Μεξικάνα, μ' έναν καβαλλάρη δίπλα της
να κουβεντιάζουν. Υπήρχαν μερικές κότες και έψαξε με το βλέμμα
του να δει τον σκύλο, τον απαραίτητο σκύλο, προτού ο σκύλος τον
δει κι αρχίσει να γαυγίζει.
Ο άνδρας γύρισε το κεφάλι του... ο Ραμπλ Νουν θυμόταν αυτό το
πρόσωπο, αλλά από που δεν ήξερε. Ήταν ένα λεπτό, κακό πρόσωπο με
λεπτά χείλη και μυτερό πηγούνι. Το όπλο του ήταν δεμένο χαμηλά. Ο
άνδρας γύρισε το άλογό του και απομακρύνθηκε. Η Μεξικάνα τον
παρακολούθησε για λίγο με το βλέμμα της και έπειτα έκανε το
σταυρό της.
Ο Ραμπλ Νουν σηκώθηκε. Ήταν κουρασμένος και τα πόδια του τον
πονούσαν. Είχε φοβερή ανάγκη από ένα άλογο και λίγο νερό.
Η Μεξικάνα στεκόταν ακόμη στο ίδιο σημείο. Μόνο που τώρα δεν
κοίταζε τον καβαλλάρη, που είχε φύγει, αλλά έναν παπαγάλο.
Καθόταν πάνω σ' ένα κλαδί, με τεντωμένο το λαιμό. Η γυναίκα δεν
γύρισε, αλλά μίλησε σιγανά. "Έλα σενιόρ. Δεν έχει φόβο τώρα".
Προχώρησε προς το μέρος της με εμπιστοσύνη. Ήξερε ότι οι
Μεξικάνοι συμπαθούσαν αυτούς που βρίσκονταν σε δύσκολη θέση.
Γύρισε και τον κοίταξε. "Ο Πάντσο σε είδε. Την ώρα που ήταν εδώ
αυτός ο γκρίνγκο".
Είπε αυτή τη λέξη με έναν άλλο τόνο και τότε εκείνος χαμογέλασε
πλατιά. "Μπορούσες να του το είχες πει".
"Δε θα του έλεγα τίποτα[ Δεν είναι καλός άνθρωπος. Τον ξέρω
αυτόν, είναι ο Λυντς Μάνλυ".
Ο Ραμπλ Νουν κοίταξε προς το μέρος που είχε φύγει ο άνδρας.
Καταλάβαινε ότι για να φτάσουν στο σημείο να φέρουν τον Λυντς
Μάνλυ, ήταν αποφασισμένοι με κάθε τρόπο να τον σκοτώσουν. Δε
θυμόταν λεπτομέρειες, αλλά ο Μάνλυ ήταν γνωστός ανθρωποκυνηγός
και επαγγελματίας φονιάς. Είχε υπηρετήσει κάποτε στη Βασιλική
Έφιππη Αστυνομία, αλλά τον είχαν διώξει για αδικαιολόγητη
δολοφονία. Από τότε είχε γίνει πληρωμένος δολοφόνος και είχε πολύ
κακή φήμη.
Ο Ραμπλ Νουν ήπιε μπόλικο νερό από το πηγάδι κι ύστερα ακολούθησε
την Μεξικάνα μέσα στο σπίτι. Έπλυνε τα χέρια και το πρόσωπό του
και μετά κάθισε στο τραπέζι. Του έβαλε φαγητό και καφέ. Από το
παράθυρο έβλεπε τον ήλιο που έδυε και άκουγε τα χαρούμενα
κακαρίσματα που έκαναν οι κότες. Ήταν ένα ευχάριστο, ήρεμο
μέρος.
"Σε ζηλεύω", είπε.
Τον κοίταξε με έκπληξη. "Όταν θα έρθουν οι Απάτσι δεν θα με
ζηλεύεις;" είπε η άλλη: "Και τότε είναι ήσυχα, η ησυχία του
θανάτου".
"Έρχονται τόσο μακριά;"
Ανασήκωσε τον ένα της ώμο. "Μπορούν... έχουν έρθει. Ποιός ξέρει
τι μπορεί να κάνουν;" Τον κοίταξε ερευνητικά. "Δε φαίνεσαι να
είσαι τόσο τρομερός, ώστε να σε φοβούνται", είπε.
"Να με φοβούνται;"
"Όταν στέλνουν τόσους πολλούς να πιάσουν έναν, τότε αυτός πρέπει
να είναι πολύ επικίνδυνος. Ψάχνουν τις πόλεις, τα ράντσα, ακόμα
και τις καλύβες στο Ρίο Γκράντε".
"Είναι πολλοί;"
"Είκοσι... ίσως και περισσότεροι".
"Και παρ' όλα αυτά με βοηθάς;"
Χαμογέλασε. "Μου αρέσουν οι άνδρες που τους φοβούνται. Ο άνδρας
μου είναι ένας απ' αυτούς".
"Είναι εδώ;"
"Τον έχουν βάλει φυλακή. Θα τον κρεμάσουν. Είναι ο Μιγκουέλ
Λέμπο". Το είπε με πολύ υπερηφάνεια και πρόκληση.
"Δεν τον ξέρω, σενιόρα", είπε, "αλλά αφού είναι άνδρας σου,
πρέπει να είναι καλός άνθρωπος. Δε θα τολμούσε να είναι οτιδήποτε
άλλο".
Γέλασε δυνατά.
Του ήρθε μια ιδέα. "Έχεις κανένα παλιό σομπρέρο; Και μια
σεράπε*;"
"Ναι". Κατάλαβε αμέσως. "Θα Αθελες να τα χρησιμοποιήσεις;"
Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Εκείνη βγήκε από το δωμάτιο και
γύρισε μ' ένα παλιό σομπρέρο, μια σεράπε και γκέττες με κρόσσια.
"Τα ισπανικά σου είναι πολύ καλά σενιόρ. Πες τους ότι είσαι από
την Σονόρα".
Το άλογο που του έφερε ήταν κοκκαλιάρικο, η σέλλα παλιά, αλλά θα
βολευόταν. Ξύρισε τα γένεια του κι άφησε μόνο μουστάκι και
φαβορίτες. Κι όταν έφυγε από κει, με χαμηλωμένο το σομπρέρο,
έμοιαζε με αληθινό Μεξικάνο.
Προχώρησε προς την πόλη, ακολουθώντας το μονοπάτι. Όταν έφτασε,
έδεσε το άλογό του και μπήκε σ' ένα μεξικάνικο σαλούν για να πιεί
μια μπύρα.
Ο Μεξικάνος που ήρθε να πάρει παραγγελία ήταν χοντρός και είχε
καλυμένο το ένα του μάτι μ' ένα μαύρο πανί. Μέσα στο σαλούν ήταν
μόνο ένας εργάτης, που κοιμόταν σε μια γωνιά και ένας άλλος
άνδρας με το κεφάλι γερμένο στο τραπέζι.
Ο Ραμπλ Νουν είπε σιγανά. "Είδες το άλογό μου, σενιόρ;"
"Ναι, το είδα".
Η φωνή του ιδιοκτήτη του σαλούν ήταν χαμηλή επιφυλακτική. "Τι
επιθυμείτε σενιόρ; Μόνο μπύρα;"
"Την μπύρα και μια δουλειά. Θα Αθελα να δώσω το άλογο που είδες
και να πάρω δυο άλογα, γρήγορα άλογα. Δεν έχω φίλους εδώ φίλε μου
και πολλοί με ψάχνουν. Η κυρία Λέμπο όμως είναι φίλη μου και γω
θα είμαι πάντοτε φίλος της".
"Αν εννοείς αυτό που νομίζω, είσαι τρελός".
"Την μπύρα και δυο άλογα... εντάξει".
Ο ιδιοκτήτης του σαλούν πήγε κι έφερε την μπύρα και μετά βγήκε
έξω. Έλειψε για λίγο.
Ο Ραμπλ Νουν τελείωσε την μπύρα του κι όταν ο μπάρμαν επέστρεψε,
παρήγγειλε ακόμη μια. Έξω από το σαλούν ένα μικρό αγόρι, έβγαζε
τη σέλλα από το άλογο και την έβαζε σ' ένα άλλο, γκρίζο με άσπρη
μουσούδα. Πλάι του στεκόταν ένα ακόμη σελλωμένο άλογο. Πάνω του
ήταν ακουμπισμένα ένα τουφέκι και μια ζώνη όπλου. Πίσω από κάθε
σέλλα υπήρχε τυλιγμένη μια κουβέρτα.
Ο Ραμπ Νουν τελείωσε και την δεύτερη μπύρα του και πλησίασε στο
μπαρ. Έβαλε τα λεφτά πάνω στον πάγκο, αλλά ο ιδιοκτήτης του
______________
* μεξικάνικη κάπα.
σαλούν τα Ασπρωξε μακριά. "Ο Μιγκουέλ Λέμπο είναι φίλος μου",
είπε, "αλλά σκέψου καλύτερα αυτό που πας να κάνεις".
"Με κυνηγούν ήδη", απάντησε ο Νουν "και σκέφτομαι ότι μπορώ να
χρησιμοποιήσω έναν καλό άνδρα εκεί που πάω. Απάντησέ μου σ' ότι
σε ρωτήσω. Πόσοι βρίσκονται αυτή τη στιγμή στα γραφεία της
φυλακής; Πόσο μακριά μένει ο αξιωματικός; Ποιός θα έδινε το σήμα
γρηγορότερα;"
"Ένας μόνο άνθρωπος βρίσκεται αυτή τη στιγμή στη φυλακή και δεν
έχει τίποτα ενταντίον του Μιγκουέλ. Ο αξιωματικός που μένει πιο
κοντά στη φυλακή είναι ο βοηθός του σερίφη. Το σπίτι του είναι
τέσσερα τετράγωνα πιο κάτω από τη φυλακή και τώρα κοιμάται. Όσο
για το σήμα συναγερμού δεν νομίζω ότι θα το έδινε κανείς, εκτός
από τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού απέναντι. Δεν συμπαθεί τους
Μεξικάνους, μόνο τη δουλειά που του φέρνουν οι Μεξικάνοι
συμπαθεί".
"Δώσε του δουλειά τότε. Βρες πέντε Μεξικάνους να πάνε να
αγοράσουν από το μαγαζί του". Έβαλε δυο χρυσά εικοσοδόλλαρα πάνω
στον πάγκο. "Δώσε τους αυτά να πάνε ν' αγοράσουν ό,τι έχουν
ανάγκη και αυτά που θ' αγοράσουν να τα κρατήσουν. Μόνο απασχόλησέ
τον".
Ο ιδιοκτήτης του σαλούν τον κοίταζε επίμονα. "Αυτό είναι μεγάλο
ρίσκο. Γιατί το κάνεις;"
"Η κυρία Λέμπο με καλοδέχτηκε, με τάισε, μου έδωσε ένα άλογο.
Είπε ότι ο άνδρας της είναι καλός άνθρωπος και πιστεύω ότι δεν
πρέπει να κρεμάνε τους καλούς ανθρώπους".
"Ήταν όλοι ένορκοι ενός μεγαλοκτηματία. Ο Μιγκουέλ είναι
ιδιοκτήτης μιας πηγής νερού... του ανήκει εδώ και πολλά χρόνια.
Οι δικοί του ήρθαν εδώ με τους πρώτους εποίκους στο Σοκκόρο".
"Θα ελευθερωθεί".
Ο Ραμπλ Νουν προχώρησε προς την πόρτα και εξέτασε το δρόμο. Ήταν
βραδάκι. Οι περισσότεροι άνδρες ήταν στα σπίτια τους για το
βραδινό φαγητό κι αυτοί που θα γέμιζαν τα σαλούν και τις λέσχες
δεν είχαν φανεί ακόμη. Μερικοί κουβέντιαζαν μεταξύ τους και άλλοι
διάβαζαν εφημερίδες.
Έριξε μια ματιά στ' άλογα και είδε ότι ήταν καλά. Γύρισε και
είπε στα ισπανικά "Αντίο φίλε".
Προχώρησε προς τη φυλακή, άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Υπήρχε
ένα γραφείο, ένα τραπέζι κια μια πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι.
Έκανε ζέστη, αλλά παρ' όλα αυτά ο τύπος καθόταν εκεί. Μασσούσε
καπνό.
"Γειά σου Μεξικάνε τι μπορώ να κάνω για σένα;" είπε.
"Άκουσα ότι είσαι καλός άνθρωπος", είπε ο Ραμπλ Νουν "και δεν
έχεις τίποτα εναντίον του κρατούμενού σου".
"Η αλήθεια είναι ότι ο Λέμπο είναι καλός άνθρωπος, αλλά είμαι
φύλακάς του και δε θα επιτρέψω να γίνουν κόλπα", είπε ο άλλος
κοφτά.
"Φυσικά όχι", είπε ο Νουν και έβγαλε το όπλο του. "Δε θα Αθελα να
πυροβολήσω έναν ευγενικό άνθρωπο".
Ο φύλακας κοίταξε το όπλο και ύστερα τα μάτια, που τον κοίταζαν.
"Δεν είσαι Μεξικάνος", είπε. "Ποιός είσαι;"
"Ο Ραμπλ Νουν", είπε ήρεμα. "Πες τους μόνο ότι ήρθε ο Ραμπλ Νουν.
Κι ακόμη, να μην ενοχλήσουν τη σενιόρα Λέμπο... ούτε την πηγή του
νερού. Πες τους ότι αυτά είπε ο Ραμπλ Νουν".
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12
Ο Ραμπλ Νουν και ο Μιγκουέλ Λέμπο κάθονταν μπροστά στη φωτιά κι
έπιναν καφέ. Είχαν σταματήσει για να ξεκουραστούν σ' ένα
βαθούλωμα ψηλά στην πλαγιά του βουνού, που το κάλυπταν πεύκα.
Κάνονας όμως δυο-τρία βήματα παραπέρα, μπορούσαν να δουν όλη την
κοιλάδα κάτω, που ήταν τώρα λουσμένη στο φεγγαρόφωτο.
"ΣΑ ευχαριστώ και πάλι, αμίγκο, αλλά αναρωτιέμαι γιατί το έκανες
αυτό", είπε ο Μιγκουέλ Λέμπο.
Ο Νουν ανασήκωσε τους ώμους του. "Έτσι μου Αρθε. Η γυναίκα σου
είναι πολύ καλή και με βοήθησε τη στιγμή που χρειαζόμουν
βοήθεια... άλλωστε δε χωνεύω τους εχθρούς σου".
"Μόνο γι' αυτό;"
"Εσύ χρειαζόσουν μια ευκαιρία για ζωή. Εγώ χρειαζόμουν βοήθεια".
"Κατάλαβα".
"Είχα φασαρίες και είναι πολλοί εναντίον μου", είπε ο Νουν και
ύστερα από λίγο πρόσθεσε: "Θέλω να πας στο Κολοράντο. Υπάρχει ένα
ράντζο εκεί όπου κρύβονται πολλοί εκτός νόμου και δε θα εκπλαγούν
αν πας κι εσύ".
Του εξήγησε για το ράντσο και για την Φαν Ντάβιτζ, αλλά δεν είπε
τίποτα για τα λεφτά του Τομ Ντάβιτζ. "Πρέπει να πάει κάποιος εκεί
να προσέχει μην της κάνουν κακό, αλλά σε προειδοποιών: βρίσκονται
εκεί ο Μπεν Τζάνις, ο Τζων Λάνγκ, ο Νταίηβ Τσέρρυ και μερικοί
άλλοι".
"Θα κάνω ότι πρέπει, σενιόρ".
"Ο Χέννεκερ και ο Αρτς Μπίλλινγκ θα βοηθήσουν, αλλά κανένας τους
δεν τα καταφέρνει με τα όπλα".
Του είπε ακόμη για την Πεγκ Καλλαίην. Είχε συμπαθήσει πολύ τον
σκληρό Μεξικάνο, με το χιούμορ και την αισιοδοξία του. Ο Λέμπο
ήταν από την Σονόρα και ήταν μισός Ταραχουμάρε, καλός ιχνηλάτης
και πρακτικός άνθρωπος.
Η διαφυγή τους είχε αποδειχθεί αρκετά απλή. Πήραν το τραίνο από
την Σοκκόρο και κατέβηκαν στον ερημικό σταθμό απ' όπου είχε
ανέβει ο Ραμπλ Νουν αρχικά πηγαίνοντας στο Ελ Πάσο. Στο
μεγαλύτερο μέρος του ταξιδιού είχαν μαζί τους το ίδιο πλήρωμα κι
αυτό έδωσε την ευκαιρία στον Ραμπλ Νουν και στον Μιγκουέλ Λέμπο
να κοιμηθούν λίγο.
Ο Ραμπλ Νουν έλεγξε το Ουίντσεστερ και το πιστόλι του. Ο Λέμπο
έβγαλε τα άλογα να βοσκήσουν, ενώ παρακολουθούσε τις σκιές και
τους θορύβους στην πλαγιά. Του άρεσε η ησυχία και η δροσιά της
νύχτας, όπως και η μυρωδιά του κέρδου.
Μόλις ξημέρωσε ο Λέμπο έφυγε και ο Ραμπλ Νουν τράβηξε για την
παράγκα. Πλησιάζοντας την καλύβα του Μεξικάνου δεν άκουσε
κανέναν θόρυβο κι αυτό του φάνηκε περίεργο. Έπρεπε να υπάρχει
κάποια κίνηση, τουλάχιστον από τις κότες.
Προχώρησε αργά-αργά κρατώντας το τουφέκι στο χέρι και έχοντας τα
μάτια του ορθάνοιχτα.
Ο γερο Μεξικάνος ήταν πεσμένος στην άμμο. Τον είχαν πυροβολήσει
δυο φορές τουλάχιστον. Τα γελάδια και τα άλογα είχαν εξαφανιστεί.
Ο Ραμπλ Νουν κατέβηκε από το άλογό του και άγγιξε το μάγουλο του
γέρου. Ήταν παγωμένο.
Μέσα στην καλύβα όλα ήταν αναστατωμένα και πεταμένα, σαν κάποιος
να έψαχνε για κάτι βιαστικά... αλλά τι; Υπέθεσαν άραγε ότι τα
λεφτά ήταν κρυμμένα εκεί;
Η δολοφονία του άτυχου Μεξικάνου ήταν απλώς μια ωμότητα ή τον
είχαν συνδέσει μαζί του;
Κοίταξε γύρω του αμήχανα. Δεν είδε τίποτα το ύποπτο, αλλά κάτι
δεν του άρεσε. Τον παρακολουθούσαν; Γύρισε το κεφάλι του αργά σαν
να κοίταζε αφηρημένα, χωρίς να δίνει την εντύπωση ότι έψαχνε.
Τελικά το βλέμμα του στράφηκε στο μέρος όπου βρισκόταν το
"ασανσέρ" που οδηγούσε στην παράγκα πάνω στο βράχο.
Είχαν έρθει, είχαν σκοτώσει το γέρο, είχαν κλέψει τα ζώα του και
είχαν φύγει;... ή δεν είχαν φύγει; Μήπως τον περίμεναν μέσα στους
θάμνους όπως είχαν κάνει και στο άλλο ράντσο; Ήταν η ίδια
τακτική;
Τη στιγμή που έκανε αυτή τη σκέψη, βεβαιώθηκε ότι είχε δίκιο.
Γιατί όμως δεν πυροβολούσαν; Περίμεναν να δουν τι θα κάνει; Πού
θα πάει; Κι αν δεν ήξεραν τίποτα για την παράγκα ψηλά στο βράχο;
ΑΗ το άνοιγμα του ασανσέρ; Θα υπέθεσαν σίγουρα ότι υπήρχε κάποια
σχέση με τον Μεξικάνο και φυσικά επειδή ο γέρος δεν μπορούσε να
τους εξηγήσει, τον σκότωσαν. Οπωσδήποτε ήταν μια άγρια δολοφονία
που δεν εξυπηρετούσε σε τίποτα.
Για να μπορέσει κάποιος να παρακολουθήσει το ράντσο θα Απρεπε να
βρίσκεται αρκετά ψηλά. Πράγμα που σήμαινε ότι έπρεπε να πάει στην
απέναντι κορυφή του βουνού ή στην πλαγιά δυτικά.
Εκείνο που τον στενοχωρούσε ήταν το ότι κάποιος είχε μάθει τον
τρόπο που ενεργούσε ο Ραμπλ Νουν. Γιατί ήξεραν και το ράντσο
κοντά στο Ελ Πάσο κι είχαν ανακαλύψει κι αυτό εδώ το μέρος.
Προφανώς είχαν ξεκινήσει από τον ερημικό σιδηροδρομικό σταθμό.
Μήπως όμως είχαν χάρτη με σημειωμένους όλους τους κρυψώνες του;
Μπορούσαν άραγε να παρακολουθούν όλα τα μέρη στα οποία πήγαινε;
Αν ήξεραν γι' αυτόν περισσότερα απ' ότι μπορούσε να θυμηθεί ο
ίδιος, πολύ εύκολα θα έπεφτε στην παγίδα τους.
Βρήκε ένα φτυάρι και αφού τύλιξε τον γέρο Μεξικάνο σε κάτι
κουβέρτες τον έθαψε. Καθώς έσκαβε σκεφτόταν εντατικά.
Έπρεπε να γυρίσει στο άνοιγμα που οδηγούσε στην παράγκα πάνω στο
βουνό και κει να προγραμματίσει ήσυχος τις προσεχείς κινήσεις
του, αλλάζοντας όσο το δυνατόν τακτική. Δε θα Απρεπε να κάνει το
πρώτο που του ερχόταν στο μυαλό, αλλά κάτι διαφορετικό. Έπρεπε
ν' αλλάξει το ντύσιμό του, ακόμη και το περπάτημά του.
Η θέση στην οποία βρισκόταν και ο δρόμος που έπρεπε ν'
ακολουθήσει δεν του πρόσφεραν πολλά σημεία κάλυψης.
Το άλογό του είχε απομακρυνθεί λίγο και δε θέλησε να πάει πίσω
του. Στεκόταν σε μια ακάλυπτη θέση και δεν ήξερε τι διαταγές
είχαν αυτοί που τον παρακολουθούσαν... αν υπήρχαν. Δε θέλησε να
το διακινδυνεύσει.
Καθώς γύρισε προς την καλύβα κοίταξε ανατολικά. Η ανατολική
πλευρά του σπιτιού πρόσφερε μια καλή κάλυψη σε κάποιον που
ενδεχομένως τον κυνηγούσε. Κι όμως αν ήθελε να διαφύγει έπρεπε
ν' ακολουθήσει αυτή την κατεύθυνση.
Γυρίζοντας να φωνάξει το άλογο "έπιασε" μια λάμψη του ήλιου...
Κάννη όπλου;
Μπήκε γρήγορα μέσα στην καλύβα κι έσκυψε πάνω σ' ένα σάκκο με
καρότα που ήταν ακουμπισμένος δίπλα στην πόρτα. Είχαν ακόμα
χώματα επάνω τους. Προφανώς ήταν η τελευταία δουλειά που είχε
κάνει ο γέρος προτού τον πυροβολήσουν. Πήρε ένα καρότο και βγήκε
έξω. Το άλογο τον πλησίασε και ο Ραμπλ Νουν το τράβηξε μέσα στην
παράγκα.
Θα άφηνε ελεύθερο το άλογο γι' αυτό του έβγαλε τη σέλα και έδεσε
στη θέση της το σάκο με τα καρότα. Έλπιζε ότι έτσι θα κοροϊδέψει
αυτόν που τον παρακολουθούσε. Να νομίσει δηλαδή ότι ήταν ο ίδιος
πάνω στ' άλογο και ότι πήγαινε σκυφτός προσπαθώντας να το σκάσει.
Από την απόσταση που βρισκόταν υπήρχε πιθανότητα να ξεγελαστεί.
Έδεσε το άλογο στην πόρτα, πήγε στην ανατολική πλευρά του τοίχου
παίρνοντας από το τζάκι το φτυάρι και το σκαλιστήρι. Έσπασε το
χώμα στο έδαφος κι έσκαψε γρήγορα κάτω από το πέτρινο τοίχο. Οι
πέτρες ήταν βαλμένες χωρίς λάσπη και μερικές έπεσαν γρήγορα.
Αφού ήπιε αρκετό νερό από μια "όλα", πήρε το τουφέκι του, έλυσε
το άλογο και του χτύπησε δυνατά τα καπούλια. Τη στιγμή που το
άλογο έβγαινε με ταχύτητα από την πόρτα, αυτός χώθηκε στην τρύπα
που είχε ανοίξει. Ήταν σίγουρος ότι καθώς θα έτρεχε το άλογο θα
τραβούσε και την προσοχή τους. Και πραγματικά έτσι έγινε.
Άκουσε ένα πυροβολισμό κι αμέσως έναν δεύτερο. Το άλογο έτρεχε
προς τη σιδηροδρομική γραμμή "σπέροντας" το δρόμο με καρότα. Ο
Ραμπλ Νουν, λαχανιασμένος από την αγωνία, καθόταν κάτω από τους
βράχους.
Όταν το άλογο έφτασε στην κοιλάδα, σταμάτησε να τρέχει και ο
σάκος με τα καρότα είχε αδειάσει. Αυτοί που τον παρακολουθούσαν
θα είχαν καταλάβει το παιχνίδι του. Ίσως όμως και να υπέθεταν
ότι σε κάποια στιγμή πήδησε από το άλογο.
Θα πήγαιναν να τον ψάξουν στην κοιλάδα ή θα υπέθεταν ότι
βρισκόταν ακόμα μέσα στην καλύβα;
Του πήρε περισσότερο από μισή ώρα για να καλύψει την μικρή
απόσταση ως το άνοιγμα του "ασανσέρ". Σε κάθε του βήμα σχεδόν
σταματούσε, αφουγρκάζοταν και κοίταζε γύρω του προσεκτικά. Στο
μονοπάτι δεν είδε κανένα ίχνος και καθυστέρησε ακόμα λίγο για να
εξαφανίσει τα δικά του. Μετά μπήκε στη σπηλιά, κατέβασε την
εξέδρα κι ανέβηκε πάνω. Όταν έφτασε, τράβηξε γρήγορα γρήγορα τα
σκοινιά και εξέτασε πάλι προσεκτικά το έδαφος. Τίποτα δε φαινόταν
να έχει αλλάξει εκεί πάνω. Ωστόσο δεν μπορούσε να είναι και
βέβαιος. Στην πόρτα του ντουλαπιού στάθηκε και πάλι, τέντωσε τ'
αυτιά του κι αφού απ' την άλλη μεριά δεν ακούστηκε τίποτα την
άνοιξε και μπήκε. Ο χώρος ήταν άδειος.
Μήπως ήξερε και κανείς άλλος εκτός απ' το νεκρό πια Τομ Ντάβιτζ
αυτό το μέρος; Του φαινόταν απίθανο, αλλά δεν ήταν και βέβαιος.
Η σπηλιά φωτιζόταν μόνο από το άνοιγμα απ' όπου φαινόταν ο
ουρανός. Δεν άκουγε κανένα άλλο θόρυβο εκτός από τους κτύπους της
καρδιάς του και το λαχάνιασμά του. Πίσω από την πόρτα του
ντουλαπιού πιθανόν να παραμόνευε ο θάνατος... αλλά και πότε δεν
ήταν έτσι τα πράγματα;
Όποτε ένας άντρας στρίβει σε μια γωνία ή ανοίγει μια πόρτα
μπορεί να τον περιμένει ο θάνατος. Αργά ή γρήγορα θα κατέληγε στο
ίδιο πράγμα, αλλά δεν ήταν μοιρολάτρης. Ήξερε όμως ότι αν δεν
ήταν προσεκτικός θα πέθαινε.
Σήκωσε το χέρι του ν' ανοίξει την πόρτα κι αυτή υποχώρησε μπροστά
του ξαφνικά. Ενστικτωδώς το χέρι του πήγε στην σκανδάλη του
όπλου του κι ήταν έτοιμος να την τραβήξει. Συγκρατήθηκε την
τελευταία στιγμή. Μπροστά του βρισκόταν η Φαν... Η Φαν Ντάβιτζ
ήταν εκεί.
Η κοπέλα έκανε λίγα βήματα πίσω και κείνος βγήκε απ' το ντουλάπι
με το όπλο στο χέρι. Ήταν μόνη της και πολύ ταραγμένη.
"Τι συμβαίνει;" ρώτησε με μεγάλο ενδιαφέρον.
"Δεν ξέρω... κάτι. Ο Μπεν Τζάνις επέστρεψε χθες βράδυ πολύ
θυμωμένος. Έβριζε, βλαστημούσε. Κάπως φοβήθηκα... Σηκώθηκα και
ντύθηκα στο σκοτάδι".
"Ήρθε στο σπίτι;"
"Δεν ξέρω... Νόμιζα ότι θα Αρθει... Σε μια στιγμή όμως ήρθε ο
Χεν, μου κτύπησε το παράθυρο και μου είπε να φύγω. Είχε έτοιμο το
άλογό σου και μου είπε να το αφήσω να με πάει εκείνο. Με βεβαίωσε
ότι θα με οδηγούσε εκεί που είχες πάει κι εσύ".
"Και ο Αρτς Μπίλλινγκ;"
"Δεν ξέρω... Έκανα όπως μου είπε ο Χεν. Φοβήθηκα ότι ο Αρτς θα
προσπαθούσε να με προστατεύσει και τότε εκείνοι θα τον σκότωναν.
Ήρθαν κι άλλοι μαζί με τον Τζάνις. Νομίζω ότι ήταν πολλοί κι
ανάμεσά τους και μια κοπέλα".
"Η Πεγκ Καλλαίην;"
"Τι σχέση έχει η Πεγκ με ολ' αυτά; Γιατί να είναι αυτή; Τι
συμβαίνει;"
Ο Ραμπλ Νουν πήγε στο παράθυρο και κοίταξε το μονοπάτι. Σίγουρα
δεν θα είχε καλύψει τα ίχνη της και... Πόση ώρα θα τους έπαιρνε
να τα βρουν;
Πήρε από το συρτάρι σφαίρες και γέμισε τις τσέπες του. Επέστρεψε
πάλι στο παράθυρο και κοίταξε το μονοπάτι.
"Είναι φιλοχρήματοι... όλοι τους άπληστοι", είπε σαν να
μονολογούσε. "Και περισσότερο απ' όλους η Πεγκ Καλλαίην".
"Μα τι υπάρχει στο ράντσο; Ο μπαμπάς δεν άφησε τίποτ' άλλο παρά
μόνο το ράντσο".
"Υπάρχει κάτι περισσότερο και το ξέρουν. Η Πεγκ Καλλαίην το έμαθε
-δεν ξέρω πως- ότι ο μπαμπάς σου είχε κρυμμένα λεφτά. Το ξέρει
και ο Μπεν Τζάνις. Δεν ξέρω αν και πόσοι άλλοι είναι ενήμεροι".
"Κι εσύ;"
"Ο Τομ Ντάβιτς μ' εμπιστευόταν... Δεν ξέρω γιατί".
"Και ξέρεις που βρίσκονται τα λεφτά;"
"Σου είπα... Δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα. Κανείς όμως δεν θα
πιστέψει ότι δεν θυμάμαι. Αρχίζω να φέρνω ορισμένα πράγματα στη
μνήμη μου κι ίσως αργότερα μπορέσω να θυμηθώ περισσότερα".
Τα μάτια της τον κοίταξαν ερευνητικά. "Δεν μ' ενδιαφέρουν τα
χρήματα" είπε τελικά. "Αγαπώ όμως το ράντσο μου. Το θέλω".
"Θα το έχεις", απάντησε ξερά ο Νουν.
"Πώς μπορείς να είσαι βέβαιος;"
"Είναι δουλειά μου. ΑΗ τουλάχιστον έτσι μου είπαν. Θα πρέπει να
κινηθώ με το ένστικτο κι ελπίζω να τα καταφέρω".
Έμεινε σιωπηλός παρακολουθώντας το μονοπάτι. Δεν μπορούσαν να
κάνουν πολλά πράγματα. Ένιωθε παγιδευμένος και δεν του άρεσε
αυτή η αίσθηση. Ίσως τα λεφτά να βρίσκονται κρυμμένα εκεί, αλλά
δεν του άρεσε να μένει αδρανής. Ούτε κι εκείνον τον ενδιέφεραν τα
λεφτά. Ήταν ένας άνθρωπος χαμένος και το μόνο που ήθελε ήταν να
ξαναβρεί τον εαυτό του. Το ότι ήταν ο Τζόνας Μάντριν ήταν σχεδόν
βέβαιο. Αλλά ποιός ήταν ο Τζόνας Μάντριν; Με την απώλεια της
ταυτότητας του, είχαν χαθεί και τα προβλήματα που κουβαλούσε αυτή
η ταυτότητα όπως και το μίσος που τον είχε οδηγήσει στις
δολοφονίες.
Η αμνησία ήταν ίσως μια προσπάθεια του νου του να ξεφύγει απ' όλα
αυτά και δεν έβλεπε τώρα για ποιο λόγο έπρεπε να επιστρέψει στο
παρελθόν. Ήθελε όμως να ξέρει ποιος ήταν. Πάντως αυτό που
χρειαζόνταν τώρα ήταν μια ευκαιρία να ξαναρχίσει απ' την αρχή.
Καθώς περίμεναν της είπε μερικά απ' αυτά που είχε μάθει για τον
Τζόνας Μάντριν και το πως πίστευε ότι είχε γίνει ο Ραμπλ Νουν.
Οργισμένος κι απελπισμένος απ' τη δολοφονία της γυναίκας του είχε
αλλάξει. Όταν του επιτέθηκαν απάντησε σκληρά και όταν ο
ιδιοκτήτης του ράντσου τον προσέλαβε για να πολεμήσει τους
ζωοκλέφτες, δέχτηκε αμέσως, γιατί στα πρόσωπά τους έβλεπε τον
Σατανά που του είχε στερήσει τη γυναίκα του και την ευτυχία του.
Ξαφνικά ένιωσε θυμωμένος με τον εαυτό του. "Είμαι τρελός που
κάθομαι και περιμένω εδώ να Αρθουν να με λιανίσουν" είπε. Πήρε με
νευρικές κινήσεις ένα τουφέκι κι ένα πιστόλι και τα γέμισε.
"Κράτα εσύ αυτά", της είπε. "Αν καταφέρουν και φτάσουν ως εδώ,
πήγαινε μέσα στο ντουλάπι, από κει που ήρθα εγώ. Θα το βρουν,
αλλά θ' αργήσουν λίγο. Κράτα το πιστόλι για κείνες τις ώρες".
Έβγαλε τις μπότες του, έβαλε ένα ζευγάρι μοκασσίνια και μετά,
παίρνοντας το τουφέκι του γύρισε για να βγει έξω.
Εκείνη τον σταμάτησε. "Τζόνας", του είπε μαλακά, "ή όπως αλλιώς
σε λένε, πρόσεχε".
Έβαλε το χέρι του στο δικό της και της είπε λίγο πικραμένα:
"Φαν... ξέρεις αρκετά για μένα. Μην έχεις λοιπόν αυταπάτες".
Εκείνη τον κοίταξε σταθερά στα μάτια και του είπε: "Ο πατέρας μου
πολέμησε ζωοκλέφτες, παράνομους και κακούς Ινδιάνους όταν ήρθε
στη Δύση. Αν η βία χρησιμοποιείται μόνο απ' τους κακούς, τότε οι
καλοί τι πρέπει να κάνουν; Μερικοί απ' τους κακούς δεν ξέρουν
τιποτ' άλλο εκτός από τη βία και μόνο αυτή καταλαβαίνουν. Νομίζω
ότι υπάρχουν στιγμές που κάποιος πρέπει να χρησιμοποιεί ένα όπλο
κι άλλες που πρέπει να τ' αφήνει".
"Νομίζεις ότι θα μπορούσα ν' αφήσω τα όπλα;"
"Γιατί όχι; Ήσουν δημοσιογράφος κι ύστερα επιχειρηματίας.
Μπορείς να αφήσεις το όπλο και να πάρεις την πέννα σου. Είναι
πολύ απλό".
Κατέβηκε το μονοπάτι με μεγάλα βήματα, αλλά όταν βρέθηκε ανάμεσα
στα δέντρα σταμάτησε για ν' αφουγκραστεί. Τίποτα. Στεκόταν πάνω
σ' έναν απόκρυμνο βράχο απ' όπου υπολόγιζε θα περνούσαν. Τέντωσε
πάλι τ' αυτιά του. Στην αρχή δεν άκουσε τίποτα.
Διέκρινε το ράντσο, αλλά δεν έβλεπε καμιά κίνηση. Ούτε και τ'
άλογα βρίσκονταν στη μάντρα. Αυτό σήμαινε ότι όλοι έλειπαν.
Κινήθηκε ανάμεσα στα δέντρα με τεντωμένα τ' αυτιά για να πιάνει
και τον παραμικρό θόρυβο. Ένιωθε καλύτερα τώρα. Ο πονοκέφαλος
του είχε περάσει κι όλες του οι αισθήσεις βρίσκονταν σε κατάσταση
ετοιμότητας. Του άρεσε ο ψυχρός και καθαρός αέρας κι ένιωθε μια
συγκίνηση για το κυνήγι. Ο ίδιος ήταν κυνηγός και θήραμα.
Μπήκε σε μια συστάδα από λεύκες και όταν βρέθηκε σχεδόν στην
άκρη, άκουσε τον ήχο που έκαναν οπλές αλόγου πάνω στο βράχο.
Ερχόταν από κάπου κάτω απ' το βουνό.
Όταν έφτασε κοντά στο μονοπάτι, κάθησε ανακούρκουδα και μελέτησε
το έδαφος με προσοχή. Έπρεπε να βαδίζει με προφύλαξη και
παράλληλα να εντοπίσει σημεία στα οποία θα μπορούσε να κρυφτεί
στην περίπτωση που...
Έρχονταν.
Σηκώθηκε αθόρυβα και κινήθηκε ανάμεσα στα δέντρα σαν φάντασμα.
Όταν βρέθηκε κοντά στο μονοπάτι στάθηκε πάλι μήπως ακούσει
κάποιο τρίξιμο σέλλας ή τον ήχο από τις οπλές αλόγου.
Μόνο το θρόισμα των φύλλων των δέντρων όμως ακουγόταν ώσπου...
ακούστηκε και κάτι άλλο.
Γύρισε απότομα τραβώντας το όπλο του. Ήταν ο Νταίηβ Τσέρρυ, που
είχε ανέβει σαν Ινδιάνος, ανάμεσα στα δέντρα. Χαμογελούσε
σατανικά καθώς τον στόχευε με το όπλο του.
Το όπλο τίναξε στο γοφό του Ραμπλ Νουν κι αμέσως είδε το πρόσωπο
του Τσέρρυ να μορφάζει από πόνο. Ο Ραμπλ Νουν πυροβόλησε άλλη μια
φορά και είδε το πουκάμισο του Τσέρρυ να ματώνει στο σημείο που
είχε χωθεί η σφαίρα.
Ο Τσέρρυ έκανε ένα βήμα πίσω και κάθησε βαριά χάμω. Το πρόσωπό
του είχε ένα ύφος έκπληξης. Το τουφέκι του έπεσε στα πόδια του.
Ο αντίλαλος των πυροβολισμών στους βράχους χάθηκε κι έμεινε μόνο
σιωπή.
Ο Ραμπλ Νουν έβαλε δυο σφαίρες στο όπλο του, στη θέση αυτών που
έμειναν στο κορμί του Νταίηβ Τσέρρυ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13.
Περίμενε μετρώντας μέχρι το είκοσι αργά αργά. Ύστερα
κινήθηκε γρήγορα και σιωπηλά στην πλαγιά του βουνού αλλάζοντας
συνεχώς θέση. Τελικά, βρήκε ένα μέρος κλειστό, που δεν φαινόταν.
Ωστόσο, δεν ακουγόταν τίποτα. Οι ξαφνικοί πυροβολισμοί είχαν
κάνει το δάσος να βουβαθεί. Ακόμα και τα φύλλα των δέντρων
έμοιαζαν να είχαν σταματήσει το θρόισμά τους.
Ένιωθε περίφημα. Ήταν έτοιμος για όλα και καταλάβαινε ότι έδινε
τη μάχη της ζωή του.
Πόσοι άνδρες ήταν άραγε; Ο Μπεν Τζάνις φυσικά και άλλοι έξη
περίπου. Ο Νταίηβ Τσέρρυ, που ήταν από τους πιο καλούς τους, είχε
εξουδετερωθεί. Εκείνοι όμως δεν το ήξεραν ακόμη, παρ' ότι θα το
φαντάζονταν.
Καθόταν εκεί και σκεφτόταν διάφορα πράγματα. Ο Τσέρρυ πρέπει να
βγει από το μονοπάτι και να είχε ανεβεί πεζός το βουνό,
προσπαθώντας να τον στριμώξει. Οι άλλοι, χωρίς αμφιβολία, θα
βρίσκονταν ακόμη στο μονοπάτι. Άλλωστε δεν υπήρχαν πολλά μέρη
για να πάνε με τ' άλογα, παρά μόνο πεζοί.
Μελέτησε την πλαγιά προσπαθώντας να εντοπίσει σημεία κάλυψης με
εναλλακτικές λύσεις, σε περίπτωση που τον πυροβολούσαν.
Ο Μπεν Τζάνις δεν βιαζόταν. Είχε ακούσει τους πυροβολισμούς
στην πλαγιά και περίμενε μερικά λεπτά, όρθιος δίπλα στο άλογό
του. Ύστερα βγήκε από το μονοπάτι, κάθησε ανακούρκουδα πίσω από
ένα βράχο κοντα'στον Κίσσλινγκ. "Ο Νταίηβ την πάτησε" είπε. "Ο
Ραμπλ Νουν τον σκότωσε".
Ο Κίσσλινγκ σήκωσε το βλέμμα του. "Πώς είσαι τόσο σίγουρος;"
"Ο Νταίηβ θα φώναζε αν μπορούσε. Θα μας φώναζε απ' εκεί".
"Ίσως να τον κυνηγάει ακόμη".
"Αυτός; Ο Νταίηβ δεν αστόχησε ποτέ στη ζωή του απ' ότι ξέρω.
Βέβαια όλοι αργά ή γρήγορα την παθαίνουμε, αλλά ο Νταίηβ... είναι
πάρα πολύ προσεκτικός. Δεν πυροβολεί παρά μόνο όταν είναι
βέβαιος ότι ο άλλος θα πεθάνει οπωσδήποτε. Είμαι βέβαιος ότι
είναι νεκρός".
Ο Τζων Λανγκ σκάλιζε το χώμα μ' ένα ξυλάκι, χωρίς να μιλάει. Ο
Τσάρλυ πήγε κάτι να πει, αλλά το σκέφτηκε καλύτερα. Είπε ότι ο
Ραμπλ Νουν ήταν πράγματι ο δαίμονας του δάσους, γιατί το να
σκοτώσεις τον Νταίηβ Τσέρρυ δεν ήταν εύκολη δουλειά.
"Θα μείνουμε εδώ;" ρώτησε ο Κίσσλινγκ.
"Θα περιμένουμε" είπε ο Μπεν Τζάνις. "Αν θέλεις να πας εκεί πάνω
εμπρός πήγαινε. Θα βάλω σταυρό στον τάφο σου".
Ύστερα από μακριά σιωπή είπε: "Θα τον κάνουμε να ιδρώσει από
αγωνία. Αν εκείνος μπορεί να περιμένει, τότε μπορούμε κι εμείς".
"Τι γίνεται με τον δικαστή; Τι χώνει τη μύτη του;" ρώτησε ο
Κίσσλινγκ.
Ο Μπεν Τζάνις του Αριξε μια ματιά. "Είναι εντάξει άνθρωπος. Καλό
είναι να Αχουμε ένα δικαστή με το μέρος μας. Μπορεί να τον
χρειαστούμε".
Ο Κίσσλινγκ δεν ικανοποιήθηκε με την απάντηση, αλλά καταλάβαινε
τον εκνευρισμό του Τζάνις και σώπασε. Υπήρχαν πολλά περισσότερα
πράγματα απ' ότι είχε φανταστεί.
Ο δικαστής Νίλαντ είχε πάει στο ράντσο νωρίς το πρωί και είχε μια
μεγάλη ιδιαίτερη συζήτησηκ με τον Τζάνις. Δεν ήταν κανένας άλλος
παρών. Αργότερα, όταν πήγε στο σπίτι ο Κίσσλινγκ, ο δικαστής
βρισκόταν ακόμη εκεί. Ίσως όμως τώρα να μιλούσε με τη Φαν
Ντάβιτζ. Ο Κίσσλινγκ είχε την αίσθηση ότι κάτι γινόταν, που δεν
το ήξερε και δεν του άρεσε.
Σηκώθηκε απότομα όρθιος και προχώρησε ανάμεσα στα δέντρα. Κάπου
σ' αυτή τη πλαγιά του βουνού, ο άνθρωπος που ήταν γνωστός με το
όνομα Ραμπλ Νουν περίμενε και τους κρατούσε όλους εκεί με την
απειλή της παρούσιας του. Ο Κίσσλινγκ κοίταζε αφηρημένος ανάμεσα
στα δέντρα. Ο Νουν τον έκανε να θυμώνει και δεν καταλάβαινε
γιατί ο Μπεν Τζάνις είχε αποφασίσει να περιμένουν. Μήπως ο πολύς
Μπεν Τζάνις φοβόταν; Ο Νουν ήταν ένας και μόνος του. Δεν μπορούσε
να φυλαχτεί από παντού!
"Θα πάω πάνω", είπε ξαφνικά.
"Πήγαινε" είπε ο Τζάνις χωρίς καν να τον κοιτάξει.
Ο Κίσσλινγκ δίστασε. Όταν το είπε δεν ήταν πράγματι
αποφασισμένος να πάει. Περίμενε ότι ο Τζάνις θα τον σταματούσε.
Τώρα όμως δεν ήξερε τι να κάνει. Μπορούσε να γυρίσει πίσω και να
καθήσει. Κανείς δεν θα τολμούσε να πει τίποτα. Αλλά ήξερε την
περιφρόνησή που θα αισθάνονταν γι' αυτόν. Από τέτοια
μικροπράγματα αποφασίζεται καμιά φορά η ζωή των ανθρώπων.
Θυμωμένος, ξεκίνησε ν' ανεβαίνει την πλαγιά. Το εδαφός έξω από το
μονοπάτι ήταν απότομο, γλιστερό και σε ορισμένα σημεία γεμάτο
βράχους. Το μεγαλύτερο μέρος της πλαγιάς ήταν καλυμμένο από
δέντρα και μπορούσε να πάει από το ένα στο άλλο μόνο αν κρατιόταν
με το ένα χέρι στο δέντρο και σπρώχνοντας με το άλλο. Όταν
προχώρησε αρκετά, στάθηκε καταϊδρωμένος.
Μα τι διάολο; σκέφτηκε. Τώρα που δεν ήταν πια μαζί με τους
άλλους, τι χρειαζόταν να πάει πάνω; Δεν συμπαθούσε βέβαια τον
Ραμπλ Νουν, αλλά θα Απρεπε να μην ξαναπατήσει ποτέ του σ' αυτά τα
μέρη.
Κάνοντας αυτή τη σκέψη, ήξερε ότι δεν επρόκειτο να την
πραγματοποιήσει. Βρήκε ένα πέρασμα ανάμεσα στα δέντρα κι άρχισε
να σκαρφαλώνει. Ο Μπεν Τζάνις δεν ήταν ο μόνος που ήξερε να
χρησιμοποιήσει το πιστόλι. Θα τους έδειχνε αυτός, ένα δυο
πράγματα. Είχε παρακολουθήσει τον Μπεν Τζάνις και ήξερε ότι κι ο
ίδιος ήταν εξ ίσου ταχύς. Εκείνο που δεν παραδεχόταν, ήταν που
έλεγαν ότι μειονεκτούσε στη σταθερότητα του χεριού και στην
ακρίβεια του πυροβολισμού. Ήξερε ότι ήταν το ίδιο ταχύς με τον
Τζάνις. Εκείνο όμως που δεν ήξερε και δεν επρόκειτο να το μάθει
ποτέ ήταν ότι αν βρίσκονταν αντιμέτωποι με τον Τζάνις, νικητής θα
ήταν σίγουρα ο Τζάνις.
Δεν ήξερε πολλά πράγματα για τον Ραμπλ Νουν, εκτός από τ' ότι
ήταν καλός στα όπλα και επαγγελματίας δολοφόνος. Τον φανταζόταν
κάπως σαν τον εαυτό του ή σαν τον Νταίηβ Τσέρρυ ή τον Τζων Λανγκ.
Δεν ήξερε τίποτα για το παρελθόν του Νουν. Ότι ήταν, δηλαδή,
κάποτε δεινός κυνηγός μεγάλων ζώων κι ότι αισθανόταν τόσο άνετα
στο δάσος όσο μια λεοπάρδαλη.
Ανέβαινε την πλαγιά ψάχνοντας με το βλέμμα τα δέντρα και τους
θάμνους. Τα μάτια του όμως ήταν εξασκημένα σε επίπεδα εδάφη. Να
παρακολουθούν δηλαδή τα ζώα και να χρησιμοποιεί τα όπλα σε πόλεις
ή σε ράντσα.
Πίστευε ότι οι κινήσεις του ήταν αθόρυβες. Σταματούσε πότε πότε
μη ξέροντας ότι η κάννη του όπλου του, που γυάλιζε στον ήλιο,
έδινε το στίγμα του στην πλαγιά και ανάμεσα στα δέντρα.
Δεν είχε δει τίποτα και πίστευε ότι δεν τον είχε δει και κανείς.
Ξαφνικά βρέθηκε σ' ένα ξέφωτο όπου δεν έπεφταν σκιές. Βγαίνοντας
από τα δέντρα, σήκωσε το χέρι του για να κατεβάσει λίγο το καπέλο
του. Όταν κατέβασε το χέρι του, ο Ραμπλ Νουν στεκόταν εκεί
μπροστά του με το τουφέκι στα χέρια.
"Δεν θέλω να σε σκοτώσω" είπε ο Ραμπλ Νουν ήρεμα, σαν να
κουβέντιαζαν σε κάποιο σαλούν. "Θα Αθελα να γυρίσεις και να πας
πίσω με τους άλλους".
"Δεν μπορώ να το κάνω αυτό" είπε ο Κίσσλινγκ απορώντας κι ο ίδιος
μ' αυτό που είχε πει. "Τους είπα πως έρχομαι να σε πιάσω". Κι
ύστερα πρόσθεσε: "Καυχήθηκα ότι μπορώ να το κάνω".
"Πες τους ότι δεν με βρήκες. Δεν έχω τίποτα εναντίον σου
Κίσσλινγκ. Μου επετέθηκες στο ράντσο, αλλά εγώ δεν ήρθα για σένα.
Δεν είσαι συ ο στόχος μου".
Πριν από λίγα λεπτά ο Κίσσλινγκ θα θεωρούσε απίθανη και αδύνατη
μια τέτοια συζήτηση. Παρόλα αυτά όμως να που τώρα συζητούσε με
τον Ραμπλ Νουν ήρεμα, σχεδόν φιλικά.
"Το πρόβλημα είναι ο Μπεν Τζάνις" συνέχισε ο Νουν. "Θέλω να
φύγετε όλοι από το Ράφτερ Ντη και ν' αφήσετε τη Φαν Ντάβιτζ να
ζήσει όπως θέλει. Ο πατέρας της με πλήρωσε για να φροντίσω να
φύγετε. Πήρα τα λεφτά και θα φροντίσω να το κάνω, Κίσσλινγκ".
"Θα σκοτώσεις τον Τζάνις;"
"Αν χρειαστεί!"
"Και με μένα τι θα γίνει;"
"Πήγαινε κάτω και πες τους ότι δεν μπόρεσες να με βρεις. Άλλωστε
εγώ σε βρήκα. ΑΗ αν θέλεις πήγαινε στο ράντσο, πάρε ένα άλογο και
φύγε απ' αυτά τα μέρη".
"Μου είχαν πει ότι δεν δίνεις σε κανέναν την ευκαιρία για να
πάρει ούτε ανάσα".
"Ίσως εσύ να Ασαι μια εξαίρεση". Καθώς μιλούσε είχε το νου του
στους άλλους: στον Μπεν Τζάνις και στον Τζων Λανγκ. "Δεν θέλω να
σε σκοτώσω Κίσσλινγκ,αλλά βλέπεις τη δυσκολία. Μπορεί ν'
αστοχήσεις με το εξάσφαιρό σου, αν υποθέσουμε ότι προλάβεις να το
βγάλεις... ενώ εγώ δεν πρόκειται να αστοχήσω ποτέ".
Ο Κίσσλινγκ ένιωθε τον ιδρώτα να τρέχει στην πλάτη του. Είχε μια
διέξοδο και ήταν αποφασισμένος να μη χάσει ευκαιρία. Ίσως να
υπήρχαν πολλά λεφτά εκεί. Ίσως. Όσα και να υπήρχαν όμως, ένα
πτώμα δεν μπορεί να ξοδέψει ούτε ένα σεντ κι ούτε είναι
καλοδεχούμενο στα μπορντέλα και στα σαλούν...
"Λέω να φεύγω" είπε ο Κίσσλινγκ ήρεμα. "Ελπίζω ότι δεν με
περιφρονείς.
"Αν θέλεις να ξέρεις πιστεύω ότι τώρα ωρίμασες. Ένας
απερίσκεπτος θα βιαζόταν να βγάλει το περίστροφό του και τώρα θα
ήταν νεκρός".
Ο Κίσσλινγκ γύρισε και προχώρησε ανάμεσα στα δέντρα. Δεν θα
πήγαινε πίσω στον Τζάνις. Άρχισε να κατεβαίνει την πλαγιά
χρησιμοποιώντας τα δέντρα για στηρίγματα. Κατέβαινε σαν
αλλοπαρμένος. Το μυαλό του ήταν άδειο. Το μόνο που ήξερε ήταν
ότι θα ζούσε.
Ο Ραμπλ Νουν τον κοίταζε που έφευγε κι ένιωθε ανακούφηση. Ο
Κίσσλινγκ ήταν μια περίπτωση απ' τις ελάχιστες... Άρπαξε την
ευκαιρία αν και ήταν και λίγο χοντροκέφαλος. Δεν θα υπήρχε όμως
τέτοια ευκαιρία για τον Μπεν Τζάνις ή τον Τζων Λάνγκ. Ήταν
πορωμένοι κι οι δυο ως το κόκκαλο.
Σαν φάντασμα χάθηκε ανάμεσα στα δέντρα. Κι από κει που στεκόταν
τώρα, έβλεπε το μονοπάτι διαγώνια και θα Αβλεπε αμέσως όποιον θ'
ανέβαινε. Θα μπορούσε να πετύχει τουλάχιστον έναν, προτού
προλάβουν οι υπόλοιποι να κρυφτούν.
Κάτω στην πλαγιά ο Μπεν Τζάνις βλαστήμησε. Δεν είχε ακούσει
πυροβολισμούς. "Τον έχασε! Αυτός ο Κίσσλινγκ ούτε μια σέλα σε
φωτισμένο σταύλο δεν θα μπορούσε να βρει".
"Δόστου λίγο χρόνο" είπε ξερά ο Λανγκ. "Δεν είναι εύκολος στόχος
Νουν".
Δεν ακούστηκε όμως πυροβολισμός ούτε και καμιά κίνηση ανάμεσα στα
δέντρα. "Εντάξει" είπε τελικά ο Τζάνις. "ΘΑ ανεβούμε. Να
προχωράτε όσο το δυνατόν αθόρυβα και να είστε ανά πάσα στιγμή
έτοιμοι να πυροβολήσετε. Δεν φαίνετε ότι θα Αχουμε πολλές
ευκαιρίες".
Ο Τζάνις μπήκε μπροστά κι άρχισε ν' ανεβαίνει το μονοπάτι. Ήξερε
καλύτερα απ' όλους ότι ο Ραμπλ Νουν ήταν εξοικιωμένος με το
δάσος. Επιφυλακτικός και καχύποπτος όπως ήταν ο Τζάνις, διάβαζε
πάντα ότι γράφοταν στις εφημερίδες για τους πιστολάδες.
Σκεφτόταν ότι μπορούσε κάποτε να τους συναντήσει στο δρόμο του.
Πρόσεχε ακόμα και τις ιστορίες που διηγούνταν οι διάφοροι στα
σαλούν και στις κατασκηνώσεις και είχε ακούσει πολλά για τον
Ραμπλ Νουν. Απ' ολ' αυτά είχε βγάλει το συμπέρασμα ότι έπρεπε να
τον προσέχει και να τον φοβάται. Ήταν πολύ επικίνδυνος.
Το ότι δεν είχε ακουστεί τίποτα από τον Κίσσλινγκ τον ανησυχούσε.
Τι μπορεί να είχε συμβεί; Ο Κίσσλινγκ ήθελε να πυροβολεί. Του
άρεσε να πυροβολεί... Συνεπώς θα είχε πυροβολήσει αν έβλεπε έστω
και τον "ελάχιστο" στόχο. Σίγουρα όμως θα πυροβολούσε πολύ
βιαστικά και πολύ πιθανόν θα σκοτωνόταν εξαιτίας της βιασύνης του
αυτής.
Ήξερε γιατί ο Κίσσλινγκ είχε ανέβει στο βουνό. Από προσωπική
πείρα ήξερε, ότι ήταν πιο εύκολο να προχωράς παρά να περιμένεις.
Ανέβαιναν προσέχοντας κάθε σκιά. Δεν έβλεπαν όμως τίποτα. Τίποτα
απολύτως.
"Πώς ξέρουμε ότι βρίσκεται εκεί πάνω;", ρώτησε ξαφνικά ο Τσάρλυ.
"Δεν είδαμε τίποτα".
"Η Φαν πήγε από δω και πρέπει να την ακουλουθήσουμε. Πες ότι τα
καταφέρνει και φεύγει και πάει στις αρχές", είπε ο Λανγκ. Και
πρόσθεσε: "να είσαι σίγουρος ότι εκείνη ήξερε που πήγε. Θυμάσαι
πως εξαφανίστηκε από προσώπου γης παίρνοντας αυτή την
κατεύθυνση".
Ο Ραμπλ Νουν τους άκουσε που πλησίαζαν και χώθηκε πιο βαθιά στα
δέντρα. Αισθανόταν πολύ άνετα μέσα στο δάσος. Σαν τ' άγρια ζώα.
Του άρεσε η σιωπή και το ανεπαίσθητο μουρμουρητό κάποιου ρυακιού
καθώς και το απαλό θρόισμα των φύλλων. Τώρα όμως που έπρεπε να
κάνει αυτό που όφειλε, δίσταζε.
Ήταν διάσημος κυνηγός αγρίων ζώων, πρόεδρος και ιδιοκτήτης μιας
εταιρίας όπλων, δημοσιογράφος και συγγραφέας. Κι έπειτα έγινε
ανθρωποκυνηγός. Και μετά ακολούθησε η αμνησία. Δεν φαινόταν να
είχε χάσει καμιά από τις ικανότητές του, αλλά είχε χάσει ή
έμοιαζε να είχε χάσει την πρόθεση, το στόχο.
Αυτοί που τον κυνηγούσαν ήταν παράνομοι, δολοφόνοι κι αν τον
έβρισκαν σίγουρα θα τον σκότωναν, όπως θα σκότωναν και τη Φαν.
Βέβαια θα την τρομοκρατούσαν πρώτα, θα τη βασάνιζαν και θα την
κρατούσαν αιχμάλωτη μέχρι να πετύχουν εκείνο που ήθελαν. Ήταν
εχθροί του, εχθροί της κοινωνίας, θηρία ανήμερα. Παρόλα αυτά όμως
δεν ήθελε να τους σκοτώσε!
Τώρα η έλλειψη πρόθεσης από μέρους του ήταν επικίνδυνη. Στην
κατάσταση που βρισκόταν δεν υπήρχαν περιθώρια για δισταγμούς και
φιλοσοφικές θεωρήσεις. Έπρεπε ή να σκοτώσει ή να σκοτωθεί...
και δεν ήθελε να σκοτωθεί.
Περίμενε σκυμμένος ακούγοντας τις κινήσεις τους. Δυο φορές τους
είδε καθώς περνούσαν και τη μια φορά είχε τον Τσάρλυ μπροστά του
και αν πυροβολούσε θα ήταν νεκρός. Δεν πυροβόλησε όμως. Αλλά κάθε
βήμα τους έφερνε όλο και πιο κοντά στη Φαν και πιο κοντά στη
στιγμή που δεν θα είχε καμιά άλλη επιλογή.
Πόσοι ήταν άραγε; Τουλάχιστον έξη, σκέφτηκε. Δεν είχε δει όλους
τους παράνομους που βρίσκονταν στο Ράφτερ Ντη και μπορεί να ήταν
και περισσότεροι. Αλλά έξη είχε εντοπίσει.
Προσπάθησε να σκεφτεί έναν τρόπο για να τους σταματήσει χωρίς να
πυροβολήσει. Εκείνοι όμως δεν θα δίσταζαν να τον σκοτώσουν ή να
τον πιάσουν.
Σήκωσε το τουφέκι του, πίεσε λίγο τη σκανδάλη και πήρε μια ανάσα.
Την τράβηξε και...
Καθώς τραβούσε τη σκανδάλη άκουσε τα βήματα πίσω του. Ρίχτηκε
πίσω απότομα κι έπεσε στο έδαφος. Αδιαφόρησε που χτύπησε λίγο
στον ώμο, κατρακύλησε λίγο και σε χρόνο μηδέν σηκώθηκε με το όπλο
στα χέρια. Πυροβόλησε πολύ γρήγορα και αστόχησε. Χώθηκε μέσα
στους θάμνους κι άκουσε μια κραυγή από το μονοπάτι. Αμέσως από
πάνω και δεξιά άκουσε μια φωνή. Ήταν μια ψυχρή περιφρονητική
φωνή. Ήταν του δικαστή Νίλαντ. "Μεγάλωσα μέσα στα δάση Ραμπλ
Νουν. Δεν ανησυχούσα για σένα γιατί ήξερα ότι μπορούσα να σε
σκοτώσω μόνος μου".
Ένιωσε ένα σύγκρυο. Ήξερε ότι ήταν χτυπημένος, αλλά όχι τόσο
σοβαρά που να το δικαιολογεί. Το σύγκρυο οφειλόταν στην παρουσία
του δικαστή Νίλαντ.
Παρακολουθούσε την ομάδα που ανέβαινε το μονοπάτι κι είχε
παραβλέψει να φυλαχτεί από άλλη κατεύθυνση. Ήταν ηλίθιος.
Οπισθοχώρησε ανάμεσα στα δέντρα. Τώρα θα χρειαζόταν όλες τις
εμπειρίες που είχε απ' το δάσος. Δεν τολμούσε να πυροβολήσει τον
δικαστή γιατί τότε έξι περίστροφα θα άδειαζαν στο σημείο όπου
βρισκόταν. Ο Νίλαντ το ήξερε αυτό. Ο Ραμπλ Νουν άκουσε τη φωνή
του να μιλάει σιγανά: "Προχώρα αργά Μπεν. Τον έχουμε στο χέρί.
Δεν έχει καμιά ελπίδα".
Το αριστερό του χέρι ήταν σχεδόν αναίσθητο τώρα. Σήκωσε το δεξί
του και άγγιξε τον ώμο του, ήταν υγρός. Σκουπίστηκε στο
παντελόνι του για να μην τρέξει το αίμα στο έδαφος και
οπισθοχώρησε ακόμα λίγο.
Η απότομη πλαγιά ήταν καλλυμένη από πεύκα και λεύκες. Ο Νίλαντ
βρισκόταν λίγο πιο πάνω και πίσω του, ενώ οι άλλοι έρχονταν από
το μονοπάτι. Έτσι τραβήχτηκε πίσω κατεβαίνοντας από την
μπροστινή πλευρά του βουνού.
Κρατώντας το τουφέκι του με το αριστερό του χέρι, χρησιμοποιούσε
το δεξί για ν' ανοίγει δρόμο ανάμεσα στα δέντρα.
Κάποια κίνηση ακούστηκε από την πλευρά του μονοπατιού, αλλά
τίποτα από πάνω, από κει που βρισκόταν ο Νίλαντ. Ήταν πολύ καλός
δικαστής δεν είχε χάσει την επιδεξιότητά του.
Ήξερε ότι τώρα πρέπει να βρίσκονται κοντά του, αλλά δεν τολμούσε
να σηκώσει το κεφάλι του για να δει. Χώθηκε μέσα στις λεύκες
σχεδόν σερνάμενος, κατέβηκε λίγο πιο κάτω και μετά σηκώθηκε
απότομα κι έτρεξε αρκετά μέτρα προτού πέσει και πάλι στο έδαφος.
Κάποιος φώναξε δυνατά: "Εκεί... Τον είδα". Ήταν η φωνή του
Τσάρλυ.
Καθώς κατέβαινε η βλάστηση ήταν πιο χαμηλή και ξαφνικά σε
απόσταση τριάντα περίπου μέτρων, φάνηκε μπροστά του ο Λανγκ. Είδε
ο ένας τον άλλο ταυτόχρονα και το τουφέκι του Τσάρλυ σηκώθηκε. Τα
μάτια του άστραφταν θριαμβευτικά καθώς έσφιγγε το δάχτυλό του στη
σκανδάλη.
Κοίταζε τον Νουν, έτσι όπως στεκόταν σκοτεινός ανάμεσα στις
λεύκες, μέσα από την κάννη του όπλου του. Ο Νουν είχε το όπλο στο
αριστερό του χέρι και ο Τσάρλυ πρόλαβε να φωνάξει: "Ελάτε δω...
Τον έπιασα".
Καθώς πυροβολούσε είδε και τη φλόγα να βγαίνει από το όπλο του
Νουν. Δεν πρόκειται να πετύχει ποτέ τίποτα έτσι, σκέφτηκε ο
Τσάρλυ την ώρα που πυροβολούσε.
Ένιωσε όμως ταυτόχρονα το έδαφος να φεύγει κάτω απ' τα πόδια του
και το όπλο να του πέφτει. Κοίταζε με τα μάτια ορθάνοιχτα...
απορώντας γιατί είχε ρίξει το όπλο του. Προσπάθησε να το σηκώσει,
αλλά δεν είχε πια τη δύναμη. Έπεσε μπρούμυτα πάνω στις βελόνες
των πεύκων. Τα χέρια του ήταν από κάτω του και έσπρωξε λίγο το
σώμα του. Έκπληκτος είδε το έδαφος ματωμένο.
Ανασηκώθηκε στα γόνατα και ξαφνικά άρχισε να βήχει. Ήταν ένας
ξερός βήχας που του Ασχιζε τα σωθικά. Έβαλε το χέρι του στο
στόμα του για να το σκουπίσει από κάτι υγρό που αισθανόταν και
κοίταξε σαν απολιθωμένος το χέρι του. Το υγρό ήταν αίμα.
Ανοιγόκλεισε τα μάτια του και τον κυρίευσε ο φόβος.
Ήξερε ότι είχε χτυπηθεί στους πνεύμονες. Πέταξε το όπλο και
άνοιξε το πουκάμισό του. Έβλεπε την τρύπα στο στήθος του...
μικρή κι όχι πολύ εντυπωσιακή στην όψη μια σταγόνα αίμα έτρεχε
μόνο από κεί.
Ήθελε να φωνάξει, να ζητήσει βοήθεια, αλλά στην αρχή η φωνή του
δεν έβγαινε. Κι όταν κατάφερε να φωνάξει ένας φοβερός πόνος του
τράνταξε το κορμί.
"Μπεν! Βοήθεια! Για όνομα του Θεού..."
Κανείς δεν απάντησε, αλλά τους άκουγε που ανέβαιναν τη πλαγιά,
ψάχνοντας τον Ραμπλ Νουν.
Σήκωσε το τουφέκι του κι άρχισε να περπατάει. Δεν είχε καμιά
διάθεση να βρει τον Ραμπλ Νουν. Δεν ήθελε πια να βρει κανέναν.
Ήθελε να φτάσει στο άλογό του και να πάει στο ράντσο. Αν
κατάφερνε να φτάσει μέχρι εκεί, εκείνη η κοπέλα... η Φαν
Ντάβιτζ... θα τον φρόντιζε.
Έφτασε μέχρι το μονοπάτι κι άρχισε να κατεβαίνει προς το μέρος
όπου είχαν αφήσει τ' άλογα. Σκουντούφλησε κι έπεσε κι έμεινε έτσι
ξαπλωμένος στο χορτάρι. Του θύμησε εκείνη την άνοιξη στο
Αρκάνσας, που πήγαιναν να πάρουν νερό. Συνήθιζε να ξαπλώνει έτσι
στον ήλιο, να μυρίζει το γρασίδι και ν' ακούει το γαργάρισμα του
νερού.
Θα του Ακανε καλό λίγο νερό, αλλά δεν ήθελε πια να σηκωθεί... ή
δεν είχε πια τη δύναμη. Θα έρχονταν σύντομα και θα τον
έβρισκαν... η μαμά του θα τον έβρισκε. Πάντοτε τον έβρισκε και
ήξερε τι έπρεπε να κάνει!...
Ο Ραμπλ Νουν βρισκόταν ανάμεσα στις λεύκες. Οι λεπτοί κορμοί των
δέντρων ήταν τόσο κοντά ο ένας στον άλλον κι ήταν τόσοι πολλοί,
ώστε δεν υπήρχε περίπτωση να τον χτυπήσει σφαίρα. Ακόμα κι αν τον
έβλεπαν. Δεν υπήρχε γραμμή βολής από καμιά κατεύθυνση.
Σηκώθηκε κι άρχισε να τρέχει, σκύβοντας κι ανοίγοντας δρόμο
ανάμεσα στα δέντρα, προσπαθώντας ν' απομακρυνθεί. Πίσω του
κάποιος πυροβόλησε κι άκουσε τον ξερό κρότο της σφαίρας, που
χώθηκε στον κορμό ενός δέντρου.
Κάποια στιγμή είδε ένα στενό μονοπάτι ζώων και το ακολούθησε
τρέχοντας. Αιμορραγούσε και δεν ήξερε πόσο μακριά θα μπορούσε να
φτάσει. Αν σταματούσε όμως τον περίμενε ο θάνατος.
Τρέχοντας έφτασε σε μια άλλη πυκνή συστάδα από λεύκες και ξαφνικά
είδε μια απότομη ρωγμή στους βράχους. Κατάλαβε ότι οδηγούσε πάνω
στην κορυφή του βουνού.
Θα τα κατάφερνε; Θα έφτανε εγκαίρως, προτού τον πιάσουν;
Μπήκε στη ρωγμή κι άρχισε να σκαρφαλώνει. Σε κάθε κίνηση πονούσε
φοβερά και η κορυφή απείχε ακόμη καμιά δεκαπενταριά μέτρα. Καθώς
σκαρφάλωνε οι βράχοι υποχωρούσαν κάτω από τα πόδια του και υπήρχε
φόβος να γλιστρήσει.
Από κάτω ακούστηκε μια φωνή και μετά ένας πυροβολισμό. Κομμάτια
από βράχο τον χτύπησαν τα μάγουλα. Όταν τελικά έφτασε στην
κορυφή είδε ένα μεγάλο ογκόλιθο στην άκρη. Ξάπλωσε και με τα
πόδια του άρχισε να τον σπρώχνει δυνατά. Ο βράχος κουνήθηκε λίγο.
Ο Νουν έκανε ακόμη μια προσπάθεια και ο βράχος κύλησε τελικά
κάτω.
Μια κραυγή ακούστηκε. Μετά τον πρώτο βράχο, έπεσαν κι άλλοι που
τους παρέσυρε. Σηκώθηκε όρθιος.
Βρισκόταν σε μια κοιλάδα που έμοιαζε με την γειτονική όπου
βρισκόταν η παράγκα του. Το χορτάρι ήταν ψηλό και στα σημεία
όπου δεν έφτανε ο ήλιος υπήρχε ακόμα χιόνι. Η κοιλάδα της
παράγκας ήταν βόρεια.
Άρχισε να τρέχει θέλοντας να χωθεί πάλι ανάμεσα στα δέντρα
προτού φτάσουν οι άλλοι. Η πληγή στον ώμο του αιμορραγούσε.
Ύστερα από λίγο σταμάτησε το τρέξιμο κι άρχισε να περπατάει.
Διασχίζοντας το λειβάδι διαγώνια μπήκε ανάμεσα στα δέντρα από ένα
σημείο όπου δεν υπήρχε χιόνι.
Κοιτάζοντας πίσω του δεν είδε το μονοπάτι που είχε ακολουθήσει.
Ήξερε όμως ότι πρέπει να είχε αφήσει ίχνη. Συνέχισε ν'
ανεβαίνει προς την κορυφή του βουνού, που βρισκόταν αρκετές
εκατοντάδες μέτρα ψηλότερα από την κοιλάδα.
Όταν κάλυψε τη μισή σχεδόν απόσταση, σταμάτησε να πάρει ανάσα.
Βρισκόταν αρκετά ψηλά και το υψόμετρο, όπως και η πληγή του, τον
ενοχλούσαν. Κάθησε σ' ένα σημείο απ' όπου μπορούσε να
παρακολουθεί το δρόμο από τον οποίο είχε ανέβει. Έβγαλε το
μαντήλι του και έδεσε όσο μπορούσε πιο σφιχτά την πληγή του. Δεν
ήταν τίποτα το σοβαρό, ωστόσο το αίμα που έχανε τον ανησυχούσε.
Καθώς περίμενε εκεί είδε τον πρώτο άνδρα να σκαρφαλώνει
προσεκτικά.
Ο Ραμπλ Νουν κάθησε πήρε το τουφέκι του και περίμενε μερικά
λεπτά.
Ο άνδρας είχε ανέβει ακόμα λίγο και τον έβλεπε καλύτερα. Πήρε μια
βαθιά ανάσα και τράβηξε τη σκανδάλη. Το τουφέκι του τινάχτηκε στα
χέρια του κι ο άνδρας στιφογύρισε. Έπεσε, ξανασηκώθηκε,
παραπάτησε κι έπεσε πάλι.
Ο Ραμπλ Νουν σηκώθηκε και χωρίς να κοιτάξει πίσω του συνέχισε ν'
ανεβαίνει. Πρέπει να βρισκόταν σε ύψος τρισήμισι χιλιάδων μέτρων
περίπου και ύστερα από λίγα βήματα, χρειάστηκε να σταματήσει ξανά
για να πάρει ανάσα. Κοίταξε πίσω του αλλά δεν είδε τίποτα.
Είχε σχεδόν φτάσει στη κορυφή όταν ξανακοίταξε πίσω του. Έβλεπε
πολλές φιγούρες να κινούνται στην κοιλάδα προς το μέρος του.
Κάθησε πάλι κάτω, σταθεροποίησε το τουφέκι του και στόχευσε μια
από τις φιγούρες. Βρίσκονταν τώρα πεντακόσια με εξακόσια μέτρα
πίσω του. Σε μια τέτοια απόσταση, ακόμα και με τις καλύτερες
συνθήκες, θα μπορούσε ν' αστοχήσει μερικά εκατοστά, αρκετά για ν'
αποτύχουν όλοι του οι πυροβολισμοί.
Οι άνδρες εκεί κάτω ήταν αρκετά κοντά ο ένας στον άλλον, θα
κατηύθυνε κάθε πυροβολισμό του σε μια περιοχή έξι τετραγωνικών
μέτρων. Καθιστός όπως ήταν έριξε πέντε γρήγουρους πυροβολισμούς.
Οι άνδρες σκόρπισαν γρήγορα. Ο ένας σκουντούφλησε κι έπεσε.
Σηκώθηκε όμως αμέσως.
Σηκώθηκε ξαναγεμίζοντας το όπλο του. Άλλες φορές είχε πετύχει
δυσκολοτέρους στόχους. Σκέφτηκε το Αντόμπε Ουώλς όπου είχε ρίξει
έναν Ινδιάνο από το άλογό του, από απόσταση ενός χιλιομέτρου
σχεδόν... αλλά αυτό είχε γίνει μ' ένα μεγάλο όπλο, μ' ένα
πενηντάρι Σαρπ για βουβάλια.
Ανέβηκε στην κορυφή, που σ' εκείνο το σημείο ήταν σχεδόν φαλακρή.
Κοίταξε την κοιλάδα όπου βρισκόταν η παράγκα του, εντόπισε το
σημείο αλλά δεν μπορούσε να τη δει. Ήταν κρυμμένη πίσω από τους
βράχους.
Ήταν πολύ κουρασμένος από το σκαρφάλωμα και το υψόμετρο. Κάθησε
και ανάσαινε βαθιά τον κρύο, καθαρό αέρα. Θα Αρχονταν πίσω του,
το ήξερε. Θα έρχονταν όμως προσεκτικά, γιατί δεν ήξεραν πότε θα
πυροβολούσε ξανά.
Το καλύτερο ήταν τώρα να πάει στην παράγκα, να πάρει τη Φαν και
μαζί να προσπαθήσουν να γυρίσουν στο ράντσο. Ο Μιγκουέλ Λέμπο θα
ήταν τώρα εκεί και με τη βοήθεια του Αρτς και του Χεν, θα
μπορούσαν ν' αντιμετωπίσουν ότιδήποτε θα προέκυπτε...
Παρόλη την κούρασή του, έπρεπε να κατέβει ξανά και να περάσει
στην άλλη κοιλάδα. Θα παρακολουθούσε κανείς την παράγκα του; ΑΗ
μήπως είχαν πιάσει ήδη το μέρος και τη Φαν;
Έκανε να σηκωθεί, άλλα τα γόνατά του δεν το κράτησαν. Κάθησε
βαριά κάτω. Για μια στιγμή έμεινε ακίνητος, προσπαθώντας να
πνίξει το φόβο, που τον είχε κυριέψει.
Το σημείο όπου βρισκόταν ήταν πολύ ανοιχτό, ακάλυπτο. Δεν ήταν
κατάλληλο για μάχη. Δεν προσπάθησε να σηκωθεί ξανά. Αντίθετα,
ξάπλωσε και κατρακύλησε. Έφτασε κοντά σ' ένα βράχο, στηρίχτηκε
και σηκώθηκε. Θα τα κατάφερνε, έπρεπε οπωσδήποτε να τα καταφέρει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14.
Το ύψωμα ανάμεσα στις δύο κοιλάδες ήταν σκεπασμένο με ένα
λεπτό στρώμα πάγου. Ο Ραμπλ Νουν προχωρούσε πολύ προσεκτικά,
ξέροντας ότι ένα πέσιμο μπορούσε να είναι μοιραίο. Η πληγή του
είχε σταματήσει να αιμορραγεί, αλλά αισθανόταν πολύ αδύναμος.
Είχε χάσει αρκετό αίμα μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Σταμάτησε κοντά σ' ένα δέντρο για να ξεκουραστεί λίγο και να
πάρει μια ανάσα. Μια καρακάξα άρχισε να πετάει από κλαδί σε
κλαδί.
Το έδαφος, στο μεγαλύτερο μέρος του, ήταν γεμάτο από κομμάτια
βράχων και σπασμένα δέντρα. Βρήκε ένα στενό πέρασμα και
χρησιμοποιώντας το τουφέκι του για μπαστούνι κατέβηκε την πλαγιά,
ώσπου έφτασε στην άκρη της κοιλάδας, εκεί που άρχιζε το χορτάρι.
Σταμάτησε λίγο διστακτικά και εξέτασε πάλι το μέρος.
Η παράγκα του, που κρυμμένη πίσω από τους βράχους δεν φαινόταν
ακόμη, βρισκόταν σε απόσταση διακοσίων μέτρων περίπου. Απόσταση
όμως πολύ μεγάλη αν λάβαινε υπ' όψη του ότι δεν θα είχε καμιά
κάλυψη και συνεπώς θα αποτελούσε εύκολο στόχο. Δεν υπήρχε όμως
άλλος τρόπος.
Δεν ήξερε τι θα Αβρισκε όταν θα Αφτανε εκεί. Τι είχε γίνει με τη
Φαν Ντάβιτζ;
Την είχαν πιάσει ή την είχαν σκοτώσει και θα πήγαινε κατευθείαν
στη παγίδα; Ήταν ένα ρίσκο που δεν μπορούσε να τ' αποφύγει.
Άλλωστε η Φαν ήταν ο μόνος λόγος που βρισκόταν εκείνη τη στιγμή
εκεί. Καλώς ή κακώς έπρεπε τώρα να διασχίσει την κοιλάδα και να
φτάσει στην παράγκα.
Με το τουφέκι στα χέρια πήρε μια βαθιά ανάσα, βγήκε από τα δέντρα
κι άρχισε να περπατάει γρήγορα.
Ύστερα από καμιά εικοσαριά βήματα, γύρισε να κοιτάξει πίσω
του... Τίποτα δεν φαινόταν στον ορίζοντα. Συνέχισε το δρόμο του
με την ίδια ταχύτητα και την ίδια προφύλαξη. Είχε καλύψει σχεδόν
τη μισή απόσταση και εξακολουθούσε να μην βλέπει τίποτα το
ύποπτο.
Σταμάτησε. Μπροστά του και λίγο αριστερά είδε μερικούς βράχους.
Όχι βέβαια τίποτα το σοβαρό, οπωσδήποτε όμως ήταν μια μικρή
κάλυψη.
Προχώρησε...
Ένας θόρυβος διέκοψε την απόλυτη σιωπή. Κοίταξε πάνω απ' τον ώμο
του. Ένας άντρας σήκωνε το ντουφέκι του.
Ο Ραμπλ Νουν άρχισε να τρέχει σαν παραζαλισμένο ελάφι. Οι
πυροβολισμοί ήταν βέβαιο ότι θα ειδοποιούσαν και τους άλλους κι
εκτός αυτού ήθελε να πυροβολήσει έχοντας μια κάποια κάλυψη. Τώρα
όμως έπρεπε να τρέξει.
Ύστερα από λίγο σταμάτησε λαχανιασμένος. Άκουσε τον ξερό ήχο
ενός όπλου και είδε τη σφαίρα να καρφώνεται στο έδαφος μπροστά
του. Έκανε ακόμα ένα βήμα, γύρισε δεξιά και βλέποντας στο
έδαφος μπροστά του. Έκανε ακόμα ένα βήμα, γύρισε δεξιά και
βλέποντας στο έδαφος ένα κοίλωμα, κατρακύλισε μέχρις εκεί. Μόλις
και χωρούσε βέβαια μέσα σ' αυτό το μικρό κοίλωμα, αλλά ήταν μια
κάλυψη. Κρατούσε το όπλο του προτεταμένο. Μέσα από το πουκάμισό
του ένιωσε υγρός και κατάλαβε ότι η πληγή του άρχισε και πάλι να
αιμορραγεί. Και δεν είχε χρόνο να φτάσει σ' ένα καλύτερο
καταφύγιο.
Το κοίλωμα μέσα στο οποίο βρισκόταν δεν ήταν πολύ βαθύ, αλλά
εκτεινόταν στην κατεύθυνση προς την οποία πήγαινε. Σε κάποιο
σημείο βάθαινε λίγο και προχώρησε έτσι ώσπου έφτασε σε λίγα μέτρα
απόσταση από τους βράχους που βρισκόταν στην άκρη της κοιλάδας.
Έκανε τρεις μεγάλες δρασκελιές και τότε τον είδαν.
Άκουσε έναν πυροβολισμό, αλλά η σφαίρα πρέπει να σφηνώθηκε
αρκετά μακριά πίσω του. Ο δεύτερος χτύπησε ψηλά, αλλά στο μεταξύ
είχε προλάβει να χωθεί ανάμεσα στους βράχους.
Έπεσε κάτω και προσπαθούσε να πάρει ανάσα. Πολύ γρήγορα όμως
πήρε θέση έτσι ώστε να παρακολουθεί άνετα την κοιλάδα που
απλωνόταν και πάλι έρημη μπροστά του. Σίγουρα δεν θα προσπαθούσαν
να διακινδυνεύσουν να την περάσουν όπως την πέρασε εκείνος. Τώρα
που ήταν αυτός σ' αυτή τη θέση κατάλαβε το πόσο τυχερός στάθηκε.
Δεν είχε χρόνο να κάνει κάτι για την πληγή του. Τώρα θα Απρεπε να
κάνει την τελική προσπάθεια για να φτάσει στην καλύβα. Το
πρόβλημα όμως ήταν ότι ο δρόμος μέχρις εκεί ήταν τελείως
ακάλυπτος. Αν τον περίμενε και κανένας άλλος εκτός από τη Φαν
ήταν νεκρός.
Σιγά σιγά, νιώθωντας φοβερούς πόνους στο χέρι του, τράβηξε στο
δρόμο προς την παράγκα. Δεν ακούστηκαν πυροβολισμοί. Είτε γιατί
δεν τον είχαν δει ή ίσως γιατί προσπαθούσαν ν' ανέβουν πιο ψηλά,
έξω από την ακτίνα βολής του, ώστε να κατέβουν μετά από πίσω του.
Ο ήλιος έκαιγε. Ο λαιμός του είχε στεγνώσει και καθώς παραπατούσε
ανάμεσα στους βράχους το πόδι του είχε χτυπήσει άσχημα. Στην αρχή
δεν είχε δώσει σημασία, αλλά τώρα τον πονούσε πολύ.
Προχωρούσε και το μόνο που επιθυμούσε τώρα ήταν λίγο νερό για να
σβήσει τη δίψα του. Ήθελε να φύγει μακριά, να βρει ένα ήσυχο,
δροσερό μέρος, όπου θα μπορούσε να κοιμηθεί. Τώρα όμως ήταν πολύ
αργά. Έπρεπε να πολεμήσει ή να πεθάνει. Πρώτα όμως έπρεπε να
κάνει αυτό που του είχε εμπιστευθεί ο Τομ Ντάβιτζ.
Ανάμεσα σε δυο βράχους σταμάτησε κι έριξε πάλι μια ματιά στην
κοιλάδα. Κύματα ζέστης τρεμούλιαζαν στον αέρα. Ανοιγόκλεισε τα
μάτια του και είδε ότι βρίσκονταν ακόμη εκεί... Τέσσερις άντρες
σκορπισμένοι καλύπτοντας μεγάλη ακτίνα προχωρούσαν πίσω του.
Μπορεί να σκότωνε τον έναν απ' αυτούς, μπορεί και δυο, αλλά οι
υπόλοιποι θα τον στρίμωχναν και θα τον σκότωναν, όποτε εκείνοι
ήθελαν. Κανείς απ' αυτούς όμως δεν ήταν ο δικαστής Νίλαντ. Ούτε
και τον Μπεν Τζάνις διέκρινε. Αν και δεν είχε κάλυψη δεν δίστασε.
Άρχισε να τρέχει. Θα τον έβλεπαν, αλλά θα Απρεπε να σταματήσουν,
να σηκώσουν τα τουφέκια τους και να πυροβολήσουν. ΣΑ αυτό το
σύντομο χρονικό διάστημα θα μπορούσε, με λίγη τύχη, να περάσει
τον ανοικτό χώρο. Αν τα κατάφερνε να χωθεί ανάμεσα στους θάμνους
και στους βράχους θα Αφτανε και στην παράγκα.
Συνέχισε να τρέχει. Πίσω του άκουσε τον πρώτο πυροβολισμό. Μια
δεύτερη σφαίρα χώθηκε στο βράχο ακριβώς μπροστά στα πόδια του.
Τρέχοντας πάτησε ένα βότσαλο, παραπάτησε κι έπεσε. Η αναπνοή του
είχε πιαστεί, αλλά δεν είχε καιρό για χάσιμο. Θα τον έφταναν.
Σηκώθηκε κι άρχισε πάλι να τρέχει παραπαίοντας.
Όταν έφτασε κοντά στη παράγκα, σταμάτησε λίγο, έβαλε το χέρι του
στο πρόσωπό του και μετά το κοίταξε. Ήταν ματωμένο. Ανοιγόκλεισε
τα δάχτυλά του ήταν εντάξει.
Ξαφνικά η πόρτα της παράγκας άνοιξε κι άκουσε τη Φαν να
στριγγλίζεις: "Όχι... Όχι".
Ένας άντρας με σκληρό πρόσωπο και πυκνά φρύδια στεκόταν μπροστά
του. "Νουν. Είμαι ο Μιττ Φορντ. Σκότωσες..."
Ο Ραμπλ Νουν έβαλε το χέρι του στο πιστόλι του. Δεν είχε καιρό να
σκεφτεί. Σήκωσε το όπλο του και πυροβόλησε. Είδε τον Μιττ Φορντ
να κάνει ένα βήμα πίσω, ένα μπροστά και το όπλο του να βγάζει
φλόγα. Ανέμιζε το όπλο του και ο Ραμπλ Νουν, καθώς πυροβολούσε,
σκέφτηκε, "Είναι και ηλίθιος".
Οι σφαίρες σκόρπισαν γύρω από τον Νουν, αλλά αυτός με μια γρήγορη
κίνηση πυροβόλησε τρεις φορές καταπάνω στο Μιττ Φορντ.
Το όπλο του Φορντ τινάχτηκε απ' το χέρι του. Προσπαθούσε να τ'
αρπάξει άλλα έπεσε. Πήγε να σηκωθεί και ξανάπεσε. Στο πουκάμισο
του Φορντ φαινόταν ένας λεκές από αίμα που σε κάθε στιγμή που
περνούσε μεγάλωνε.
Ο Ραμπλ Νουν πήγε προς την πόρτα. Η Φαν Ντάβιτζ τον τράβηξε μέσα.
Καθώς έκλεινε την πόρτα μια σφαίρα χτύπησε το ξύλο.
"Είσαι καλά;" τη ρώτησε βιαστικά.
"Ναι, εντάξει... Ήρθε... ήρθε εδώ. Μου είπε ότι θα σε σκοτώσει".
Ο Ραμπλ Νουν πήγε στην οπλοθήκη και κατέβασε ένα Ουίντσεστερ.
Ήταν γεμάτο. Ξαναγέμισε το εξάσφαιρό του, πήρε μια ζώνη και την
έδεσε.
Ύστερα από τον αστραφτερό ήλιο έξω, η Φαν δεν έβλεπε καλά μέσα
στο μίσοσκόταδο της παράγκας. Ξαφνικά είδε τα αίματα στον ώμο
του.
"Μα είσαι χτυπημένος" φώναξε!
Ο Νουν όλη εκείνη την ώρα δεν είχε σκεφτεί τίποτα. Βλέποντας όμως
τώρα τη Φαν, συνειδητοποιούσε πόσο μεγάλη ήταν ή επιθυμία του να
ζήσει.
"Πρέπει κάτι να κάνω" είπε. Κάθησε σε μια πολυθρόνα απ' όπου
μπορούσε να βλέπει έξω. "Θέλω και κάτι να πιω" πρόσθεσε.
"Έχει καφέ" είπε η Φαν.
"Νερό πρώτα".
Έτσι όπως κάθησε ηρέμησε λίγο κι ένιωσε καλύτερα. Εκείνο που
ήθελε τώρα ήταν να ξαπλώσει και να κλείσει τα μάτια του που ήταν
κατακόκκινα και έκαιγαν από τον ήλιο και τον αέρα.
"Πρέπει να φύγουμε από δω" είπε. "Εδώ είναι παγίδα".
"Περίμενε. Πρέπει πρώτα να κάνουμε κάτι με την πληγή".
Την κοίταξε. Ήταν ταραγμένη. Ωστόσο όμως δεν έκανε άσκοπος
κινήσεις. Έφερε ζεστό νερό και πανιά και σχίζοντας το πουκάμισό
του άρχισε να του πλένει την πληγή. Το ζεστό νερό τον ανακούφιζε.
Τα δάχτυλά της ήταν απαλά και γρήγορα.
Το βλέμμα του πήγε στο παράθυρο. Η περιοχή μπροστά τους ήταν
έρημη. Ήξερε όμως ότι οι άντρες βρίσκονταν εκεί γύρω κι έψαχναν.
Δεν είχαν ανακαλύψει ότι υπήρχε μόνο μια πρόσβαση στην παράγκα.
Πολύ σύντομα θα το καταλάβαιναν και θ' άρχιζαν να πυροβολούν.
Ο Ραμπλ Νουν ήξερε πολλά πράγματα για τα όπλα και τις σφαίρες και
γι' αυτό δεν ένιωθε αυτοπεποίθηση. ΣΑ ένα τέτοιο μέρος δεν
χρειαζόταν να Αχει κανείς συγκεκριμένςο στόχο. Δεν ήταν ανάγκη να
βλέπεις κάποιον για να πυροβολείς. Μπορούσαν μόνο να πυροβολούν
μέσα στα παράθυρα και ν' αφήνουν τις σφαίρες να εξοστρακίζονται.
Πολλές σφαίρες βέβαια θα πήγαιναν χαμένες, αλλά μερικές, ήταν
βέβαιο, θα τους κτυπούσαν. Και ήξερε καλά τις πληγές που έκαναν
οι εξοστρακισμένες σφαίρες. Πηδώντας από τοίχο σε τοίχο έκοβαν
σαν καλοακονισμένα μαχαίρια. Μια εξοστρακισμένη σφαίρα μπορούσε
να κόψει έναν άνθρωπο στα δύο. Το είχε δει με τα μάτια του
κάποτε.
Πήρε ένα φλυτζάνι καφέ. Βρισκόταν στο βάθος της παράγκας, πίσω
από το παράθυρο και κείνη του έδενε την πληγή, όταν φάνηκαν.
Ο δικαστής Νίλαντ φώναξε πρώτος: "Ραμπλ Νουν, δεν έχεις καμιά
ελπίδα. Βγες έξω με ψηλά τα χέρια και θα κάνουμε μια συμφωνία".
Δεν απάντησε. Ας μιλούσαν όσο ήθελαν. Δεν είχε τίποτα να
συζητήσει μαζί τους.
"Ξέρουμε ότι η Φαν Ντάβιτζ βρίσκεται εκεί μέσα και ξέρουμε ακόμα
ότι είσαι τραυματισμένος. Θα μας πεις που βρίσκοναι τα λεφτά και
θα έχεις ένα ίσο μερίδιο".
Δεν άντεξε και ρώτησε: "Ίσο με τι;"
"Μερίδιο ίσο με τ' άλλα" είπε ο Νίλαντ. Η φωνή του ακουγόταν από
πιο κοντά. Αν προσπαθούσαν να μπουν μέσα στο σπίτι θα ήταν
ηλίθιοι. Θα σκότωνε δυο τρεις ώσπου να φτάσουν στον απέναντι
τοίχο.
Έγινε σιωπή. Η Φαν είχε τελειώσει το δέσιμο της πληγής. Ο Νουν
μελετούσε την περιοχή μπροστά του. Δεν φαινόταν κανένας άλλος η
ιστορία με τις εξοστρακισμένες σφαίρες ήταν πάντα μια απειλή.
Έξω το μέρος ήταν ανοικτό, με λίγα μόνο δέντρα και μερικούς
βράχους. Δεν είχε πολλές πιθανότητες να κτυπήσει κανέναν, αλλά
μπορούσε να τους εκνευρίσει και να τους κάνει να χάσουν την
ψυχραιμία τους.
"Φαν μάζεψε λίγα τρόφιμα" είπε. "Υπάρχουν κάτι σάκκοι εδώ. Πάρε
έναν και γέμισέ τον με ότι βρεις. Φτάνει να μην είναι πολύ βαρύς.
Βάλε μέσα λίγο μπέηκον και καφέ".
Δεν ρώτησε τίποτα και έκανε ότι της είπε.
"Πάρε κι ένα παγούρι" πρόσθεσε. "Και μερικές σφαίρες".
"Λοιπόν, Ραμπλ... άκου", ακούστηκε η φώνη απ' έξω. "Δεν θέλουμε
να σκοτώσουμε τη Φαν. Της κάνεις κακό".
"Δεν θέλετε να την σκοτώσετε; Θα τη ληστέψετε δηλαδή και θα την
αφήσετε να πάει να σας καταγγείλει; Δεν νομίζω δικαστή Νίλαντ".
Σήκωσε το ντουφέκι του και πυροβόλησε τρεις φορές πάνω στους
βράχους, όπου πίστευε ότι βρίσκονταν κρυμμένοι. Σηκώθηκε μετά
κι έκλεισε τα παντζούρια. Αν επιχειρούσαν να πλησιάσουν μπορούσε
να τους πυροβολήσει μέσα από τις τρύπες.
"Έχεις ακόμα μια ευκαιρία να βγείς έξω" φώναξε ο Νίλαντ. "Αν δεν
βγεις από τις τρύπες.
"Έχεις ακόμα μια ευκαιρία να βγεις έξω" φώναξε ο Νίλαντ. "Αν δεν
βγεις θα σας κάψουμε".
Να τους κάψουν; Δεν υπήρχε τίποτα κοντά τους που θα έπαιρνε
φωτιά. Ο αέρας όμως φυσούσε προς το σπίτι κι αν άρχιζαν να πετάνε
καμμένα πανιά στο βράχο που βρίσκονταν από πάνω, θα Απιαναν φωτιά
τα παράθυρα.
Δεν απάντησε, αλλά γύρισε προς το ντουλάπι κι άνοιξε την πόρτα.
"Θα πάμε από δω" είπε.
Βοήθησε τη Φαν να περάσει και στάθηκε μια στιγμή να κοιτάξει γύρω
του. Θα ξανάβλεπε ποτέ αυτό το μέρος; Βρισκόταν σε άσχημη θέση.
Το αίμα που είχε χάσει, ο καυτός ήλιος και ο μακρύς αγώνας του να
ξεφύγει, τον είχαν εξαντλήσει. Αν δεν ήταν η Φαν, θα είχε μείνει
εκεί και θα τους πολεμούσε. Η φωτιά όμως ήταν κάτι που δεν
μπορούσαν να το πολεμήσουν.
Την ακολούθησε καθώς εκείνη έβγαινε και τράβηξε πίσω του τις
πόρτες του ντουλαπιού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15.
Τον εμπιστευόταν.
Ο Ραμπλ Νουν καθισμένος στη σπηλιά το σκεφτόταν συνεχώς. Του είχε
δείξει εμπιστοσύνη και δεν μπορούσε να την προδώσει.
Από κει που ήταν ένας χαμένος άνθρωπος, είχε βρει αυτό το κορίτσι
και από την πρώτη κιόλας στιγμή κατάλαβαν ότι κάτι υπάρχει μεταξύ
τους. Από την αρχή τα προβλήματα του ενός έγιναν προβλήματα και
των δύο. Κατά κάποιο τρόπο ακόμα και πριν από τον τραυματισμό του
ένιωθε ότι είχε χρέος να την ελευθερώσει από τους παρανόμους που
είχαν καταλάβει το κτήμα της.
Θα μπορούσε να τα είχε αποφύγει ολ' αυτά, αλλά είχε μείνει για
χάρη της. Και τώρα και των δυο η ζωή κινδύνευε. Κοίταζε κάτω το
άνοιγμα όπου βρισκόταν η εξέδρα. Ο τρόπος διαφυγής έμοιαζε
απλός... ήταν όμως εύκολο;
Ήξεραν την ύπαρξη της παράγκας του Μεξικάνου αφού είχαν
προσπαθήσει να τον βρουν εκεί. Μα κι αν ακόμα δεν ήταν κανείς να
τον περιμένει κάτω, δεν θα είχαν άλογα για να φτάσουν ως τον
σταθμό. Και η απόσταση ως εκεί και μεγάλη ήταν και το μεγαλύτερο
μέρος της ήταν ακάλυπτο. Θα κατάφερναν λοιπόν να φτάσουν έγκαιρα
για να προλάβουν κάποιο τρένο, θα τους έπιαναν καθ' οδόν ή καθώς
θα τους περίμεναν στο σταθμό;
Κάτω από συνηθισμένες συνθήκες θα τους ήταν δύσκολο να εντοπίσουν
το άνοιγμα. Τώρα όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Θα
προσπαθούσαν με λύσσα να βρουν το δρόμο απ' όπου είχαν διαφύγει
και σίγουρα θα τον εντόπιζαν. Έτσι όμως όπως ήταν κρυμμένος,
πίσω από τους βράχους μπορεί να μην τα κατάφερναν. Μπορούσε όμως
να είναι βέβαιος;
Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε τη σκοτεινή σπηλιά, όπου χάνονταν τα
σκαλοπάτια. Δεν ήταν ποτέ δυνατόν ν' ανέβει κανείς από κείνα τα
σκαλοπάτια. Τα είχαν καταστρέψει η διάβρωση και οι βράχοι που
είχαν πέσει. Αυτοί όμως που τα είχαν φτιάξει στην αρχή δεν τα
είχαν φτιάξει έτσι άσκοπα. Κάποιος λόγος θα πρέπει να υπήρχε και
κάπου θα πρέπει να οδηγούσαν.
Μήπως υπήρχε καμιά μυστική αποθήκη για γεννήματα; Μάλλον απίθανο.
Ήταν πολύ δύσκολο να μεταφερθούν γεμάτα τα μεγάλα πανέρια που
χρησιμοποιούσαν τότε γι' αυτές τις δουλειές οι άνθρωποι που
ζούσαν εκεί. Μπορεί ακόμα να ήταν ένας τόπος τελετουργιών ή ακόμα
ένας κρυψώνας για μια περίπτωση κινδύνου. Μήπως όμως ήταν μια
μυστική διέξοδος;
Πήρα από τον τοίχο της σπηλιάς τη μια από τις δυο λάμπες και την
κούνησε. Ήταν μισογεμάτη. Η άλλη ήταν σχεδόν άδεια.
ΣΑ εκείνο το σημείο το φως ήταν θαμπό, αλλά κοντά στο άνοιγμα
ήταν αρκετά για να διακρίνεις. Έσκυψε κάτω από τις λάμπες, στη
γωνία, και βρήκε αυτό που ήθελε, ένα δοχείο με πετρέλαιο, σχεδόν
γεμάτο. Από πάνω υπήρχε ένα σακκί με πατάτες.
Γέμισε και τις δυο λάμπες με πετρέλαιο, και παίρνοντας το δοχείο
και το σκοινί πήγε στο άνοιγμα. Έδωσε τη μια λάμπα στη Φαν, αλλά
αμέσως δίστασε. Την παρέσυρε σ' έναν δρόμο απ' όπου μπορούσε να
μην υπήρχε διέξοδος. Αν όμως δεν τον επιχειρούσαν δεν υπήρχε και
καμμιά άλλη ελπίδα για να διασωθούν.
Την έσπρωξε απαλά προς την εξέδρα. "Ανέβα Φαν" της είπε μαλακά.
"Θα στριμωχτούμε λίγο, αλλά θα τα καταφέρουμε".
"Δεν θα μας περιμένουν κάτω;" ρώτησε. "Δηλαδή λέω αν ξέρουν αυτό
το δρόμο;"
"Δεν θα κατέβουμε μέχρι κάτω", είπε ήρεμα. "Ρισκάρουμε πολύ Φαν
να το ξέρεις. Παίζουμε ένα πολύβ επικίνδυνο παιχνίδι. Αν όμως
θέλεις να μείνεις εδώ, εγώ θα μείνω μαζί σου".
"Όχι, θέλω να Αμαι μαζί σου... οπουδήποτε κι αν πας".
Κατέβασε προσεκτικά την εξέδρα. Όταν έφτασαν στο σκοτεινό
άνοιγμα της σπηλιάς, σταμάτησε και έδεσε το σκοινί. Βοήθησε τη
Φαν να κατέβει και ύστερα πήρε τις λάμπες και το δοχείο με το
πετρέλαιο. Μετά ανέβηκε ξανά πάνω και κατέβασε το σακκί με τα
τρόφιμα και τις σφαίρες. Στο μεταξύ η σπηλιά είχε γεμίσει με
καπνό.
"Θα μας βρουν;" ρώτησε η Φαν.
"Αμφιβάλλω" Κοίταξε άλλη μια φορά κάτω στο άνοιγμα. Νόμισε ότι
στο έδαφος διέκρινε ένα ίχνος μπότας. Το ελεύθερο μέρος του
σχοινιού έπεσε στον πάτο. Η Φαν τον άρπαξε απ' το μανίκι. Η
εξέδρα και σχοινί βρίσκονταν που δεν υπήρχε πριν, αλλά μέσα στο
σκοτάδι και σε τόση απόσταση θα μπορούσε και να έκανε λάθος.
Τραβώντας το μαχαίρι του έκοψε τα σχοινιά. Η εξέδρα χτύπησε στο
έδαφος σηκώνοντας σύννεφο σκόνης στο κάτω μέρος του ανοίγματος.
Τώρα είχαν αποκοπεί. Ήταν εντελώς απομονωμένοι.
Δύο άντρες έτρεξαν βιαστικά προς εκείνο το σημείο. Κοίταξαν γύρω
τους και μετά προς τα πάνω. Από κει που στέκονταν δεν μπορούσαν
να δουν τίποτ' άλλο παρά μόνο σκοτάδι. Άκουγε τις φωνές τους,
αλλά δεν ξεχώριζε τα λόγια τους. Έδειχναν ν' απορρούσαν, σαν να
μάλλωναν ή κάτι τέτοιο.
Τις λάμπες τις είχαν βάλει πολύ πίσω από το άνοιγμα. Η Φαν πήρε
τα δύο τουφέκια και κείνος τα σακκιά με τα τρόφιμα και τις
σφαίρες και προχώρησαν προς το βάθος της σπηλιάς.
Πατούσαν τη σκόνη που είχε μαζευτεί εδώ και αιώνες, ενώ το φως
από τις λάμπες δημιουργούσε στα τοιχώματα τεράστιες σκιές. Η
σπηλιά ήταν φυσική, αλλά πουθενά δεν υπήρχε ένα σημάδι που να
δείχνει ότι κάποτε είχε κατοικηθεί.
Μετά από καμιά πενηνταριά βήματα βρέθηκαν ξαφνικά σ' ένα άπλωμα
που φωτιζόταν από μια ρωγμή πάνω στην "οροφή". Πρόσεξαν ότι εκεί
υπήρχαν μικροί κύκλοι από πέτρες και απομεινάρια από φωτιά που
είχε αναφτεί κάποτε.
"Καταφύγιο", παρατήρησε ο Νουν. "Δεν πιστεύω ότι έμειναν μόνιμα
άνθρωποι σ' αυτή τη σπηλιά. Πρέπει να υπάρχει διέξοδος".
"Γιατί;"
"Έχω δει πολλά χωριά φτιαγμένα από τους ίδιους ανθρώπους σε
οροπέδια. Νομίζω ότι προτιμούσαν να ζουν σε ανοιχτό μέρος. Εκεί
κάτω -έδειξα ανατολικά- είδα ερείπια από σπίτια, που δεν ήταν
ούτε τετράγωνα ούτε ορθογώνια. Ήταν όμως πάντα ανοιχτά,
ελεύθερα".
Η Φαν κοίταζε γύρω της και στο μισοσκόταδο της σπηλιάς
προσπαθούσε να φανταστεί τους ανθρώπους που είχαν μείνει
προσωρινά εκεί... ή μήπως ήταν σπηλιά μόνο για τις τελετουργίες
τους κι έρχονταν εκεί μόνο σε ειδικές περιπτώσεις;
Ο Ραμπλ Νουν έβαλε τους σάκκους στον ώμο του, πήρε τη λάμπα και
προχώρησε στο τούνελ. Η σπηλιά δεν ήταν πολύ ψηλή και πολλές
φορές οι σάκκοι τρίβονταν στην οροφή. Μετρούσε τα βήματά τους κι
όταν έφτασε στα εκατό και είδε ότι το τούνελ ούτε φάρδαινε, ούτε
άλλαζε κατεύθυνση, σταμάτησε.
Έκανε ζέστη εκεί μέσα και ανέπνεαν με δυσκολία. Σκούπισαν τον
ιδρώτα από το πρόσωπό τους και ξεκίνησαν. Το φως στις λάμπες τους
είχε χαμηλώσει... το οξυγόνο λιγόστευε.
Έκανε ακόμα εκατό βήματα, αλλά αυτή τη φορά δεν σταμάτησε. Ακόμη
εκατό. Πόσο μακριά είχαν φτάσει; Προχώρησαν ακόμα λίγο και σε μια
στιγμή υπολόγισε ότι έπρεπε να είχαν χωθεί μέσα στο βουνό σε
βάθος πεντακοσίων μέτρων περίπου. Δεν ήταν βέβαιος για την
κατεύθυνση που είχαν πάρει, αλλά το τούνελ έμοιαζε να πηγαίνει
ανατολικά, μακριά από το ράντσο.
Όταν έκανε άλλα εκατό βήματα σταμάτησε. Το φως στις λάμπες ήταν
πολύ χαμηλό τώρα κι ανέπνεαν με μεγάλη δυσκολία. Τα μάγουλα της
Φαν ήταν καταϊδρωμένα και λερωμένα από τη σκόνη.
"Πρέπει να συνεχίσουμε" είπε ο Ραμπλ. "Δεν έχει νόημα να
γυρίσουμε πίσω".
"Σήκωσε πάλι τους σάκκους και συνέχισε. Το τούνελ έστριβε ξαφνικά
και άνοιγε σε μια μεγάλη καμάρα.
"Ραμπλ... κοίτα! Οι λάμπες!" φώναξε η Φαν.
Πραγματικά. Οι φλόγες στις λάμπες είχαν ζωηρέψει και την ίδια
σχεδόν στιγμή ένιωσε μια κάποια δροσιά στα μάγουλά του.
Προχώρησαν γρήγορα και σε λίγο βγήκαν στο άνοιγμα της σπηλιάς.
Ήταν μια προεξοχή βράχου. Αυτή η προεξοχή βρισκόταν πάνω από μια
στενή κοιλάδα, που ο Νουν δεν είχε ξαναδεί.
Στο πλάι της προεξοχής υπήρχε μια ρωγμή, από την οποία μπορούσε
κανείς ν' ανέβει στην κορυφή του βουνού, που απείχε καμιά
πενηνταριά μέτρα. Λίγο πιο πέρα είδαν μια πηγή νερού και βρήκαν
ακόμα ίχνη από φωτιές που είχαν αναφτεί παλιά. Γύρω γύρω
βρίσκονταν διάφορα σπασμένα πήλινα σκεύη που τα περισσότερα απ'
αυτά είχαν ένα μαύρο διακοσμητικό σχέδιο.
Κοίταξε τη ρωγμή που οδηγούσε στην κορυφή. Διαπίστωσε ότι μ' ένα
μικρό παραπάτημα θα γκρεμίζονταν κάτω στην κοιλάδα. Κι αν ακόμα
ερχόταν κανείς από την μεριά της κορυφής, δεν θα μπορούσαν να
κάνουν τίποτα.
"Λες να μας ακολουθήσουν;" είπε η Φαν
"Δεν ξέρω. Αυτό όμως που ξέρω με βεβαιότητα είναι ότι θα κάνουν
τα πάντα για να μας ξεφορτωθούν. Γνωρίζουμε πολλά πρόσωπα και
πράγματα και ο Μπεν Τζάνις ξέρει ακόμα, ότι μ' έχουν στείλει για
να τον σκοτώσω".
"Αν γυρίζαμε πίσω έχουμε καμιά ελπίδα;"
"Αμφιβάλλω. Έριξα το σκοινί και ελπίζω να υπέθεσαν ότι έπεσε
κατά λάθος κι ότι τώρα βρισκόμαστε παγιδευμένοι εκεί. Αν το
πιστέψουμε αυτό, δεν θα μας ακολουθήσουν. Πάντως όμως όπως και
να Αχει το πράγμα μπορούμε να τους σταματήσουμε με το ντουφέκι".
"Δεν το Ακανες όμως... Γιατί;"
Ανασήκωσε τους ώμους. "Ίσως να μη θέλω να σκοτώσω τώρα, παρά
μόνο όταν είμαι υποχρεωμένος", είπε μαλακά. Και πρόσθεσε: "Ίσως
επειδή ελπίζω ότι μπορεί να υπάρχει μια διέξοδος από κει πάνω".
Έδειξε τη ρωγμή στον γκρεμό.
Στον πάτο είχε πλάτος ενάμισυ μέτρο περίπου και καθώς ανέβαινε
προς την κορυφή στένευε. Όλη η διαδρομή που έπρεπε να κάνουν
ήταν άγριο έδαφος και σπασμένοι βράχοι. Από κάτω απλώνονταν ένα
μεγάλο φαράγγι.
Σίγουρα οι άνθρωποι που είχαν φτιάξει εκείνα τα πήλινα σκεύη και
τα σκαλοπάτια, οπωσδήποτε θα είχαν σκαρφαλώσει στην κορυφήκ από
κείνη τη ρωγμή. Ήταν όμως έτσι ή τότε τα πράγματα ήταν πιο
βολικά, ενώ τώρα η φυσική διάβρωση είχε κάνει αυτή την πορεία
ακατόρθωτη; Μήπως λοιπόν από τη στιγμή που θ' άρχιζαν να
ανεβαίνουν το έδαφος θα υποχωρούσε χωρίς να έχουν πια καμιά
ελπίδα σωτηρίας;
Δεν μίλησε στη Φαν για τους φόβους του. Έσκυψε, ήπιε αρκετό
δροσερό νερό από την πηγή, σκούπισε το στόμα του με την ανάστροφη
της παλάμης του, κοίταξε κάτω τον γκρεμό και με πολύ φυσικό ύφος
τη ρώτησε: "Θα το επιχειρήσεις μαζί μου;"
"Ναι", είπε η Φαν χωρίς καθόλου σκέψη.
"Έχε υπόψη σου όμως ότι από τη στιμή που θα ξεκινήσουμε δεν
υπάρχει τρόπος για γυρισμό. Το κατέβασμα είναι το ίδιο δύσκολο
όπως και το ανέβασμα. Θα πρέπει λοιπόν να συνεχίσουμε μέχρι το
τέλος".
"Εντάξει... Σύμφωνοι", είπε η Φαν και χαμογέλασε.
Ακόμα δίσταζε. Ίσως ο Ραμπλ Νουν ο κυνηγός των παρανόμων να ήταν
άφοβος. Αυτός όμως τώρα φοβόταν. Ήξερε το πόσο επικίνδυνες ήταν
αυτές οι πλαγιές.
"Δεν είναι κάπως παράξενο;" είπε η Φαν. "Σε γνωρίζω τόσο λίγο κι
όμως κοντά σου νιώθω ασφάλεια. Μπορώ να σου πω μάλιστα ότι αυτό
το συναίσθημα το Ανιωσα από την πρώτη κιόλας στιγμή".
"Δυστυχώς δεν ξέρω πολλά για τον εαυτό μου. Ξέρω μόνο ότι κάποτε
το όνομά μου ήταν Τζόνας Μάντριν, ότι ήμουν δημοσιογράφος και
ότι αργότερα είχα μια εταιρία όπλων. Αυτά όμως δεν λένε τίποτα".
"Μπορώ να σε φωνάζω Τζόνας;"
"Αν θέλεις". Σήκωσε έναν από τους σάκκους. "Θα πρέπει να
πηγαίνουμε τώρα", είπε. "Δεν ξέρω τι μας περιμένει εκεί πάνω.
Μπορεί αυτοί να βρήκαν άλλο δρόμο για να μας βγουν μπροστά".
"Μα πως θα ξέρουν προς τα που θα πάμε;"
Αυτό βέβαια ήταν αλήθεια, αλλά δεν ήθελε να υποτιμήσει τον
Νίλαντ και τον Τζάνις. Ήταν κι οι δυο τους πονηροί. Και ο Νίλαντ
έπαιζε παιχνίδι επικίνδυνο. Δεν διακινδύνευε μόνο την καλή του
φήμη, αλλά κι αυτή την ίδια τη ζωή του.
"Πήγαινε εσύ μπροστά", είπε ο Νουν. "Αν γλιστρήσεις θα μπορέσω να
σε πιάσω".
Είχαν δυο σάκκους, αλλά τον έναν θα τον άφηναν. Έβαλε τις
σφαίρες στο σάκκο που θα έπαιρναν μαζί τους και μετά έριξε μέσα
κι ένα κομμάτι μπέηκον. Αν ήταν μεθοδικοί τα τρόφιμα θα τους
έφταναν για αρκετές μέρες.
Ξαφνικά τους άκουσε. Ο θόρυβος ήταν μακρινός, αλλά τον ξεχώρισε.
Ερχόταν μέσα από το πέρασμα.
Γύρισε απότομα προς τον γκρεμό και είπε: "Πάμε".
Η Φαν κοίταξε τη ρωγμή και του είπε: "Πήγαινε εσύ μπροστά... σε
παρακαλώ".
Δεν είχαν χρόνο για εξηγήσεις και διαφωνίες. Δοκίμασε ένα βράχο
με το πόδι του. Φαινόταν στέρεος. Ένα βήμα, δύο... τρία.
Δοκιμάζοντας τους βράχους με τα χέρια άρχισε ν' ανεβαίνει την
απότομη πλαγιά. Κάποια στιγμή μια πέτρα έπεσε πίσω του και γύρισε
να κοιτάξει. Με ικανοποίηση είδε ότι η Φαν ήταν πολύ κοντά του.
Κι από κει και κάτω το χάος του φαραγγιού.
Άρχισε πάλι να σκαρφαλώνει. Η κορυφή απείχε μόνο λίγα μέτρα,
αλλά η απόσταση του φαινόταν τεράστια. Η πλαγιά ήταν πολύ πιο
απότομη απ' ότι αρχικά είχε φανταστεί. Ο ιδρώτας έτρεχε απ' όλο
του το σώμα και η πληγή στον ώμο τον πονούσε δυνατά. Σταμάτησε
για να πάρει μια ανάσα και κοίταξε την κορυφή που ήταν πια πολύ
κοντά. Σκέφτηκε ότι αν αυτή τη στιγμή τους έβλεπαν ο Νίλαντ με
τον Τζάνις θα μπορούσαν να τους πυροβολήσουν και να τους ρίξουν
κάτω σαν πουλιά.
Έβαλε το πόδι του για να δοκιμάσει ένα στήριγμα. Όταν όμως
τίναξε το κορμί του προς τα πάνω, ο βράχος υποχώρησε. Ένιωσε να
πέφτει κι αρπάχτηκε πανικόβλητος από ένα κομμάτι βράχου που
προεξείχε. Καθώς προσπαθούσε ν' ακουμπήσει κάπου τα πόδια του,
ένιωσε ένα χέρι να χουφτώνει τον αστράγαλό του. Πίσω του άκουγε
τους βράχους να γκρεμίζονται στο φαράγγι.
Έβάλε όση δύναμη μπορούσε και τραβήχτηκε λίγο πιο πάνω. ΣΑ
εκείνο το σημείο τα τοιχώματα της ρωγμής ήταν πιο κοντά το ένα
στο άλλο κι έτσι μπόρεσε να βάλει το ένα του πόδι στο απέναντι
τοίχωμα, ακουμπώντας τους αγκώνες του στον τοίχο πίσω του.
Στηριγμένος καλά τώρα τράβηξε το άλλο του πόδι, από το οποίο
κρατιόταν και η Φαν. Ήταν ωστόσο ψύχραιμη και βοηθούσε με το
δικό της πόδι.
Μόλις η Φαν βρήκε "δικό της" στήριγμα, τράβηξε τον σάκκο και τον
πέταξε ψηλά. Χρησιμοποιώντας τα χέρια και τα πόδια του ανέβηκε
λίγο πιο ψηλά. Ένα μέτρο... δύο μέτρα. Η Φαν τον ακολουθούσε από
κοντά.
Πήρε ξανά το σάκκο και τον πέταξε πιο πάνω. Από κάτω άκουσε
φωνές. Σίγουρα θ' αναρωτιόντουσαν που είχε εξαφανιστεί το θήραμά
τους. Αυτός όμως φοβόταν ότι ύστερα από λίγο θα τους ανακάλυπταν.
Έκανε ακόμα μια προσπάθεια, πέταξε το σάκκο πιο πάνω και ξαφνικά
άκουσε καθαρά τις φωνές: "Μπεν... Μπεν... τον πιάσαμε".
Γύρισε και είδε έναν άντρα, που δεν το είχε δει άλλη φορα, να
τους δείχνει με το δάχτυλο.
"Φαν" είπε ήρεμα "πέρνα συρτά από πάνω μου. Έλα γρήγορα... και
μη ρωτάς για τίποτα".
Σύρθηκε λίγο κι αυτός, την έπιασε από τη μέση και την πέρασε από
πάνω του. Ήθελαν ακόμη μερικά μέτρα για να φτάσουν στην κορυφή.
"Συνέχισε ν' ανεβαίνεις", φώναξε δυνατά. "Κι άμα φτάσεις πάνω
άρχισε να ρίχνεις με το όπλο για να με καλύπτεις".
Έβαλε το χέρι του στο εξάσφαιρο κι έχοντας τα μάτια του κάτω
άρχισε να τεντώνεται.
Ξαφνικά φάνηκε ένα κεφάλι κι αμέσως πυροβόλησε. Άκουσε μια
κραυγή και είδε έναν άντρα να βάζει τα χέρια του στο κεφάλι και
να πέφτει...
Μια σφαίρα χτύπησε το βράχο κοντά του και μετά και μια δεύτερη.
Δεν ήταν όμως επικίνδυνος. Αστοχούσαν φοβερά.
Σύρθηκε λίγο πιο ψηλά κι ύστερα σκόπιμα έσπρωξε με το πόδι του
έναν μεγάλο βράχο. Μόλις εκείνος άρχισε να κυλάει με πάταγο,
έβαλε όλες τους τις δυνάμεις κι ανέβηκε στην κορυφή. Εκεί
στριφογύρισε μια δυο φορές στο χορτάρι και έμενε ακίνητος. Οι
μύες του έτρεμαν και το μυαλό του ήταν κενό. Όταν κοίταξε γύρω
του είδε τη Φαν να τον κοιτάζει κατάχλωμη.
"Όλα εντάξει;", ψιθύρισε.
"Ποτέ δεν θα είμαστε εντάξει" της απάντησε "ώσπου να πεθάνουν ή
να εξαφανιστούν. Αυτή τη στιγμή εμείς είμαστε οι κυνηγημένοι και
φτάσαμε όσο μακριά μπορούσαμε να φτάσουμε".
"Τι θα κάνουμε Τζόνας;"
"Θα πολεμήσουμε. Δεν έχουμε άλλη επιλογή Φαν, γι' αυτό και θα
πολεμήσουμε..." Και πρόσθεσε κάπως σκληρά: "Έτσι όπως δεν μας
είδαν μέχρι τώρα να πολεμάμε..."
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16.
Βρίσκονταν τώρα στο οροπέδιο, στον καθαρό και δροσερό αέρα.
Εκεί κοντά ήταν τα ερείπια ενός παλιού χωριού που κάποτε είχε δυο
σειρές από σπίτια, αλλά που τώρα απέμεναν μόνο μερικά τούβλα και
μερικά κομμάτια από πήλινα σκεύη.
Πάνω τους και γύρω του ήταν μόνο ουρανός, ενώ τους τύλιγε μια
απέραντη γαλήνη. Στεκόντουσαν λίγο μακριά ο ένας από τον άλλον
απολαμβάνοντας τη μεγάλη σιωπή της στιγμής εκείνης. Ένας θόρυβος
από βράχους που έπεφταν διέκοψε την απέραντη ηρεμία τους και τους
προσγείωσε με το σοκ του άμεσου κινδύνου.
"Θα τους σταματήσω Φαν" είπε αποφασιστικά. "Εσύ κοίτα γύρω μήπως
υπάρχει και τίποτ' άλλο".
Πήγε προς την άκρη του οροπεδίου και στα τελευταία μέτρα σύρθηκε
στο έδαφος. Έσπρωξε στα τυφλά ένα μεγάλο ογκόλιθο. Ακούστηκε το
κατρακύλισμα, μια κραυγή και μετά κάποιος που βλαστημούσε άγρια.
Αυτό θα τους καθυστερούσε κάπως. Κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα
επιχειρούσε ν' ανέβει αυτή την απότομη πλαγιά, όταν μάλιστα ήξερε
ότι στην κορυφή υπάρχει κάποιος που μπορεί να πετάει πάνω του
βράχους.
Σηκώθηκε και προχώρησε προς τα ερείπια του χωριού. Εκεί, στα πρώτα
χρόνια του πολιτισμού είχαν ζήσει άνθρωποι που είχαν κάνει τις
πρώτες προσπάθειες να οργανώσουν μια κοινότητα. Άνθρωποι που
κατάρτιζαν τους κανόνες, οι οποίοι θα τους εξασφάλιζαν την
ελευθερία τους. Γιατί ελευθερία και πολιτισμός υπάρχει εκεί όπου
υπάρχουν νόμοι και συναίνεση.
Ο άνθρωπος που τον έλεγαν Ραμπλ Νουν κλώτσησε μια πέτρα. Σκέφτηκε
τον Τομ Ντάβιτζ που πάλεψε μια ζωή για να κάνει μια περιουσία και
που τώρα την περιουσία αυτή προσπαθούσαν να την καρπωθούν άνθρωποι
ξένοι, άνθρωποι που ήταν έτοιμοι να σκοτώσουν την κόρη του, τους
φίλους του κι όποιονδήποτε άλλον έμπαινε εμπόδιο στους άτιμους
σκοπούς τους. Ο Τομ Ντάβιτζ είχε κυνηγήσει την απληστία τους.
Ο Ραμπλ Νουν πονούσε και ένιωθε πολύ κουρασμένος. Δεν ήθελε πια να
τρέχει και να πολεμάει. Τα βάσανά του όμως δεν φαίνονταν να
παίρνουν τέλος. Κοίταξε απέναντί του τη Φαν που έψαχνε να βρει
κάποιο δρόμο για να κατέβουν. Πήγε πάλι στην άκρη του γκρεμού κι
έριξε μερικούς βράχους για να κάνει τους "κάτω" να δειλιάζουν.
Ο Ραμπλ Νουν αναρωτιόταν που ακριβώς βρίσκονταν. Όπως υπολόγιζε
με το μπάσιμο στη σπηλιά είχαν απομακρυνθεί απ' αυτή γύρω στο
χιλιόμετρο. Τώρα όμως βρίσκονταν στην κορυφή του βουνού κοίταζε
γύρω του και κανένα απ' τα γύρω βουνά δεν του φαινόταν γνωστό.
Φανερό ήταν ότι όταν τα βλέπει κανείς από διαφορετικό σημείο
αλλάζουν και όψη.
Μέσα στο φαράγγι είχε σκοτεινιάσει. Όταν έσκυψε να δει κάτω, δεν
φαινόταν τίποτα. Ούτε και φωνές άκουσε. Σίγουρα θα είχαν
αποφασίσει να μην ανέβουν απ' την πλαγιά και το πιο πιθανό ήταν
τώρα ν' ανεβαίνουν από άλλο σημείο. Ο Μπεν Τζάνις ήξερε την
περιοχή πολύ καλύτερα απ' ότι μπορούσε να τη θυμηθεί ο Ραμπλ Νουν.
Έσπρωξε πάλι έναν πολύ μεγάλο βράχο και στάθηκε να τον δει καθώς
θα κατρακυλούσε. Μόλις χάθηκε ο θόρυβος του βράχου και στάθηκε να
τον δει καθώς θα κατρακυλούσε. Μόλις χάθηκε ο θόρυβος του βράχου
που έπεφτε, απλώθηκε πάλι νεκρική σιγή.
Πήρε το τουφέκι του και το σάκκο και πήγε προς τη Φαν. Ένιωθε
φοβερά κουρασμένος. Το κεφάλι του πονούσε και δεν ήθελε τίποτ'
άλλο παρά να κοιμηθεί. Προχωρόντας παρατήρησε ότι το έδαφος ήταν
γεμάτο κομμάτια από πήλινα σκεύη. σαν κι αυτά που υπήρχαν στα
ερείπια του χωριού.
Η Φαν τον είδε που ερχόταν και σταμάτησε κοντά σ' έναν χαμηλό
θάμνο... "Πολύ σύντομα θα σκοτεινιάσει" είπε. "Δεν είδα κανένα
μονοπάτι ούτε ίχνη ζώων. Λες ο μόνος δρόμος για ν' ανέβει κανείς
είναι αυτός απ' το φαράγγι και τον απέκλεισαν;"
Κούνησε το κεφάλι του. "Πρέπει να υπάρχει κι άλλος δρόμος" είπε.
"Έχω δει πολλά οροπέδια με πολύ πιο απότομες πλαγιές. Δεν έχω
όμως δει κανένα που να μην έχει δυο, τρία ή και παραπάνω σημεία
πρόσβασης".
Η νύχτα πέφτει γρήγορα σ' αυτή την έρημη περιοχή και το πρώτο
αστέρι ήδη φάνηκε στον ουρανό. Ο αέρας ήταν δροσερός. Είδε μια
σειρά από δέντρα και προχώρησε προς τα εκεί. Ξαφνικά σε κάποιο
σημείο το οροπέδιο κοβόταν σε σχήμα "V". Η περιοχή ήταν λίγο
απότομη και πιο πέρα λίγο κατηφορική γεμάτη θάμνους και δέντρα.
Πρόφτασε και είδε αυτό που ήθελε: Πυκνή βλάστηση με ξερούς κορμούς
δέντρων.
Προχώρησαν προς τα εκεί προσεκτικά κι όταν έφτασαν ανάμεσα στα
δέντρα έκοψε μερικά κλαδιά για να φτιάξει ένα κρεβάτι για τη Φαν.
Τα πεύκα έδειχναν ότι το πιθανότερο είναι να βρίσκονται στη
δυτική πλαγιά του βουνού. Πιο κάτω τα περισσότερα δέντρα ήταν
λεύκες, οπωσδήποτε όμως το μέρος ήταν προφυλαγμένο. Σχεδόν
αποκλεισμένο.
"Θα κοιμηθούμε εδώ" είπε στη Φαν. "Τα ξερά κλαδιά που είναι γύρω
θα μας προειδοποιήσουν όταν προσπαθήσει κανείς να πλησιάσει".
Μάζεψε μερικά ξερά κλαδιά, άναψε μια μικρή φωτιά και σ' ένα κουτί
από άδεια κονσέρβα έφτιαξε λίγο καφέ. Έφαγαν και τα φασόλια της
κονσέρβας. Ύστερα πήρε νερό απ' το ρυάκι που έτρεχε εκεί κοντά
και έσβησε τη φωτιά προσεκτικά. Όταν τέλειωσε έβαλε το άδειο
κουτί της κονσέρβας σ' ένα δέντρο. Ίσως κάποιος άλλος ταξιδιώτης
να το χρειαζόταν.
Έφτιαξε το δικό του κρεβάτι αρκετά πίσω από τη Φαν, κάτω από τα
δέντρα. Όταν πήγε να της μιλήσει εκείνη είχε αποκοιμηθεί. Την
σκέπασε με το σακάκι του και γύρισε στο κρεβάτι του. Αποκοιμήθηκε
γρήγορα.
Ξύπνησε ξαφνικά μόλις χάραξε, πιασμένος και τρεμουλίαζοντας. Τα
δέντρα γύρω του ήταν σκοτεινά και η Φαν κοιμόταν. Σηκώθηκε,
καθάρισε το όπλο του και το όπλο της Φαν και μετά πήγε λίγο πιο
πέρα για να αφουγκραστεί τους θορύβους που άρχισαν μαζί με το
ξημέρωμα. Δεν ακουγόταν τίποτα εκτός από το θρόισμα του αέρα μέσα
στα δέντρα.
Ήταν φανερό ότι βρισκόταν αρκετά μακριά από το ράντσο. Κάτω, σε
απόσταση ενός ή δύο χιλιομέτρων περίπου, έβλεπε ένα λειβάδι με
φράχτες κάτι σαν μάντρα... ένιωσε ότι κάτι ήξερε γι' αυτό. Ήταν
μόνο μια σκέψη η σκιά κάποιας μνήμης που είχε ξυπνήσει μέσα του;
Γύρισε πίσω και κάθησε. Έλεγξε τις κάννες των τουφεκιών. Ήταν
καθαρά αν λαβαινε υπ' όψη του τη χρήση που είχε κάνει την
προηγούμενη μέρα. Ύστερα έλεγξε το πιστόλι του.
Η Φαν ανασηκώθηκε. "Με περίμενες;" ρώτησε. "Λυπάμαι".
"Θα κατέβουμε από δω" είπε. "Υπάρχει μια μάντρα ή κάτι τέτοιο εκεί
κάτω".
"Τι θα κάνεις;"
"Θα πολεμήσω. Θέλουν πόλεμο και δεν μπορούμε να τον αποφύγουμε Γι'
αυτό θα τους πολεμήσω. Κουράστηκα να τρέχω για να τους ξεφύγω.
Τώρα θα τους κυνηγήσω εγώ".
"Θα έρθω κι εγώ. Άλλωστε εσύ δίνεις τη μάχη για μένα".
Δεν διαμαρτυρήθηκε. Θα Αρχοταν ούτως ή άλλως αφού δεν υπήρχε
ασφαλές μέρος για να την αφήσει.
Κατέβηκαν την πλαγιά ανάμεσα στις λεύκες. Ο Ραμπλ Νουν ένιωθε
καλύτερα, παρ' ότι ο ώμος τον πονούσε. Οι κινήσεις του ήταν
προσεκτικές, από φόβο μήπως αρχίσει πάλι να αιμορραγεί.
Μετά τις λεύκες, υπήρχαν λίγα πεύκα κι ύστερα το λειβάδι με ψηλό
χορτάρι. Πιο πέρα είδαν μια μάντρα και μια ξύλινη παράγκα. Δεν
έβγαινε καπνός, ούτε υπήρχε κανένα σημάδι ότι ζούσαν άνθρωποι
εκεί.
"Το ξέρω αυτό το μέρος" είπε ο Νουν. "Είμαι βέβαιος".
Τον κοίταξε και περίμενε.
"Υπάρχει ένα πηγάδι εκεί στην άλλη πλευρά της παράγκας. Και άλογα
πέρα στο βοσκότοπο. Μέσα στην παράγκα πρέπει να υπάρχουν μια δυο
σέλλες και φαγητό".
"Έχεις ξανά Αρθει εδώ;"
"Είμαι σίγουρος. Θυμάμαι ότι σαν Ραμπλ Νουν πάντοτε κρυβόμουνα.
Ποτέ κανείς δεν με είχε δει. Αυτό σημαίνει ότι είχα πολλούς
κρυψώνες. Εδώ πρέπει να είναι ένας απ' αυτούς που
χρησιμοποιούσα..."
Δεν θυμόταν καλά. Έπρεπε να το ξανασκεφτεί. Έπρεπε να
προσπαθήσει να ξαναφέρει στο μυαλό του την τακτική που ακολουθούσε
ο Ραμπλ Νουν και μ' αυτό τον τρόπο ίσως έβρισκε τις απαντήσεις στα
ερωτηματικά του.
Φαίνεται ότι το κέντρο της δραστηριότητάς του ήταν αυτά τα βουνά
και η παράγκα πάνω από το Ραφτερ Ντη, πρέπει να ήταν κρυψώνας,
ίσως ο κυριώτερος. Η καλύβα του γέρο Μεξικάνου ίσως να ήταν ένα
μέρος για να παίρνει άλογα, όταν χρειαζόταν. Το ράντσο στο οποίο
βρισκόταν τώρα, ήταν προφανώς στην άλλη πλευρά του βουνού, με
διαφορετικές γραμμες επικοινωνίας και διαφορετικές πηγές
ανεφοδιασμού.
Ήταν όμως κρυψώνας; ΑΗ ήταν ένα μέρος κι αυτό για να παίρνει
άλογα; ΑΗ μήπως δεν είχε καμιά σχέση;
"Εντάξει" είπε τελικά "θα πάμε εκεί".
Ήξερε ότι κανένα μέρος δεν ήταν ασφαλές. Οπουδήποτε μπορούσε να
συναντήσει εχθρούς και το κυριότερο να μην ξέρει ότι ήταν εχθροί
του. ΤΑ ότι δεν έβγαινε καπνός από την καπνοδόχο του σπιτιού, δεν
απόδειχνε τίποτα. Με τη Φαν δίπλα του περπάτησαν ανάμεσα στα
δέντρα, ώσπου έφτασαν στη ξυλινή παράγκα.
Ήταν χτισμένη σε δύο τμήματα, με μια σκεπαστή αυλή ανάμεσά τους,
που τα ένωνε, σύμφωνα με το στυλ του Τέξας. Υπήρχαν μάντρες
αλόγων και το πηγάδι, που είχε θυμηθεί. Εκείνο που δεν είχε
θυμηθεί ήταν ο γέρος που καθόταν σ' ένα πάγκο μπροστά στην πόρτα
και επισκεύαζε κάτι χαλινάρια.
Ο γέρος τους κοίταξε δίχως έκπληξη. "Γεια χαρά" είπε. "Σε
περίμενα. Θέλεις ένα ή δύο άλογα;"
"Με περίμενες;"
"Ναι. Είχε έρθει μια κυρία εδώ. Ρωτούσε για κάποιον που σου
έμοιαζε. Μια πολύ ωραία κυρία".
Η Πεγκ Καλλαίην!
Ήταν μόνη της;"
Ο γέρος γέλασε. "Έλα τώρα. Ποτέ μια τέτοια κυρία δεν κυκλοφορεί
μόνη της. Όχι τουλάχιστον όσο υπάρχει έστω κι ένας γέρος άντρας
στην περιοχή. Ήταν δυο κύριοι μαζί της. Όχι ότι ήταν πράγματι
κύριοι. Τους γνώρισα από ένα μίλι μακριά".
"Σε γνωρίζουν;"
Γέλασε. "Κανείς δε με γνώρισε ποτέ, εκτός από σένα. Αυτοί οι δύο
όμως... Ο Φιν Καγκλ και ο Τζέρμαν Μπαίηλς. Πολύ κακοί τύποι. Εγώ
έκανα τον ανήξερο".
"Κυρία μου, της είπα, η άλλη πλευρά του βουνού είναι ένας άλλος
κόσμος για μένα. Ποτέ μου δεν πήγα τόσο μακριά, ούτε σκοπεύω ποτέ
να πάω. Εδώ δεν έρχεται κανείς. Δεν υπάρχει δρόμος. Έδειξα εκεί
κάτω. Φαντάζεστε ότι μπορεί κανείς να το περάσει αυτό; Όλοι τους
το κοίταξαν, κουνησαν το κεφάλι τους κι έφυγαν".
"Πότε έγινε αυτό;"
"Πριν από δυο μέρες. Η κοπέλα σε περιέγραψε πολύ καλά κύριε. Πάρα
πολύ καλά".
Ήταν ένας άντρας με ρυτιδωμένο πρόσωπο, αλλά τα χέρια του
έμοιαζαν νεανικά, καθώς δούλευε στο πλέξιμο του δέρματος. Τα
δάχτυλά του ήταν γρήγορα, επιδέξια και φαινόταν ότι δεν έπασχαν
από ρευματισμούς. Δεν είχε φανερό κανένα όπλο. Όμως μέσα από το
σακάκι του κάτι φούσκωνε στη μέση του κι ένα άλλο όπλο βρισκόταν
δίπλα στην πόρτα.
"Πάω να σας φέρω δυο άλογα". Δίστασε λίγο και μετά είπε. "Δεν
είμαι φοβιτσιάρης, αλλά αν ήμουν στη θέση σου κύριε, θα πρόσεχα.
Έχω την εντύπωση ότι αυτοί οι τύποι δεν έφυγαν. Νομίζω ότι άφησαν
κάποιον εδώ στη περιοχή. Κάποιον που ξέρει να χρησιμοποιεί καλά
το πιστόλι".
"Ευχαριστώ". Ο Ραμπλ Νουν κοίταξε γύρω του σκεφτικός. Υπήρχαν
δεκάδες μέρη απ' όπου μπορούσαν να του επιτεθούν.
Έβλεπε το γέρο να κυνηγάει τα άλογα. Μπορει να ήταν γέρος αλλ'
όχι αδύναμος. Χειριζόταν το λάσσο με μεγάλη άνεση. Έπιασε ένα
άλογο και μετά ένα δεύτερο.
Αφού ήπιαν δροσερό νερό κι έφαγαν αυτά που τους πρόσφερε ο γέρος,
βγήκε πάλι έξω και ο Ραμπλ Νουν εξέτασε τις πλαγιές γύρω ψάχνοντας
να δει κάποια λάμψη κάννης στον ήλιο. Κάποια ένδειξη ότι θα του
επιτίθονταν.
"Έκαναν πολλές ερωτήσεις για τις γύρω τοποθεσίες" είπε ο γέρος.
"Δεν τους είπα τίποτα, αλλά από τον τρόπο που ρωτούσαν, είχαν
κάποιο συγκεκριμένο σκοπό. Νομίζω ότι η γυναίκα ήξερε καλά τι
γύρευε".
"Ναι;"
"Ρωτούσαν ιδιαίτρερα για καλύβες και σπίτια κρυμμένα στους λόφους
και κάτι τέτοια. Ε, αυτό ήταν εύκολο. Εδώ σ' όλη τη περιοχή έμεναν
Ινδιάνοι, που είχαν τέτοια σπίτια. Ύστερα, η νότια πλευρά βουνού
έχει πολλά φαράγγια και τα περισσότερα απ' αυτά έχουν σπίτια εδώ
κι εκεί. Έτσι τους μίλησα γι' αυτά και δεν είπα τίποτα για το
δεντρόσπιτο".
Το δεντρόσπιτο; Ο Ραμπλ Νουν ένιωσε μια συγκίνηση. Κάτι άρχιζε να
θυμάται, αλλά περίμενε. Το μυαλό του φαινόταν να ξεκαθαρίζει, να
βγαίνει από την ομίχλη. Αλλά το δεντρόσπιτο; Πού ήταν; Και τι
σχέση είχε;
"Το Αξερες από παλιά αυτό το σπίτι, έτσι; είπε ο Ραμπλ Νουν.
Ο γέρος ανασήκωσε τους ώμους του. "Ναι βέβαια. Εγώ το είχα βρει
και το είπα του Τομ Ντάβιτζ. Κυνηγούσαμε ελάφια και ο γέρο Τομ
χτύπησε ένα. Εγώ πήγα ξοπίσω του για να το αποτελειώσω. Πέρασα από
κείνο το δέντρο, πρόσεξα κάτι αλλιώτικο κι αργότερα ξαναπήγα εκεί
για να δω καλύτερα.
"Ήταν ένα μεγάλο και παλιό σφενδάμι και δεν υπάρχουν πολλά στην
περιοχή. Μεγάλα κλαριά, όλα λυγισμένα προς την επίπεδη πλευρά του
βουνού. Ήταν δυνατό και υγιές δέντρο, αλλά εκείνο που τράβηξε την
προσοχή μου ήταν ορισμένα καθαρισμένα σημεία στα κλαδιά κόντρα στο
βράχο. Φαινόταν σαν κάποιος να είχε σκαρφαλώσει εκεί... σκαρφάλωσα
κι εγώ.
"Έτσι βρήκα εκείνο το σπίτι" συνέχισε. "Παλιό; θα έλεγα ότι έχει
την ίδια ηλικία με τον τόπο γύρω. Εκεί πάνω, μέσα στο σπίτι βρήκα
ένα ισπανικό στιλέτο κι ένα τσεκούρι, απ' αυτά που χρησιμοποιούσαν
οι Ισπανοί, που είχαν πρωτοέρθει στο Νεο Μεξικό. Έτσι όπως
φαντάζομαι κάποιος βρήκε αυτό το μέρος, κάποιος που θα ήταν μαζί
με τον Ριβέρα, όταν πέρασε από δω το 1700.
"Αργότερα αυτός ο άνθρωπος θα είχε ανάγκη από κρυψώνα. Ίσως να
Αχε σκοτώσει κανέναν εκεί στους σπανιόλικους οικισμούς ή απλώς
ήθελε να μείνει μόνος. Έτσι, ήρθε εδώ, έφτιαξε αυτό το σπίτι και
έζησε ίσως πολλά χρόνια. Υποθέτω ότι τελικά θα Ασπασε κανένα πόδι
ή τραυματίστηκε από κανένα ζώο ή από τους Γιούτε. Πολλά πράγματα.
μπορούν να συμβούν σ' ένα άνθρωπο μονάχο".
"Ο Τομ Ντάβιτζ, πήγαινε συχνά εκεί;" ρώτησε ο Νουν. Κι ύστερα
βλέποντας το γέρο να κοιτάζει εξεταστικά την Φαν πρόσθεσε: "Είνια
η κόρη του Τομ Ντάβιτζ, η Φαν".
"Ναι, την αναγνώρισα. Η αλήθεια είναι ότι ο Τομ αραιά και που
πήγαινε εκεί. Μόνο την τελευταία φορά που ήρθε, πήγε δυο τρεις
φορές. Του άρεσε να κάθεται εκεί πάνω, έλεγε".
Ο Ραμπλ Νουν μπήκε μέσα στο σπίτι κι έβαλε ένα φλιτζάνι καφέ.
Ήταν πολύ λογικό να υποθέσει κανείς ότι ο Τομ Ντάβιτζ είχε
διαλέξει αυτό το μέρος για να κρύψει τα λεφτά του. Ένα σωρό
πράγματα θα μπορούσαν να εξηγηθούν αν ήξερε κανείς το παρελθόν του
Τομ Ντάβιτζ. Είχε τις μεθόδους και το στυλ ενός παράνομου ή
κάποιου που περίμενε να δώσει κάποτε τη "μεγάλη" μάχη. Ήταν
πονηρός, αλλά αυτό δεν ήταν περίεργο. Πολλοί είχαν έρθει στη Δύση
για ν' αποφύγουν τις συνέπειες μιας παράνομης πράξης τους ή να
βρουν κάποιο καινούργιο πεδίο δράσης. ΑΟ,τι κι αν ήταν ο Τομ
Ντάβιτζ στη Δύση είχε κάνει μια καλή κι έντιμη ζωή κι είχε
δημιουργήσει περιουσία.
Ο Ραμπλ Νουν σκέφτηκε ότι έπρεπε να πάρει την Φαν και να πάνε σ'
εκείνο το δεντρόσπιτο. Ήταν πολύ πιθανόν να είχε κρύψει τα λεφτά
εκεί, ο πατέρας της, όπως ήταν και πολύ πιθανό η Πεγκ να είχε
ένδειξη για το μέρος ή κάποια συγκεκριμένη πληροφορία. Θα μπορούσε
να εντοπίσει το δεντρόσπιτο και να βρει ό,τι ήταν κρυμμένο εκεί.
"Ξέρεις" είπε στην Φαν "νομίζω ότι ίσως μπορούμε να βάλουμε ένα
τέλος σ' όλα αυτά. Θα πάμε στο δεντρόσπιτο".
Επειδή δεν ήξερε που ήταν είπε στο γέρο "Έλα μαζί μας. Θα πάμε
όλοι μαζί".
Ο γέρος τον κοίταξε χαμογελώντας πονηρά. "Δεν μπορώ να έρθω.
Νομίζω ότι η κυρία με τη συνοδεία της θα γυρίσει κι αν δεν με
βρουν εδώ, θα με ψάξουν. Δεν μπορώ να ξέρω τι θα κάνουν τότε...
ή τι μπορεί να βρουν".
Κι ύστερα από λίγο πρόσθεσε: "Ούτε κι εσύ ο Ραμπλ Νουν, νομίζω ότι
θα ήθελες να μπλέξεις με τον Τζέρμαν Μπαίηλς και τον Φιν Κάγκλ...
όχι και με τους δύο μαζί τουλάχιστον. Όχι".
KΕΦΑΛΑΙΟ 17.
Φιν Καγκλ και Τζέρμαν Μπαίηλς!... Τους ήξερε. Ήταν
ανακατεμένοι σε συμπλοκές για ζώα και ο Μπαίηλς ήταν για ένα
διάστημα σωματοφύλακας του Γουέλλς Φάργκο. Οι δραστηριότητές του
είχαν να κάνουν και από τις δύο πλευρές του νόμου. Ο Κάγκλ ήταν
πάντοτε παράνομος και είχε μείνει αρκετά καιρό στη φυλακή Γιούμα.
Και οι δύο ήταν επαγγελματίες και ακριβοί για να τους μισθώσει
κανείς. Όπως και ο Λυντς Μάνλυ, που τον κυνηγούσε στο Ρίο
Γκράντε.
Μήπως η Πεγκ Καλλαίην τα Αχε χαλάσει με τον Μπεν Τζάνις; ΑΗ αυτοί
οι άνθρωποι ήταν η εξασφάλισή της ότι θα Απαιρνε το μερίδιό της;
Η σκέψη που του είχε έρθει στο μυαλό την ώρα που μιλούσε ο γέρος,
ήταν αρκετά απλή. Αν μπορούσαν να βρουν τα λεφτά και να τα πάνε
σε μια τράπεζα του Ντένβερ, δεν θα υπήρχε πια λόγος για μάχη.
Χωρίς λεφτά του Ντάβιτζ, η Πεγκ δεν μπορούσε να προσλάβει
τέτοιους άνδρες. Ούτε και θα υπήρχε λόγος να τους προσλάβει. Ο
Μπεν Τζάνις μπορεί και να Αφευγε κι αν όχι μπορούσαν να τον
εξουδετερώσουν. Αλλά όλη η ιστορία ήταν τα λεφτά. Να πάρουν τα
λεφτά κι από κει και πέρα, δεν υπήρχε πρόβλημα.
Ντένβερ... αν αυτός και η Φαν έβρισκαν τα λεφτά, θα Απρεπε να
φτάσουν στο Ντένβερ.
Πρώτα όμως έπρεπε να τα βρουν κι αυτή σήμαινε ότι έπρεπε να πάνε
στο δέντρόσπιτο. Όμως δεν ήξερε που βρισκόταν αυτό το σπίτι. Και
δεν τολμούσε να ρωτήσει ευθέως. Η ερώτηση θα κινούσε τις υποψίες
του γέρου κι ίσως του δημιουργούσε την επιθυμία να κινηθεί μόνος
του... ή να κάνει συμφωνία με την Πεγκ Καλλαίην.
Μπήκε ξανά μέσα στο σπίτι και γέμισε πάλι το φλιτζάνι του με
καφέ... Βγήκε έξω και κάθησε αρκετή ώρα πίνοντάς τον... Το δέντρο
ήταν σφενδάμι και βρισκόταν μπροστά σ' ένα γκρεμό. Ήταν πολύ
λίγα τα στοιχεία, για να ξεκινήσει. Ωστόσο κάτι ήταν κι αυτό.
Μελέτησε προσεκτικά την περιοχή. Πρέπει να υπήρχε μονοπάτι που
οδηγούσε στο δέντρο, αλλά δεν θα ήταν εμφανές, αφού μόνο ο Τομ
Ντάβιτζ πήγαινε εκεί συχνά. Από κει που καθόταν ο Ραμπλ Νουν δεν
έβλεπε κανέναν γκρεμό. Μόνο δέντρα και τα βουνά πέρα.
"Σκεφτόμουνα" είπε "ότι αυτός ο Ισπανός στρατιώτης, αν ήταν
στρατιώτης -αυτός που φαντάζεσαι ότι ζούσε στο δεντρόσπιτο-
πρέπει να πέρασε άσχημες ώρες, έτσι μόνος του καθώς ήταν. Χωρίς
να Αχει δηλαδή κάποιον να τον βοηθήσει ν' αντιμετωπίσει τους
Ινδιάνους. Κι αν αποφάσιζαν να εγκατασταθούν κάπου κοντά, δεν θα
τολμούσε να φύγει από κει".
Προσπαθούσε να "ψαρέψει" στοιχεία, οτιδήποτε. Ο γέρος όμως
ανασήκωσε τους ώμους του. "Όσο είχε φαγητό" είπε "κανείς δεν
επρόκειτο να τον ενοχλήσει".
"Αναρωτιέμαι πως ήταν τότε" είπε ο Νουν. "Μπορούσε να δει σε
αρκετή απόσταση; Υπήρχαν πολλά δέντρα τότε;"
Ο γέρος είπε: "Δεν μπορούσε να δει μακριά τότε. Πρόσεξες τα
δέντρα εκεί; Μερικά απ' αυτά πρέπει να είναι πολύ παλιά. Ακόμα κι
αν μπορούσε να δει μέσα από το σφενδάμι, θα τον εμπόδιζε η
"κουρτίνα" από τα πεύκα, που πρέπει να είναι διακοσίων ή
τριακοσίων ετών!"
"Ανέφερες πριν για κείνη τη γυναίκα που ήρθε εδώ" είπε ο Νουν.
"Πήγε προς το δεντρόσπιτο; Ίσως να Αχει φτάσει κιόλας εκεί και
να μας περιμένει".
"Όχι, εκτός κι αν έκανε τον κύκλο. Πήρε το μονοπάτι προς τα
κάτω. Αν έκανε τον κύκλο έπρεπε ν' ανέβει από δω και μετά να πάει
από την πέρα πλευρά του λειβαδιού". Τους έδειξε το δρόμο. "Δεν
νομίζω όμως ότι έκανε κάτι τέτοιο".
"Εντάξει λοιπόν" είπε ο Ραμπλ Νουν. "Θα πάμε προς τα εκεί, αλλά
θα θέλαμε να φτάσουμε πρώτοι εμείς. Υπάρχει κανένας άλλος δρόμος
για το δεντρόσπιτο, εκτός από τον συνηθισμένο;"
"Ναι, βέβαια" είπε ο γέρος. "Μπορείτε να πάτε από κεί, να
περάσετε το σταύλο και μετά γύρω από τη μάντρα. Έτσι θα είστε
καλυμμένοι στο μεγαλύτερο μέρος του δρόμου. Τις τελευταίες φορές
που είχε έρθει εδώ ο Τομ Νταβιτζ, αυτό το δρόμο ακολουθούσε".
Ευχαριστώ. Θα γυρίσουμε, αλλά αν κανείς σε ρωτήσει, δεν είδες
κανέναν, έτσι;"
Ανέβηκαν στ' άλογά τους και προχώρησαν προς τον σταύλο. "Ψάρευα"
είπε ο Ραμπλ Νουν", δε είχε ιδέα πως μπορούσαμε να φτάσουμε
εκεί".
Μόλις πέρασαν τη μάντρα, βρήκαν ένα αχνό μονοπάτι, που πήγαινε
γύρω από τη βάση ενός γκρεμού. Ύστερα από ένα χιλιόμετρο περίπου
είδαν ένα "τείχος" από πεύκα και μέσα σ' αυτά το μεγάλο σφενδάμι.
Ο Ραμπλ Νουν τράβηξε τα χαλινάρια και στάθηκε ν' ακούσει τους
θορύβους. Δεν ακουγόταν τίποτα εκτός από το θρόισμα των φύλλων
των δέντρων, το γαργάρισμα του νερού που έτρεχε σ' ένα ρυάκι και
κάπου τις οπλές ενός αλόγου που περπατούσε... Μετά σταμάτησε και
ξαναπερπάτησε.
Δεξιά τους, πίσω από κάτι πεύκα, είδε ένα μέρος όπου πρέπει να
είχαν δέσει άλογα. Έβγαλε το συμπέρασμα από τα ίχνη που υπήρχαν
στο έδαφος.
Ο Ραμπλ Νουν κατέβηκε από το άλογο, προχώρησε λίγο, έσκυψε πίσω
από ένα δέντρο και κοίταξε προς την κατεύθυνση απ' όπου ακουγόταν
το άλογο, που πλησίαζε.
Η Φαν Ντάβιτζ ξεπέζεψε κι αυτή γρήγορα και πήγε προς το σφενδάμι,
όπου μπορούσαν να κρυφτούν δυο άτομα.
Ξαφνικά φάνηκε ο καβαλλάρης, ήταν ο Μιγκουέλ Λέμπο!
Ο Νουν σηκώθηκε και φώναξε: "Μιγκουέλ! Τι έγινε;"
"Έρχονται, αμίγκο. Όλοι τους. Ξεκίνησαν νωρίς σήμερα το πρωί,
αφού μελέτησαν ένα χάρτη. Τον είδα κι εγώ, μετά που έφυγαν. Ήταν
ένας χάρτης του ράντσου, του σενιόρ Ντάβιτζ. Έδειχνε αυτό εδώ το
μέρος κι άκουσα έναν απ' αυτούς να λέει "Εκεί θα πηγαίνουν". Κι
ένας άλλος είπε: "Τότε εκεί είναι". Ύστερα πήραν τ' άλογά τους
κι έφυγαν".
"Ο Χέννεκερ ξέρει το μέρος εδώ και μου εξήγησε πως να έρθω
γρήγορα, από το παλιό μονοπάτι των παρανόμων κι έτσι ήρθα. Είναι
κοντά τώρα".
Ο Ραμπλ Νουν γύρισε γρήγορα. "Φαν... πήγαινε μέσα στο σπίτι και
ψάξε το. Κοίτα μήπως υπάρχει καμιά άλλη έξοδος. Λέμπο, κρύψου
ανάμεσα στους βράχους. Θα μείνουμε εδώ".
Ο Λέμπο φορούσε δυο επιπλέον θήκες με σφαίρες και ο Ραμπλ Νουν
πήρε από το σάκκο σφαίρες και γέμισε τις τσέπες του. Ύστερα
σκαρφάλωσε στο δέντρο κι έδωσε στη Φαν το σάκκο.
Το τεράστιο σφενδάμι είχε ακουμπήσει πάνω στο βράχο κι απλωνόταν
σαν μια φυσική σκάλα, που έδινε πρόσβαση στην προεξοχή από πάνω
κι έκρυβε το σπίτι, που βρισκόταν από πίσω.
Ο Νουν πήδηξε κάτω και κάθησε ανακούρκουδα πλάι στο Λέμπο. Ο
Μεξικάνος γύρισε και χαμογέλασε στον Νουν.
"Στην αρχή δεν ήταν κανένας στο ράντσο" είπε ο Λέμπο. "Ύστερα
ήρθε κάποιος με μια ξανθιά γυναίκα. Νόμιζε ότι η σενιορίτα Φαν
ήταν ακόμη εκεί. Κανείς δεν του είχε πει ότι έφυγε. Όταν το
Αμαθε έφυγε". Και αμέσως πρόσθεσε: "φαίνεται ότι έμπλεξε σε
φασαρίες στο βουνό".
"Δεν είδες τον Χέννεκερ ή τον Μπίλλινγκ;"
"Μόνο τον Κινέζο μάγειρα, που γκρίνιαζε όταν μου Αβαζε να φάω,
αλλά πάντως με περιποιήθηκε πολύ".
"Πώς έφτασες μέχρι εδώ;"
"Το γνωρίζω αυτό το μέρος" είπε ο Λέμπο. "Κάποτε όταν ήμουν
δεκατεσσάρων χρονών, είχα έρθει με τον πατέρα μου. Έψαχνε για
χρυσάφι. Στα παλιά χρόνια, έλεγε, οι Ισπανοί έρχονταν εδώ κι
έπαιρναν χρυσάφι. Τελικά όμως δεν βρήκε καθόλου. Ο πατέρας μου
όμως κρύφτηκε εδώ - έδειξε το δεντρόσπιτο- όταν φάνηκαν οι
Γιούτε".
Πέταξε το πούρο του και το πάτησε. "Κάποιος έρχεται" είπε.
Ήταν πέντε μαζί με την Πεγκ Καλλαίην. Δίπλα της προχωρούσαν ο
δικαστής Νίλαντ και ο Μπεν Τζάνις. Ήταν επίσης ο Τζων Λανγκ και
ο Λυντς Μάνλυ.
Παρ' ότι είχε κάνει τόσα χιλιόμετρα με το άλογο, η εμφάνιση της
Πεγκ Καλλαίην ήταν άψογηκ και η ίδια ψύχραιμη όπως πάντοτε.
Σταμάτησε σε μικρή απόσταση και κοίταζε τον Ραμπλ Νουν που είχε
σηκωθεί.
"Έπρεπε να επωφεληθείς όταν είχες την ευκαιρία" είπε. "Τώρα δεν
έχεις καμιά ελπίδα".
"Όπως νομίζει κανείς", είπε εκείνος ψυχρά.
"Είμαστε πέντε".
"Εσύ όμως είσαι μία" απάντησε ήρεμα "και χρειάζεσαι μια μόνο
σφαίρα".
"Θα πυροβολούσες μια γυναίκα;"
Χαμογέλασε. "Διάλεξες να παίξεις ανδρικά παιχνίδια και θα πρέπει
να είσαι προετοιμασμένη και για τις συνέπειες. Βλέπω εδώ τέσσερις
άνδρες και μια ψυχρή πόρνη, που θα πρόδιδε την καλύτερή της φίλη
για ένα δολλάριο".
Είχε αναψοκοκκινίσει από το θυμό, αλλά εκείνος την αγνόησε καθώς
πήγε να του απαντήσει και απευθύνθηκε στους άλλους. "Ελπίζω ότι
το λάβατε αυτό υπ' όψη σας" είπε ξερά. "Αυτό που θα καταφέρετε να
κερδίσετε απ' όλη αυτή την ιστορία" συνέχισε "θα είναι αυτό που
θα θελήσει αυτή να σας δώσει. Κι όπως πιστεύω να φαντάζεστε, θα
είναι ελάχιστο. Να Αστε βέβαιοι ότι έχει σκοπό να τα κρατήσει όλα
για πάρτη της".
Καθώς μιλούσε σκεφτόταν τον Καγκλ και τον Μπαίηλς... που ήταν
αυτοί;
Έπαιρναν μήπως θέση, για να του επιτεθούν; ΑΗ τους είχε για να
της εξασφαλίσουν ότι θα κρατούσε τα λεφτά, αν θα τα έβρισκαν; Ο
δικαστής Νίλαντ ήξερε τίποτα γι' αυτούς; Ο Τζάνις;
Του ήρθε κι άλλη μια σκέψη στο μυαλό. Ποιός είχε σκοτώσει τον
Ντην Καλλαίην; Ο Τζάνις; Έτσι πίστευε μέχρι εκείνη τη στιγμή,
τώρα όμως δεν ήταν και τόσο σίγουρος... Μήπως ήταν ο Νίλαντ; Πολύ
πιθανόν.
Ο Μιγκουέλ Λέμπο είχε κρυφτεί κι απ' ότι πίστευε ο Νουν δεν
ήξεραν ότι βρισκόταν εκεί.
Ο Ραμπλ Νουν δεν ήθελε να εμπλακεί σε πιστολίδι, αλλά ήταν
προετοιμασμένος για κάθε ενδεχόμενο. Στεκόταν απέναντί τους και
σκεφτόταν ψύχραιμα. Τον πρώτο που θα πυροβολούσε θα ήταν ο
Τζάνις. παρ' ότι και οι υπόλοιποι ήταν ίδιο επικίνδυνοι. Ο
Νίλαντ, που ήταν συνηθισμένος στα δάση και εξασκημένος στο
τουφέκι, μπορεί και να μην τα κατάφερνε και τόσο καλά μ' ένα
εξάσφαιρο. Περιέργως, δεν τον ανησυχούσε και τόσο πολύ ο Τζάνις
όσο ο Τζων Λανγκ ήρεμος, ατάραχος καθώς ήταν.
"Δώσε μας τα λέφτα" είπε η Πεγκ Καλλαίην "και θα σ' αφήσουμε να
φύγεις".
Ο Ραμπλ Νουν χαμογέλασε. Ένιωθε την αλλαγή που είχε γίνει μέσα
του, εξ αιτίας της έντασης. Ήταν έτοιμος κι ανυπομονούσε ν'
αρχίσουν. Ήθελε εκείνοι ν' ανοίξουν "το χορό". Να κάνουν την
πρώτη κίνηση.
Έκανε ένα βήμα μπροστά. "Λοιπόν παιδιά; Αυτός είναι ο λόγος που
ήρθατε εδώ. Γι' αυτό κρατάτε και τα όπλα. Κάποιος πυροβολεί,
κάποιος πεθαίνει... ίσως όλοι μας. Ποιος λοιπόν θέλει ν' αρχίσει
τη "μουσική";
Ο Μάνλυ τραβήχτηκεκ λίγο στο πλάι και ο Νουν γύρισε και του είπε
κοροϊδευτικά "Μην προσπαθείς να ξεφύγεις Μάνλυ. Μπορούσα να σε
είχα λιανίσει στο Ρίο Γκράντε. Στεκόμουν ακριβώς από πίσω σου
όταν ανέκρινες τη σενιόρα Λέμπο. Θα σε είχα κάνει κομμάτια, αλλά
δεν νομίζω ότι άξιζε ο κόπος".
Ήθελε να τους κάνει να νιώθουν αμήχανοι, αβέβαιοι. Ήθελε να
τους προκαλέσει να πυροβολήσουν πρώτοι και πολύ γρήγορα...
"Εσείς παιδιά προσέξατε τον Άρτς Μπίλλινγκ ή τον Χέννεκερ; Αυτή
η γριά αλεπού είναι πολύ πιο σκληρός απ' ότι οι περισσότεροι από
σας. Το πήρατε χαμπάρι; Μπορεί να σε καθαρίσει στο πι και φι...
Τι νομίσατε δηλαδή; Ότι είμαστε μόνοι εδώ; Εσείς οι πέντε κι
εγώ;"
"Μπλοφάρει!" είπε ο Νίλαντ ανυπόμονα. Κι ύστερα είπε "Μην
γίνεσαι ανόητος! Ξέρω ότι είσαι έξυπνος άνθρωπος. Δεν έχασες
τίποτα. Μπορείς να γυρίσεις στη ζωή σου και να συνεχίσεις. Θα
Αναι το πιο έξυπνο που μπορείς να κάνεις. Το μόνο που έχεις να
κάνεις είναι να μας πεις που βρίσκονται τα λεφτά".
"Για να τα πάρετε και να φύγετε;" Ο Ραμπλ Νουν χαμογέλασε.
Ένιωθε καλά. Ήταν έτοιμος γι' αυτά που θα συνέβαιναν. Μόλις
έκανε αυτή τη σκέψηκ κατάλαβε ότι ήταν επικίνδυνη. Ήταν έξυπνος
άνθρωπος και έλπιζε ότι ήταν και πολιτισμένος.
Το κακό ήταν ότι αντιμετώπιζε ανθρώπους που δεν έδιναν δεκάρα
τσακιστήκ για τα δικαιώματα των άλλων. Δεν ήθελαν ειρήνη, επειδή
μπορούσαν να επωφεληθούν από τη βία. Και η βία ήταν ο τρόπος ζωής
τους. Δεν είχε πια σημασία το "τι" θα συνέβαινε, αλλά το "πότε"
θα συνέβαινε.
Το καλύτερο γι' αυτούς ήταν να γυρίσει να φύγει, για να τον
πυροβολήσουν πισώπλατα. Μέχρι τώρα τον είχαν πιέσει, τον είχαν
κυνηγήσει, τον είχαν σπρώξει, σε πράγματα, που δεν ήθελε να
κάνει. Τώρα όμως, δεν ήταν πλέον διατεθειμένος να τ' ανεχθεί.
Ξαφνικά, με ψυχρή και καθαρή φωνήκ μίλησε πίσω του η Φαν Ντάβιτζ.
Πρέπει να βρισκόταν στην προεξοχή ανάμεσα στα φύλλα των δέντρων.
Δεν την έβλεπαν.
"Ραμπλ, δεν χρειάζεται αν πυροβολήσεις την Πεγκ. Θα την
πυροβολήσω εγώ. Αν κάνει οποιαδήποτε κίνηση να τραβήξει όπλο, θα
την πυροβολήσω στο πρόσωπο. Απ' αυτήν την απόστασηκ δεν
πρόκειται ν' αστοχήσω".
Είδε το πρόσωπο της Πεγκ να παραμορφώνεται. Κοίταζε
τρομοκρατημένη δεξιά κι αριστερά. Η Πεγκ ήθελε να σκοτώσει, όχι
να την σκοτώσουν... ή μάλλον ήθελε τα λεφτά και δεν την ένοιαζε
ποιός θα σκοτωνόταν, εκτός βέβαια από τον εαυτό της. Τώρα έβλεπε
μπροστά της την κάννη ενός όπλου, αλλά δεν μπορούσε να διακρίνει
το πρόσωπο της Φαν Ντάβιτ.
Ο Ραμπλ Νουν χαμογέλασε ελαφρά, από την έκπληξη όλων -η Φαν ήταν
εδώ! Κι αφού η Φαν ήταν εδώ, μπορεί να ήταν κι άλλοι.
"Εγώ θ' αναλάβω τον Μάνλυ, αμίγκο" είπε εκείνη τη στιγμή ο
Λέμπο. "Τον θέλω πρώτο".
Ακόμη ένας! Κι αυτή ήταν μια φωνή που δεν την είχαν ξανακούσει.
Με ισπανική προφορά... μια ισπανική λέξη... Τα μάτια του δικαστή
Νίλαντ είχαν ανοίξει από την απορία και την έκπληξη.
"Θα Αχουμε μερικές άδειες σέλλες απόψε" είπε ο Ραμπλ Νουν. "Όλοι
διάλεξαν κάποιον, εκτός από σένα, Μπεν. Έτσι θα σε αναλάβω εγώ.
Και στο χρωστάω. Εκείνη η σφαίρα ξέρεις, μου έφερε πονοκέφαλο...
Αλήθεια για πες μου; Εσύ σκότωσες τον Ντην Καλλαίην, ή ο Νίλαντ;"
Η Πεγκ έριξε μια ματιά στον Μπεν Τζάνις. Το πρόσωπό του ήταν
άσπρο σαν το πανί. "Διάολε! Νουν" είπε "Θα σε..."
"Όποτε θέλεις" είπε ο Νουν ήρεμα "όποτε θέλεις".
"Περίμενε!" Η φωνή της Πεγκ Καλλαίην έδειχνε πανικό. Δεν
αμφέβαλλε ότι η Φαν θα την πυροβολούσε, γιατί αν ήτνα η ίδια στη
θέση της Φαν, δεν θα δίσταζε να το κάνει και η Πεγκ δεν ήθελε να
πεθάνει.
"Θα φύγουμε" είπε. "Κέρδισες αυτό το γύρο. Αλλά μην νομίζεις ότι
τελειώσαμε".
"Φύγετε" είπε ο Ραμπλ Νουν. "Όλοι μπορείτε να φύγετε εκτός τον
Μπεν Τζάνις".
"Εντάξει Νουν" είπε ήρεμα ο Τζάνις "αφού το θέλεις έτσι".
"Ναι, έτσι το θέλω" είπε ο Νουν.
Οι υπόλοιποι γύρισαν να φύγουν αργά, για να μην τους
πυροβολήσουν. Υπήρχαν άνθρωποι ανάμεσα στους θάμνους και στα
δέντρα, άνθρωποι μέσα στο δεντρόσπιτο και δεν ήξεραν πόσοι ήταν.
Όσοι κι αν ήταν δεν τους ενδιέφεραν. Μόνο ο Ραμπλ Νουν ήταν ο
στόχος τους. Μπορούσαν να τον σκοτώσουν, αλλά θα σκοτώνονταν κι
αυτοί.
"Εγώ είμαι στο έδαφος Μπεν" είπε ήρεμα ο Νουν. "Κατέβα κι εσύ.
Δεν θέλω να πουν αφού σε σκοτώσω, ότι επωφελήθηκα".
Ο Μπεν Τζάνις τον κοίταξε κατάματα και μάζεψε τα χαλινάρια με το
αριστερό του χέρι.
"Θα περάσει το πόδι του πάνω από το άλογο, θα πέσει σκυμμένος στο
έδαφος και θα πυροβολήσει κάτω από την κοιλιά του αλόγου" είπε
μέσα του ο Ραμπλ Νουν.
Ο Τζάνις έκανε ακριβώς τις κινήσεις που περίμενε ο Νουν και η
πρώτη σφαίρα τον πέτυχε ψηλά στο μηρό κοντά στο γοφό και τον
έκανε να μισογυρίσει.
Το άλογο έφυγε τρομαγμένο και ο Μπεν Τζάνις βλαστημώντας γύρισε
για να φέρει το όπλο του σε θέση βολής.
Ο Ραμπλ Νουν στάθηκε αντίκρυ του με ανοιχτά τα πόδια και έτοιμος.
Καθώς ο Μπεν προσπαθούσε να πυροβολήσει, ο Ραμπλ Νουν τράβηξε
γρήγορα τη σκανδάλη.
Ένα! Δύο...! Τρία!
Ο Μπεν Τζάνις ήταν κατάχαμα, το όπλο του λίγα εκατοστά μακριά από
το χέρι του, νεκρός.
Καθώς οι άλλοι διέσχιζαν το λειβάδι και προχωρούσαν προς τα
δέντρα, ο Λανγκ γύρισε πάνω στη σέλλα του και σήκωσε το χέρι του.
Ύστερα από λίγα λεπτά το λειβάδι ερήμωσε και ο Μιγκουέλ Λέμπο
βγήκε μέσα από τα δέντρα και χαμήλωσε το τουφέκι του.
"Είσαι γρήγορος αμίγκο. Πολύ γρήγορος!", είπε μόνο.
Ήταν τα τελευταία του λόγια.
Ήταν νεκρός.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18.
Ο Ραμπλ Νουν γύρισε γρήγορα και προχώρησε προς το σφενδάμι.
Πάνω από τον ώμο του είπε: "Λέμπο, φέρε τ' άλογα αν θέλεις.
Πρέπει να φύγουμε από δω".
Σκαρφάλωσε πάνω στο σπίτι. Η Φαν Ντάβιτζ στεκόταν στο μεγαλύτερο
χώρο με τα χέρια στη μέση και κοιταζε γύρω της. Το όπλο της ήταν
πάνω στο τραπέζι.
"Δεν μπορώ να τα βρώ". είπε στενάχωρα. "Αν είναι εδώ, εγώ δεν
μπορώ να τα βρω".
Έπρεπε να είναι εκεί, ήταν βέβαιος. Στάθηκε και κοίταξε γύρω του
αργά. Μισό εκατομμύριο δολλάρια, σε χρυσό και σε χρεόγραφα.
Έπρεπε να είναι ένα μεγάλο δέμα.
Ο εξωτερικός τοίχος του σπιτιού, όπου είχε απλώσει τα κλαδιά του
το δέντρο, βρισκόταν κάπου ένα μέτρο πάνω από το έδαφος. Το σπίτι
ήταν σαν μια σπηλιά, όπως αυτά που υπάρχουν στη Μέσα Βέρντε όπου
οι άνθωποι είχαν απλώς χτίσει το άνοιγμα, αφήνοντας ένα χώρο για
μια μικρή πόρτα.
Η οροφή της σπηλιάς αψιδωτή και λεία σα να την είχαν γυαλίσει με
το χέρι κατέβαινε στο αριστερό μέρος, δημιουργώντας έτσι ένα
ευχάριστο χώρο, όπου είχε τοποθετηθεί ένα κρεβάτι. Στη δεξιά
πλευρά υπήρχε ένα ρυάκι, που έβγαινε από μια ρωγμή και έτρεχε
κατά μήκος της βάσης του τοίχου και χυνόταν σε μια άλλη ρωγμή στο
έδαφος της σπηλιάς.
Δίπλα στο κρεβάτι υπήρχε ένα τραπεζάκι, δύο καρέκλες καμωμένες
από κορμούς δέντρων και ένα ράφι, που στηριζόταν πάνω σε δύο
πασσάλους χωμένους στον τοίχο. Το έδαφος ήταν από σκληρό βράχο.
Ο πίσω τοίχος ήταν καμωμένος από πέτρες πελεκημένες από ανθρώπινο
χέρι και είχε μια πόρτα δεξιά. Ο Ραμπλ Νουν διέκρινε τις
επιδιορθώσεις που είχαν γίνει στον τοίχο με τις πέτρες από
επιδέξια χέρια.
"Τι είναι εκεί από πίσω;" ρώτησε δείχνοντας τη πόρτα. "Κοίταξες;"
"Μπορείς να δεις και μόνος σου. Έχει ένα τζάκι και μια τρύπα
στην οροφή".
Μπήκε στο μικρότερο χώρο της σπηλιάς. Υπήρχε πράγματι ένα τζάκι
μ' ένα σωρό ξύλα πλάι. Υπήρχαν ακόμα διάφορα σιδερένια σκεύη, ένα
τσεκούρι, μερικές λαβίδες και ένα ζευγάρι παλιομοδίτικοι μύλοι,
για σφαίρες.
Στο τοίχο κρεμόταν ένα τσουβάλι. Το άνοιξε κι έβαλε το χέρι του
μέσα. Βρήκε σφαίρες που ήταν καμωμένες στο μύλο κατάλληλες για τα
παλιά μουσκέτα. Δεν είχε δει τέτοιες σφαίρες εδώ και χρόνια.
Όπως θυμόταν έβγαιναν δεκάξι στο κιλό, αλλά το μόνο μουσκέταο
που υπήρχε μέσα στη σπηλιά ήταν σκουριασμένο από την αχρηστία.
Έκανε μερικές βόλτες κοιτάζοντας την τρύπα στην οροφή. Στο
έδαφος, κάτω από την τρύπα, κάποιος είχε κάνει δυο εγκοπές.
Προφανώς για να στηρίζεται μια σκάλα.
Βρήκε κι άλλους σάκκους γεμάτους με σφαίρες. Αυτό που είχε ζήσει
σ' αυτό το καταφύγιο είχε ετοιμαστεί για ν' αντιμετωπίσει του
Γιούτε, αν τον εντόπιζαν. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι θα είχε και
τόξο και βέλη για το κυνήγι, κρατώντας τις σφαίρες για τους
Ινδιάνους.
Που μπορούσε κανείς να κρύψει μισό εκατομμύριο δολλάρια σ' ένα
τέτοιο μέρος; Αλλά ήξερε πράγματι ότι ήταν μισό εκατομμύρι; Οι
αριθμοί σε τέτοιες περιπτώσεις είναι συνήθως υπερβολικοί... οι
θαμένοι θησαυροί πάντα αυξάνονται με τον καιρό. Έψαξε
προσεκτικά, αλλά δεν μπορούσε να βρει τίποτα.
Ο τοίχος του χωρίσματος του κινούσε την περιέργεια. Ήταν πιο
παχύς απ' ότι χρειαζόταν - είχε πάχος τουλάχιστον πενήντα
εκατοστά. Τον ερεύνησε προσεκτικά, ψάχνοντας για κάτι που θα
Αδειχνε καινούργια κατασκευή. Ξαφνικά είδε σε κάποιο σημείο λίγη
σκόνη όπου δεν υπήρχαν αράχνες όπως στον ενδιάμεσο χώρο της
πέτρας του τοίχου. Κούνησε μια πέτρα και ύστερα από λίγα λεπτά
διαπίστωσε ότι έβγαινε εύκολα από τη θέση της.
Από πίσω υπήρχε ένα μεταλλικό κουτί. Με την Φαν πλάι του τράβηξαν
έξω το μαύρο κουτί. Άνοιξε εύκολα. Μέσα υπήρχαν πολλά έγγραφα
και συμβόλαια για γαίες, στις ανατολικές Πολιτείες οι
περισσότερες και από κάτω απ' αυτά δέκα δεσμίδες -παχειές
δεσμίδες- από χαρτονομίσματα! Δολλάρια... Τίποτα άλλο δεν υπήρχε
στην τρύπα.
"Φαν" είπε "υπάρχουν αρκετά λεφτά εδώ".
"Πάμε να φύγουμε" είπε εκείνη. "Είμαι βέβαιη ότι θα γυρίσουν
πίσω".
Έχωσε τα χαρτιά και τα λεφτά στις τσέπες του κι άφησε το κουτί
πάνω στο τραπέζι, να φαίνεται.
Βγήκαν έξω και τράβηξαν πίσω τους την πόρτα. Ο Μιγκουέλ Λέμπο
περίμενε με τ' άλογα. "Βρήκατε τίποτα;" ρώτησε.
"Ναι... όχι όμως όσα περιμέναμε". Ανέβηκε στο άλογο. "Τώρα αν
είχαμε δυο παλιά μουσκέτα, θα ήταν το ιδανικό μέρος για να
δώσουμε τη μάχη. Υπάρχουν πυρομαχικά για ένα ολόκληρο στρατό".
"Πυρομαχικά;"
"Ναι, βόλια... για μουσκέτα".
Ο Λέμπο κοίταζε λίγο σκεπτικός και απορημένος. "Δεν θυμάμαι
τίποτα τέτοιο. Δεν έπρεπε να το θυμάμαι;"
Ο Ραμπλ Νουν κατέβηκε βιαστικά από το άλογο κι έτρεξε προς το
σφενδάμι. "Λέμπο" είπε "πήγαινε αμέσως στο ράντσο, πάρε δυο άλογα
για μεταφορά και φερε τα γρήγορα εδώ και σέλλες για μεταφορά αν
μπορέσεις. Μη χάνεις καιρό!"
"Τι είναι;" ρώτησε η Φαν.
"Αυτά τα βόλια για τα μουσκέτα! Είναι χρυσά!"
Σκαρφάλωσε στο δέντρο, άρπαξε αμέσως ένα βόλι και το Ακοψε με το
μαχαίρι του.
Χρυσός, καθαρός χρυσός!
Υπήρχαν οκτώ σάκκοι. Οι δύο ήταν κρυμμένοι πίσω από τα ξύλα.
Τους κατέβασε με το σχοινί.
Όταν ο Λέμπο επέστρεψε τρέχοντας με τ' άλογα και τις σέλλες με
τις θήκες, τις γέμισαν με τα χρυσά βόλια. Σε λίγα λεπτά έφευγαν.
Ο Λέμπο πλησίασε τον Νουν. "Για πού;"
"Για το Ντένβερ. Εδώ γύρω δεν υπάρχει ασφαλής τράπεζα", είπε.
"Είναι αρκετά μακριά. Πρέπει να Αναι τετρακόσια μίλια μέχρι εκεί.
Πού μπορούμε να πάρουμε το τραίνο;ΑΣτο Ντουράνγκο;"
Ο Ραμπλ Νουν δίστασε. "Νομίζω ότι είναι πολύ κοντά" είπε. "Τι λες
για την Αλαμόζα;"
Ο Λέμπο ανασήκωσε τους ώμους του. "ΑΟ,τι πεις".
Ο Ραμπλ Νουν κοίταξε πίσω του. Το μονοπάτι πίσω τους ήταν έρημο.
Ξεκίνησαν με τα Ουίντσεστερ έτοιμα.
Η Πεγκ Καλλαίην ήταν έξω φρενών. Τα χαρακτηριστικά της
είχαν αλλιωθεί και προχωρούσε σκυθρωπή. Ο Μάνλυ και ο Τζων Λανγκ
την ακολουθούσαν σιωπηλοί. Ο Λύμαν ήταν θυμωμένος, ενώ ο Λανγκ
φαινόταν ήρεμος - είχε περάσει πολλές μάχες και δεν του
κακοφαινόταν. Άλλες φορές κερδίζεις κι άλλες χάνεις. Όλα ήταν
στο παιχνίδι. Από την αρχή ήταν διστακτικός, αλλά η Πεγκ Καλλαίην
επέμενε.
Είχαν μεγάλη κάλυψη και μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε καταλάβει
πόσοι ήταν. Οπωσδήποτε τρεις τέσσερις. Κι όταν ο ένας απ' αυτούς
είναι ο Ραμπλ Νουν και δύο άλλοι κρυμμένοι, δεν ήταν εύκολη
υπόθεση.
Δεν ήξερε αν ο Αρτς Μπίλλινγκ και ο Χέννεκερ ήταν εκεί, ούτε και
τον ένοιαζε. Οι συνθήκες δεν ήταν ευνοϊκές και το καλύτερο που
είχαν να κάνουν ήταν ν' αποσυρθούν και να περιμένουν μια καλύτερη
ευκαιρία. Που πάντοτε υπήρχε ελπίδα να παρουσιαστεί.
Η Πεγκ Καλλαίην δεν ήταν συνηθισμένη να χάνει και ήθελε
οπωσδήποτε να βάλει στο χέρι τα λεφτά του Τομ Ντάβιτζ. Ο Λανγκ
δεν αμφέβαλε ότι τα ήθελε όλα για τον εαυτό της. Από την αρχή
ήταν βέβαιος γι' αυτό. Όπως ήταν βέβαιος ότι δεν θα τα
κατάφερναν μ' αυτό τον τρόπο.
Ο δικαστής Νίλαντ διέκοψε τη σιωπή. "Προτείνω να σταματήσουμε, να
κάνουμε καφέ και να ξεκουραστούμε λίγο είπε: "Και μετά να
συζητήσουμε το θέμα να δούμε που βρισκόμαστε".
Η Πεγκ πήγε να μιλήσει, αλλά ο Λανγκ την διέκοψε λέγοντας ήρεμα:
"Καλή ιδέα. Για μια στιγμή την είχαμε πολύ άσχημα εκεί πέρα".
"Σκότωσε τον Μπεν" μουρμούρισε ο Λύμαν. "Τον λιάνισε".
"Νομίζω" είπε ο Λανγκ με φιλοσοφικό ύφος "ότι ο Μπεν δεν έπρεπε
ν' αστοχήσει την πρώτη φορά. Τον είχε στα χέρια του".
"Ο Μπεν ήταν πολύ σίγουρος για τον εαυτό του" είπε ήρεμα ο
δικαστής. "Αν καθυστερούσε ένα λεπτό, τίποτα απ' όλα αυτά δεν θα
είχε συμβεί. Τώρα θα είχαμε μοιραστεί το μισό εκατομμύριο
δολλάρια και θα τραβούσε καθ' ένας στο δρόμο του".
"Και τώρα τι γίνεται;" αναρωτήθηκε δυνατά ο Μάνλυ.
"Θα τους κυνηγήσουμε" είπε η Πεγκ. Και ο τόνος της φωνής της ήταν
επιθετικός. "Θα πάμε να τους πιάσουμε. Τώρα θα έχουν πάρει ό,τι
υπήρχε και θα βρίσκονταν στο δρόμο".
"Μου φαίνεται ότι είπες πώς ήταν χρυσάφι;" είπε ο Λανγκ.
"Ο κουνιάδος του Τομ Ντάβιτζ, μου είχε πει ότι ήταν ράβδοι χρυσού
και ένα μέρος σε χαρτονομίσματα, νομίζω".
"Πώς και σου το είπε;"
"Μισούσε τον Τομ. Ήταν μεθυσμένος όταν μου το είπε - γεγονότα
αριθμούς τοποθεσίες και ημερομηνίες. Εγώ έλεγξα μερικά απ' αυτά
που μου είπε, για να δω αν είναι αλήθεια. Μετά ήρθε και μου
απαιτούσε μερίδιο".
"Τι του υποσχέθηκες;"
Η Πεγκ Καλλαίην έριξε μια περιφρονητική ματιά στον Μάνλυ. "ΣΑ
αυτόν; Τίποτα. Του είπα ότι δεν ξέρω για ποιο πράγμα μιλούσε και
τον έδιωξα κακήν κακώς".
Ξεπέζεψε μαζί με τους άλλους και παρακολουθούσε τον Λύμαν, που
έφτιαχνε τη φωτιά. Καθώς στεκόταν εκεί, άρχισε να σκέφτεται. Για
πρώτη φορά ύστερα από πολύ καιρό, έβλεπε το πρόβλημα ήρεμα και
προσπαθούσε να καθορίσει τη θέση της.
Από τότε που είχε τελειώσει το σχολείο είχε μείνει στο Ελ Πάσο,
με μια θεία της. Είχε ένα καλό εισόδημα άλλα όχι πολύ μεγάλο και
το μέλλον της δεν της φαινόταν και τόσο λαμπρό. Δεν της άρεσε το
Ελ Πάσο,ούτε γενικά η Δύση. Ήθελε να γυρίσει πίσω στις
ανατολικές πολιτείες ή στην Ευρώπη, αλλά τα οικονομικά της δεν
την το επέτρεπαν.
Εξαιρετικά εγωίστρια, δεν νοιαζόταν καθόλου για τη θεία της και
αγανακτούσε για τους κοινωνικού περιορισμούς που της επέβαλε η
μικρή πόλη στην οποία ζούσαν. Το σχολείο στην Ανατολή την είχε
επηρεάσει και της είχε μάθει μια άλλη ζωή. Γι' αυτό μόλις
επέστρεψε άρχισε να κάνει σχέδια για να ξεφύγει. Στο τελευταίο
της ταξίδι στην Ανατολή, ο κουνιάδος του Τομ Ντάβιτς, που τον
είχε συναντήσει τυχαία μέσω της Φαβ, της έδωσε τις πληροφορίες
αυτές, που νόμιζε ότι μόνη εκείνη είχε, ώσπου ανακάλυψε ότι και ο
δικαστής Νίλαντ ήταν ενήμερος.
Όπου υπάρχουν λεφτά, υπάρχουν πάντοτε και χέρια που απλώνουν για
να τα πάρουν και η ιδέα ότι μισό εκατομμύριο δολλάρια ήταν
κρυμμένο κάπου, που κανείς δεν ήξερε, την κέντριζε. Επιπλέον η
Πεγκ πίστευε ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος, να μάθει η Φαν την
ύπαρξη των χρημάτων. Ωστόσο, ήταν σχεδόν αδύνατο να ψάξει στο
ράντσο για κρυψώνες, όσο βρισκόταν εκεί ο Μπεν Τζάνις και η
συμμορία του.
Η πληροφορία που έμαθε εν μέρει από τον Ντην και τον δικαστή
Νίλαντ, ήταν ένα σοκ. Ένας άνδρας είχε σταλεί να σκοτώσει τους
περισσότερους παρανόμους που βρίσκονταν στο ράντσο και να
παραδώσει τα λεφτά στη Φαν. Όταν ο Ραμπλ Νουν έφτασε στην
περιοχή, τέσσερα άτομα γνώριζαν την ύπαρξη των χρημάτων: ο
δικαστής Νίλαντ, ο Ντην Καλλαίην, ο Μπεν Τζάνις και η ίδια.
Στον Μπεν Τζάνις είχαν αναθέσει, όταν δεν μπορούσαν να κάνουν
αλλιώς, να σκοτώσει τον Ραμπλ Νουν. Ο δικαστής τον είχε πείσει
ότι δεν έπρεπε να δώσει την ευκαιρία στον Ραμπλ Νουν να
συναντήσει την Φαν και να της πει για τα λεφτά. Έπρεπε να τον
σκοτώσει αμέσως.
Η προσπάθεια αυτήε είχε αποτύχει και κατά κάποιο τρόπο είχε
σκοτωθεί ο Ντην Καλλαίην εκείνο το βράδυ. Έτσι έμεναν τρείς που
ήξεραν για το θησαυρό. Τώρα, ο Ραμπλ Νουν είχε σκοτώσει τον Μπεν
Τζάνις κι είχαν μείνει δύο από την πλευρά τους.
Δεν κοίταζε τον δικαστή, αλλά τον σκεφτόταν. Όλη της τη ζωή
συνωμοτούσε και σχεδίαζε πως να αποσπάσει αυτό που ήθελε και τα
είχε καταφέρει. Δεν είχε αμφιβολία ότι κι αυτή τη φορά θα τα
κατάφερνε.
Ο Ραμπλ Νουν ήταν το κυριότερο πρόβλημα, αλλά ήταν σχεδόν βέβαιη
ότι θα τον έβγαζε από τη μέση. Ο Φιν Καγκλ και ο Τζέρμαν Μπαίηλς,
που τους είχε προσλάβει για λογαριασμό της, θα φρόντιζαν γι'
αυτό. Επίσης θα φρόντιζαν να ξεπαστρέψουν οποιονδήποτε θα
προσπαθούσε να την σταματήσει να βάλει στο χέρι τα λεφτά του
Ντάβιτζ.
Τώρα όμως ο Ραμπλ Νουν είχε σκοτώσει τον Τζάνις και είχε φύγει με
τα λεφτά. Έτσι η Φαν είχα μάθει κι αυτή τώρα το μυστικό.
"Ντένβερ" είπε ξαφνικά ο δικαστής με σιγουριά. "Θα προσπαθήσει να
βάλει τα λεφτά σε καμιά τράπεζα εκεί. Δεν νομίζω ότι θα τα
εμπιστευτεί σε τράπεζα εδώ, γιατί ξέρει ότι θα ληστέψουμε την
τράπεζα και θα τα πάρουμε. Πρέπει οπωσδήποτε να πάει στο Ντένβερ
και δεν πρέπει να του επιτρέψουμε να φτάσει εκεί".
"Θα προσπαθήσει να πάρει το τρένο" είπε ο Λανγκ. "Έτσι μπορεί να
τα καταφέρει".
"Θα φτάσουμε όμως εμείς πρώτοι" είπε ο Νίλαντ. "Θα πάρουμε το
δρόμο για το Ντουράνγκο. Θα μείνει όμως σίγουρα έξω από το δρόμο,
για το φόβο της επίθεσης και έτσικ θα ταξιδεύει πιο αργά".
"Πού είναι το Ντουράνγκο;" ρώτησε ο Λύμαν. "Εγώ είμαι ο
καινούργιος στη περιοχή".
"Ανατολικά. Άνιμας Σίτυ λεγόταν η πόλη, αλλά όταν έφτασε η
σιδηροδρομική γραμμή έχτισαν τη δική τους πόλη ακριβώς πάνω στις
γραμμές και την ονόμασαν Ντουράγκο. Μόλις πριν από μερικούς
μήνες".
"Έχω ένα φίλο εκεί στη γραμμή" είπε ο Λανγκ. "Μπορούμε ν'
αλλάξουμε άλογα εκεί".
Η Πεγκ Καλλαίην δεν σχολίασε καθόλου , αλλά έκανε τις δικές της
σκέψεις. Οι ανόητοι! Νόμιζαν ότι ένας άνθρωπος σαν τον Ραμπλ Νουν
θα διακινδύνευε να εμφανιστεί στο σιδηροδρομικό σταθμό του
Ντουράνγκο; Σε μια τόσο μικρή πόλη, όπου κανείς δεν μπορεί να
κρυφτεί;
Ο δικαστής Νίλαντ της έφερε ένα φλιτζάνι με καφέ και κείνη τον
ευχαρίστησε. Έβγαλε μια τρίχα από το πρόσωπό της. "Φοβάμαι ότι
δεν είμαι καμωμένη γι' αυτά" είπε "Προτιμώ τις πόλεις".
Χαμογέλασε ο δικαστής. "Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μας στο
Ντουράνγκο; Όλα θα τελειώσουν εκεί κι αν μείνει κάτι που πρέπει
να γίνει, μπορείς να περιμένεις εκεί. Θα προστατεύσω εγώ τα
συμφέροντά σου".
Είμαι σίγουρη γι' αυτό σκέφτηκε ειρωνικά, αλλά δεν είπε τίποτα.
Χαμογέλασε και ύστερα από λίγο είπε "Εντάξει δικαστά Νίλαντ. Θα
έρθω κι εγώ".
Τέλειωσαν τον καφέ τους, έσβησαν τη φωτιά και πήραν το δρόμο για
το Ντουράνγκο.
Ο άνδρας που στεκόταν ανάμεσα στις λεύκες, κάπου ένα μέτρο μακριά
από το δρόμο, χαλάρωσε τα χαλινάρια του αλόγου και τέντωσε τα
πόδια του να ξεμουδιάσουν.
Ο Τζέι Μπη Ράιμς, τους βρήκε απροσδόκητα και παρ' ότι ήταν φίλος
με τον Τζων Λανγκ και γνωστός του Νίλαντ, θεώρησε σκόπιμο να
μείνει κρυμμένος. Να μην ξέρουν ότι βρισκόταν εκεί.
Έλειπαν από το ράντσο πολλές ώρες και δεν ήξεραν τίποτα για την
επίθεση που είχε σαρώσει και τον τελευταίο από τους παρανόμους.
Κάτι ασήμαντα ανθρωπάκια, που δεν άξιζαν τίποτα. Τώρα τον έλεγχο
του κτήματος τον είχαν ο Αρτς Μπίλλινγκ και ο Χάννεκερ μαζί με
κάτι καινούριους εργάτες, ενώ ο ίδιος προσπαθούσε να βρει τα ίχνη
του Τζάνις και των υπόλοιπων.
Είχε βρει το πτώμα του Νταίηβ Τσέρρυ, απ' αυτά που του είχε πει ο
Κίσσλινγκ, προτού φύγει. Ήταν τα πρώτα στοιχεία, που τον είχαν
οδηγήσει εκεί.
Μια ώρα πριν είχε ακούσει πυροβολισμούς, αλλά ώσπου να κατέβει
από το βουνό δεν είχε βρει κανέναν, εκτός από το πτώμα του Μπεν
Τζάνις.
"Σκοτώθηκαν δύο" είπε δυνατά.
Ο Ράιμς είχε φύγει από το κτήμα εδώ κι αρκετές μέρες γιατί δεν
ήθελε να εμπλακεί στη μάχη εναντίον του Ραμπλ Νουν. Είχε τη δική
του δουλειά και δεν είχε τίποτα το κοινό με τον Τζάνις.
Πήρε το άλογό του και κατευθύνθηκε ανατολικά, ακολουθώντας το
μονοπάτι, που ήταν παράλληλο στο δρόμο. Καθώς προχωρούσε
σκεφτόταν αυτά που είχε μόλις κρυφακούσει.
Κυνηγούσαν τον Ραμπλ Νουν και πίστευαν ότι θα τον προλάβαιναν στο
Ντουράνγκο. Όμως, η Πεγκ Καλλαίην τους άφηνε τώρα. Υποτίθεται
ότι θα πήγαινε στην πόλη για να πλυθεί και να φρεσκαριστεί. Είχε
όμως μια διαίσθηση ότι η Πεγκ θα ανέβαινε στο τραίνο πριν απ'
αυτούς και ότι θα πήγαινε ανατολικά, όχι προς το Ντουράνγκο...
Για την Αλαμόζα; Για την Λα Βέτα;
Είχε ψάξει την περιοχή και τώρα είχε βρει ένα παλιό μονοπάτι των
Ινδιάνων, που θα τον οδηγούσε προς το Ιγκνάσιο, στη σιδηροδρομική
γραμμή κάτω από το Ντουράνγκο.
Βρήκε τα πρώτα ίχνη στην πλαγιά του Μπριτζ Τίμπερ Μάουνταιν.
Πέντε άλογα; Τα ίχνη ήταν συγκεχυμένα και μπορεί να ήταν ένα
παραπάνω ή ένα λιγότερο. Αργότερα τα έβρισκε σε ορισμένα σημεία
τυχαία. Κοντά στο στόμιο όμως του φαραγγιού Σόουμιλ, φαινόταν
καθαρά.
Είχε μαντέψει σωστά. Ήταν τρεις καβαλλάρηδες και δύο άλογα για
αποσκευές. Όταν σταμάτησαν για νερό και κατέβηκαν από τα άλογα,
άφησαν ίχνη τρεις άνθρωποι. Κάποιος είχε μικρό πόδι. Προφανώς
ήταν τα ίχνη της Φαν. Τα ίχνη από τα μοκασίνια του Νουν τα
αναγνώρισε, αλλά ο τρίτος ποιός ήταν; Ήταν ίχνη από ψηλοτάκουνες
μπότες και σπηρούνια, που συνήθιζαν στην Καλιφόρνια.
Ο Τζέι Μπη Ράιμς ήταν ικανοποιημένος. Θα τους προλάβαινε πριν
φτάσουν στη σιδηροδρομική γραμμή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19.
Αρκετές ώρες προτού ο Ράιμς βρει τα ίχνη τους στο Μπριτζ
Τίμπερ Μάουνταιν, είχαν σταματήσει και είχαν ανάψει φωτιά. Ο
Ράιμς όμως στην βιασύνη του να ακολουθήσει τα ίχνη τους, δεν
εντόπισε το μέρος όπου είχαν σταματήσει.
Προτού πέσει η νύχτα, ο Ραμπλ Νουν είχε βγει από το δρόμο μέσα
στα πεύκα, βρήκε ένα ξέφωτο, όπου το λειωμένο χιόνι τους πρόσφερε
νερό. Εκεί άναψε μια πρόχειρη φωτιά. Βρίσκονταν σε ύψος δυόμισι
χιλιάδων μέτρων περίπου και ο αέρας ήταν παγωμένος.
Ο Νουν ήταν εξασκημένος σ' αυτές τις δουλειές. Στα γρήγορα
έφτιαξε μια σκηνή με μια κουβέρτα, ενώ ο Μιγκουέλ Λέμπο άναβε τη
φωτιά.
"Πόσο μακριά είναι τώρα η σιδηροδρομική γραμμή;" ρώτησε η Φαν.
"Όχι πολύ μακριά. Θα προλάβουμε το τραίνο στο Ιγκνάσιο. Εκεί
σταματάει το τραίνο Ντένβερ-Ρίο Γκράντε. Απ' ότι υπολογίζω θα
πάνε με τ' άλογα στο Ντουράνγκο και θα μας ψάξουν εκεί. Έτσι θα
χάσουν χρόνο. Μπορεί να πάρουν το τρένο, αλλά θα φοβηθούν μήπως
δεν είμαστε μέσα ή μήπως πάρουμε το επόμενο. ΑΗ ακόμα μήπως
ακολουθήσουμε άλλο δρόμο. Πρέπει να καλύψουν όλα τα ενδεχόμενα".
Ο ώμος του τον πονούσε. Τον είχε περιποιηθεί όσο καλύτερα
μπορούσε, αλλά τον ανησυχούσε. Χρειαζόταν ιατρική φροντίδα, αλλά
τέτοια περίπτωση δεν υπήρχε προτού φτάσουν στο Ντένβερ. Εκτός
και υπήρχε κανένας που μπορούσε να τον βοηθήσει μέσα στο τρένο.
Ξεκίνησαν νωρίς το πρωί και έφτασαν στον ποταμό Ανίμας λίγο μετά
τα ξημερώματα. Τον διέσχισαν και μια ώρα αργότερα πέρασαν τον
ποταμό Φλόριντα κοντά στο Κόττονγουντ.
Ο Ραμπλ Νουν κατευθύνθηκε ανατολικά με γοργό ρυθμό, κρατώντας σαν
σημάδι τον λόφο Πιέντρα.
"Πόσο έχουμε ακόμα;" ρώτησε ξανά η Φαν.
"Δέκα μίλια... ίσως και λιγότερα. Αν είμαστε τυχεροί δεν θα
περιμένουμε πολύ".
"Φοβάμαι. Είμαστε τόσο κοντά στο τέλος".
"Ξέχνα το· την ανησυχία εννοώ. Θα τα καταφέρουμε".
"Σκόνη" είπε ο Λέμπο. "Φάνηκε σκόνη εκεί κάτω".
"Ίσως να είναι Γιούτε".
"Ένας καβαλλάρης, μόνος του" είπε ο Λέμπο "έρχεται με μεγάλη
ταχύτητα".
Χώθηκαν σ' ένα κοίλωμα και κοίταξαν πίσω τους. Η σκόνη ήταν πολύ
μακριά.
Φαινόταν ήδη η πράσινη γραμμή των δέντρων κατά μήκος του ποταμού
Λος Πίνος. Η σιδηροδρομική γραμμή ήταν απ' αυτή τη μεριά.
Ακολουθώντας τον ποταμό νότια.
Ο Ραμπλ Νουν τράβηξε το Ουίντσεστερ και κοίταξε πάλι πίσω του. Ο
καβαλλάρης πλησίαζε.
"Τι υπάρχει εκεί στο σταθμό;" ρώτησε η Φαν.
"Πολύ λίγα πράγματα. Η υπηρεσία για τους Γιούτε είναι δυο μίλια
μακριά, προς τα βόρεια. Νομίζω ότι υπάρχει μια δεξαμενή με νερό
και ένα βαγόνι για σταθμό;"
"Ελπίζω ότι θα υπάρχει λίγη σκιά".
"Υπάρχει".
Έμεινε για λίγο σιωπηλή και μετά είπε: "Είμαι βέβαιη ότι έχω
περάσει απ' εδώ πολλές φορές με το τραίνο, αλλά δεν θυμάμαι
τίποτα".
"Δεν έχει και τίποτα για να θυμάσαι. Η ομορφιά είναι στη γύρω
περιοχή".
Το στόμα του ήταν στεγνό και το στομάχι του αδειανό. Έριξε μια
ματιά στον καβαλλάρη που πλησίαζε, αλλά βρισκόταν ακόμα μακριά
για να διακρίνει ποιός είναι. Μπροστά του έβλεπε τώρα τη δεξαμενή
και ένα χαμηλό κτίριο· ήταν κάτι περισσότερο από ένα βαγόνι. Τα
δέντρα κατά μήκος του ποταμού ήταν πράσινα.
Καθυστέρησε επίτηδες το βάδισμά τους, γιατί δεν ήθελε να τραβήξει
την προσοχή και γιατί έλπιζε να δει προτού φτάσουν στο σταθμό,
ποιός ήταν εκεί. Θα πρέπει να περνούσε τραίνο σύντομα.
Η αποβάθρα και το μικρό κτίριο του σταθμού ήταν έρημα. Τα πέρασαν
και σταμάτησαν κάτω από κάτι δέντρα. Για μια στιγμή έμεινε
ακίνητος στη σέλλα του, ακούγοντας. Ύστερα κατέβηκε.
"Τζόνας;"
Γύρισε απότομα, έκπληκτος για το όνομα. Ήταν η Φαν. "Σου το είπα
ότι θα σε φωνάζω έτσι. Δεν είναι το όνομά σου;"
"Ναι".
Εκείνη τη στιγμή βεβαιώθηκε ότι πράγματι αυτό ήταν το όνομά του.
Για πρώτη φορά ένιωσε αυτό το όνομα να του ταιριάζει. Δεν ήταν
πια ένα όνομα που είχε διαλέξει τυχαία, αλλά ένα όνομα που του
ανήκε.
"Τζόνας, υπάρχει κανένας τρόπος να φύγουμε χωρίς φασαρίες;"
"Αυτός είναι ο σκοπός μου. Αν το τραίνο φτάσει πριν απ' αυτούς κι
αν δεν βρίσκονται μέσα στο τρένο, τότε τα καταφέραμε. Αλλά να το
ξέρεις Φαν θα προσπαθήσουν να σου πάρουν το χρυσό".
"Άσε τους να το πάρουν".
"Δεν μπορώ. Η συνείδησή μου δεν μου το επιτρέπει. Πήρα λεφτά από
τον πατέρα σου για να σκοτώσω τέσσερις άνδρες, αλλά αν μπορέσω να
διαφυλάξω την περιουσία σου χωρίς να τους σκοτώσω, τότε θα είμαι
πολύ ικανοποιημένος και θα έχω εκτελέσει το χρέος μου.
"Και μ' αυτό τον τρόπο δεν πρόκειται ποτέ να τελειώσουν αυτά. Δεν
πρέπει να υποτάσσεσαι στο κακό, γιατί έτσι το ενισχύεις. Κάθε
φορά, που οι καλοί νικιούνται, επιτρέπουν στις δυνάμεις του κακού
να γίνουν πιο ισχυρές. Η απληστία θρέφει την απληστία και το
έγκλημα αυξάνεται ανεμπόδιστο. Η παραίτησή μας απ' ότι μας
ανήκει, για να γλιτώσουμε από τις φασαρίες, θα δημιουργήσει
μεγαλύτερα προβλήματα σε κάποιον άλλον.
"Αν μπορέσουμε ν' ανεβούμε στο τραίνο προτού φτάσουν αυτοί, τότε
νικήσαμε, αλλά αν φτάσουν με το τρένο ή πριν θα πρέπει να
πολεμήσουμε".
Σταμάτησε κι εκείνη δεν μίλησε.
Η μέρα ήταν πολύ ζεστή και ήρεμη. Πάνω από τα βουνά μαζεύονταν
μαύρα σύννεφα κι ακούγονταν βροντές. Ο αέρας ήταν πνιγηρός. Δεν
έμοιαζε με αέρα του βουνού. Στις ακτές του Ειρηνικού παλιά θα
έλεγαν ότι ήταν καιρός που προμήνυε σεισμό. Έβαλε το χέρι του
στο όπλο και ένιωσε δροσιά κι ανακούφιση. Ήξερε ότι πολύ σύντομα
θα το χρειαζόταν.
Θα το χρειαζόταν γιατί κανείς τους δεν επρόκειτο να υποχωρήσει.
Οι αδύναμοι και οι επιφυλακτικοί ήταν νεκροί ή είχαν αποχωρήσει.
Ο Κίσσλινγκ και οι άλλοι είχαν φύγει. Ο σκληρός Νταίηβ Τσέρρυ
είχε σκοτωθεί και ο Μπεν Τζάνις -ο πιο γνωστός πιστολάς της
περιοχής- ήταν νεκρός.
Έμεναν βέβαια αρκετοί, αλλά ο καθένας μπορούσε να πεθάνει κι
αυτό ίσχυε και για τον ίδιο. Ήταν καλός, το ήξερε αυτό βαθιά
μέσα του. Ήταν γρήγορος, αποφασιστικός, βέβαιος για τον εαυτό
του. Και πάνω απ' όλα, τη στιγμή της αλήθειας, τη στιγμή εκείνη
που τραβάς το πιστόλι και ζεις ή που τραβάς το πιστόλι και
πεθαίνεις, ήταν ψύχραιμος... ή τουλάχιστον ήταν μέχρι εκείνη τη
στιγμή.
Θα ήταν και τώρα ψύχραιμος; Αυτό ήταν το πρόβλημά του. Ποτέ δεν
μπορείς να είσαι βέβαιος. Είχε δει δυνατούς, επικίνδυνους
ανθρώπους, να χάνουν ξαφνικά την αυτοπεποίθησή τους είτε μπροστά
σ' ένα όπλο, είτε στη μάχη, όπως ο Μπίλλυ Μπρουκς με τον Κιρκ
Τζόρνταν στο Ντοτζ. Ο Μπρούκς είχε αποδείξει πολλές φορές τη
δύναμη και την ψυχραιμία του, αλλά μπροστά στον Τζόρνταν χάθηκε.
"Ο καβαλλάρης έρχεται από το μονοπάτι των Γιουτ", είπε ο Λέμπο.
Τον έβλεπαν. Ερχόταν με μεγάλη ταχύτητα... κι αμέσως κατάλαβαν
γιατί. Το τραίνο σφύριξε. Ήταν ακόμη μακριά, αλλά ερχόταν.
Ο Ραμπλ Νουν πέρασε τη γλώσσα του στα χείλη του. "Σε παρακαλώ
ξέζεψε τ' άλογα", είπε. "Θα πάνε πίσω από κει που ήρθαν".
Ο Μεξικάνος τον κοίταξε. "Θα πας εκεί αμίγκο; Στ' ανοικτά;"
"Ναι".
Ο Λέμπο ανασήκωσε τους ώμους του με κάποιο δισταγμός.
Άκουγαν τώρα το θόρυβο που έκανε το άλογο που έτρεχε και το
τρένο σφύριξε για δεύτερη φορά. Ο Ραμπλ Νουν πήρε το όπλο του.
Η καταιγίδα πλησίαζε...
Ξεκίνησαν για το σταθμό, βάζοντας μπροστά τα δύο άλογα με το
φορτίο. Η Φαν πήγαινε δίπλα τους, κρατώντας το τουφέκι της. Πάνω
στην αποβάθρα ό ήχος των βημάτων τους ακουγόταν δυνατά... μια
αστραπή φάνηκε στον ουρανό και μερικές σταγόνες άρχισαν να
πέφτουν.
Ο Ραμπλ Νουν έβγαλε τα σακκιά από τις σέλλες των αλόγων και τις
ακούμπησε στην αποβάθρα.
Ξαφνικά τους είδε μπροστά του στην άκρη της αποβράθρας και δεν
ήξερε από που είχαν έρθει.
Ήταν εκεί ο Λανγκ, ο Μάνλυ κι ένας άλλος, ένας Μεξικάνος, ψηλός,
αδύνταος, με ένα τεράστιο σομπρέρο διπλές θήκες με σφαίρες και
ένα λεπτό μαύρο μουστάκι.
Ο Κρίστομπαλ!
Η συμφωνία του Ραμπλ Νουν ήταν για τέσσερις άνδρες και μια
γυναίκα. Μια γυναίκα; Ποτέ δεν θα συμφωνούσε να σκοτώσει μια
γυναίκα.
Ξαφνικά όλα ξεκαθάρισαν στο μυαλό του. Δεν είχε συμφωνήσει να
σκοτώσει κανέναν απ' αυτούς. Είχε συμφωνήσει να ελευθερώσει το
κτήμα από τους παράνομους, με το δικό του τρόπο και τα δικά του
μέσα και τον είχαν προειδοποιήσει να προσέχει τέσσερις άνδρες και
μια γυναίκα. Να τους προσέχει μόνο. Και η γυναίκα πρέπει να ήταν
ή Πεγκ Καλλαίην.
Αυτό σήμαινε ότι ο Τομ Ντάβιτζ κάτι ήξερε γι' αυτήν. Δεν θα
μάθαιναν ποτέ γιατί ο Τομ Ντάβιτζ είχε υποψίες για την Πεγκ
Καλλαίην, αλλά ήταν βέβαιο ότι ο γέρο Τομ ήξερε ποιοί ήταν οι
εχθροί του ή ποιοί μπορούσαν ν' αποδειχθούν κάποια στιγμή εχθροί
του.
Τώρα είχε εμφανιστεί και ο Κρίστομπαλ, μαζί με τον Μάνλυ και τον
Λανγκ.
"Άφησέ το εκεί, ή θα πεθάνεις" είπε ο Μάνλυ. "Είσαι τυχερός που
έχεις την ευκαιρία να γλιτώσεις".
"Ο χρυσός έχει φύγει" είπε ψέμματα ο Ραμπλ Νουν "Το μόνο που
έχουμε εδώ είναι παλιά βόλια. Φυγαδεύσαμε το χρυσάφι και τα
χρησιμοποιήσαμε αυτά για να σας παραπλανήσουμε. Το χρυσάφι
βρίσκεται κιόλας στα μισά του δρόμου για το Ντένβερ".
"Δεν μας ξεγελάς" είπε ο Μάνλυ "γι' αυτό μην κάνεις την
προσπάθεια".
Η Φαν Ντάβιτζ είχε στην τσέπη της ένα από τα βαμμένα μαύρα χρυσά
βόλια και το σήκωσε δείχνοντας το. "Βλέπεις;"
Δεν ήθελαν να το πιστέψουν, δεν μπορούσαν να το πιστέψουν, αλλά
παρ' όλα αυτά ανησυχούσαν.
Το τρένο σφύριξε ξανά και ακούστηκαν βροντές. Η βροχή άρχιζε να
δυναμώνει.
Ο Λέμπο άφησε ελεύθερα τα άλογα που κουβαλούσαν τα σακκιά κι αυτά
πήγαν μαζί με κάτι άλλα που βοσκούσαν κάτω από τα δέντρα.
Ο Ραμπλ Νουν ήξερε πότε ήταν η κατάλληλη στιγμή. Έκανε ένα βήμα
προς το πλάι για ν' απομακρύνει τους πυροβολισμούς από την Φαν.
"Το τρένο έρχεται" είπε ήρεμα κι όταν αυτό το τρένο φτάσει εδώ,
εμείς θα φορτώσουμε αυτά τα σακκιά εκεί. Μπορεί να σας λέμε
ψέμματα για το περιεχόμενο, μπορεί όμως να είναι κι αλήθεια. Αν
θέλετε όμως να πεθάνετε για να δείτε τι έχουν μέσα τα σακκιά,
μπορείτε να προσπαθήσετε... όποτε θέλετε".
"Ο μέγας και πολύς Ραμπλ Νουν" είπε ο Κρίστομπαλ. Τα μαύρα μάτια
του ήταν γεμάτα περιφρόνηση. "Δεν νομίζω ότι είναι και "μέγας".
Πάντοτε πυροβολεί κρυμμένος... μπορεί να πυροβολήσει στα φανερά
άνδρες που κρατάνε όπλα;"
Εκείνη ήταν η στιγμή και δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο σε
συζητήσεις. Όταν μια μάχη είναι αναπόφευκτη είναι κουτό να χάνει
κανείς χρόνο με κουβέντες.
"Τώρα;" είπε ευγενικά και τράβηξε το όπλο του.
Και οι τρεις τους κινήθηκαν σαν ένας άνθρωπος, αλλά ο Ραμπλ Νουν
πυροβόλησε τον Λανγκ πρώτα. Τον Λανγκ, τον ψύχραιμο, τον ήσυχο,
τον άνθρωπο που δεν μιλούσε... Τον Λανγκ ήθελε να εξουδετερώσει
και ο Λανγκ το ήξερε και χαμογελούσε. Είδε το όπλο του Λανγκ να
σηκώνεται, πολύ ψηλά... ήταν πολύ προσεκτικός.
Ο κρότος που έκανε το δικό του όπλο χάθηκε μέσα σε μια βροντή.
Προχωρούσε μπροστά, βήμα βήμα προσεκτικά, πυροβολώντας με
ακρίβεια, αλλά και με ταχύτητα.
Τον Λανγκ, μετά ξανά τον Λανγκ κι ύστερα τον Κρίστομπαλ. Ο Μάνλυ
ήταν πεσμένος κάτω... πρέπει να τον είχε χτυπήσει ο Λέμπο.
Από πίσω του κάποιος πυροβολούσε με το τουφέκι κι αυτό τον
ανησυχούσε, αλλά δεν γύρισε να κοιτάξει.
Δύο για τον Λανγκ... ακόμη μια για τον Κρίστομπαλ και μια τρίτη
για τον Λανγκ, καθώς προσπαθούσε να σηκωθεί, με το πρόσωπο και το
πουκάμισο καταματωμένα.
Ο Λανγκ είχε πέσει χάμω, ενώ ο Κρίστομπαλ ήταν ακόμη όρθιος, μ'
ένα πλατύ χαμόγελο, που άφηνε να φανούν τα ωραία άσπρα δόντια
του... άνετος, χλευαστικός και νεκρός. Έπεφτε μπροστά, ενώ το
όπλο γλιστρούσε από το χέρι του.
Το τουφέκι από πίσω τους βρόντηξε ξανά και εκείνη τη στιγμή το
τρένο μπήκε στο σταθμό. Η μάχη είχε τελειώσει.
Τα πτώματα έμοιαζαν με παλιά σακκιά στην αποβάθρα. Ο Λέμπο ήταν
ξαπλωμένος κάτω. Είχε σταματήσει να πυροβολεί όταν έπεσε ο Λανγκ
και παρακολουθούσε τον Λανγκ αν έδινε σημεία ζωής.
Ο κόσμος κοίταζε με περιέργεια από τα παράθυρα του τρένου. Η Φαν
ήταν σκυμμένη πάνω από τον Μιγκουέλ Λέμπο και δίπλα της ήταν κι
ένας άλλος μ' ένα τουφέκι στα χέρια, που ήταν στραμμένο σ' ένα
παράθυρο του σταθμού.
Ένα όπλο βρισκόταν στην αποβάθρα ακριβώς από κάτω από το
παράθυρο και κρεμασμένος πάνω από τα σπασμένα τζάμια. Ο δικαστής
Νίλαντ, νεκρός.
Ο άνδρας που είχε στραμμένο το όπλο του προς τον δικαστή ήταν ο
Τζέι Μπη Ράιμς.
"Κύριε Μάντριν" είπε. "Είμαι άνθρωπος του Πίνκερτον".
"Δεν είσαι παράνομος;" ρώτησε ήρεμα ο Ραμπλ Νουν.
"Ήμουν κάποτε... Με προσέλαβαν για να ξεκαθαρίσω κάτι ληστείες
τρένων. Σε ψάχναμε μέχρις ότου η αμοιβή αποσύρθηκε, αλλά μάντεψα
ποιός είσαι όταν είπες ότι το όνομά σου ήταν Τζόνας".
Έβρεχε τώρα δυνατά.
Η Φαν τράβηξε τον Νουν από το μανίκι "Τζόνας... το τρένο!"
Σήκωσε δυο σακιά και ο Ράιμς άλλα δύο, ενώ οι αχθοφόροι σήκωσαν
τα υπόλοιπα.
Όταν φόρτωσαν τα σακιά στο βαγόνι, γύρισε να δει τι γινόταν ο
Λέμπο. Ο Μεξικάνος ήταν όρθιος και ερχόταν προς το μέρος τους
κουτσαίνοντας. Το πουκάμισό του ήταν ματωμένο.
"Χτύπησες άσχημα;" τον ρώτησε ο Νουν.
Ο Λέμπο κούνησε το κεφάλι του. "Όχι...νομίζω ότι δεν είναι
σοβαρό".
"Ανέβα. Καλύτερα θα είσαι στο τρένο. Πάμε να φύγουμε".
Το τρένο είχε μόνο τρία βαγόνια. Στο πρώτο βαγόνι υπήρχαν
τέσσερεις επιβάτες - δύο άνδρες μαζί, ανατολικοί απ' ότι
φαίνονταν και μια λεπτή αριστοκρατική γυναίκα, που τη συνόδευε
ένας γεροδεμένος άνδρας. Η γυναίκα φορούσε ένα γκρίζο ταγιέρ
ταξιδίου που ταίριαζε στα γκρίζα της μαλλιά και ταίριζε στα
γαλανά της μάτια.
Ένας από τους δύο άνδρες χαμογέλασε συγκαταβατικά καθώς έμπαιναν
στο βαγόνι. "Ωραίο θέαμα" είπε. "Σας πληρώνουν για να κάνετε
αυτές τις επιδείξεις;"
"Νομίζω ότι ήταν λίγο παρατραβηγμένο" είπε ο άλλος.
Ο Ραμπλ Νουν και ο Τζέι Μπη Ράιμς βοήθησαν τον Λέμπο να καθήσει.
Όλοι τους ήταν μούσκεμα.
"Κρίμα που σας έπιασε η βροχή" είπε ο πρώτος από τους δύο άνδρες.
"Χάλασε κατά κάποιο τρόπο το θέαμα".
"Τι κάνετε όταν σας ζητούν επανάληψη;" ρώτησε ο άλλος.
Η Φαν βοηθούσε τον Λέμπο να βγάλει το δερμάτινο σακκάκι του. Το
πουκάμισό του ήταν καταμάτωμένο.
Η γκριζομάλλα κυρία, σηκώθηκε από το κάθισμά της άφησε το
εργόχειρό της και είπε: "Μπορώ να βοηθήσω; Έχω μια κάποια
εμπειρία σ' αυτή την δουλειά".
"Αν θέλετε;" είπε η Φαν. "Εγώ... έζησα μέχρι πρόσφατα στην
Ανατολή και φοβάμαι ότι..."
"Φέρε μου λίγο νερό, νεαρέ μου" είπε η γυναίκα στον Ραμπλ Νουν.
"Έχει ένα κατσαρολάκι στη φωτιά στο βάθος του βαγονιού. Ο άνδρας
μου το ζέσταινε για να ξυριστεί".
Ο άνδρας της άνοιξε μια βαλίτσα και έδωσε στον Ραμπλ Νουν μια
πετσέτα. "Είναι η μόνη που έχω. Θα πρέπει να τη μοιραστούμε",
είπε.
Ο Ραμπλ Νουν σκούπισε τα χέρια του και το πρόσωπό του και ύστερα
έβγαλε το βρεγμένο σακκάκι του. Έλεγξε το όπλο του, σκουπίζοντάς
το προσεκτικά με το μαντήλι του.
Οι δύο άνδρες παρακολουθούσαν αμίλητοι, χωρίς να πιστεύουν στα
μάτια τους. Η ηλικιωμένη γυναίκα έπλυνε και καθάρισε το τραύμα
του Λέμπο. Είχε χτυπηθεί στα πλευρά. Αιμοραγούσε, αλλά δεν ήταν
σοβαρό.
Ο Λέμπο κοίταξε τον Ραμπλ Νουν. "Χτύπησα τον Κρίστομπαλ" είπε.
"Τον ήξερες;"
"Ήταν κουνιάδος μου".
"Κουνιάδος σου!"
Ο Λέμπο προσπάθησε ν' ανασηκώσει τους ώμους του, αλλά μόρφασε από
πόνο. "Άχρηστος... Παντρεύτηκε την αδελφή μου και την
εγκατέλειψε.
Δεν ήταν καλός. Φωνακλάς και καυχησιάρης. Αλλά ήξερε να
πυροβολεί, πάντοτε ήξερε να πυροβολεί".
Ο Ραμπλ Νουν κάθησε δίπλα στον Ράιμς. Το τρένο πήγαινε νότια.
Σύντομα θα έστριβε ανατολικά, περνώντας για λίγο κατά μήκος των
συνόρων. Ακούμπησε το κεφάλι του πίσω και έκλεισε τα μάτια του.
Άκουγε το ταρακούνημα του τρένου, το τρέξιμο του βαγονιού καθώς
έπαιρνε στροφή, το λαχάνιασμα της μηχανής και τη Φαν, που
κουβέντιαζε σιγανά με την ηλικιωμένη κυρία, καθώς έδεναν το
τραύμα του Λέμπο.
Για πρώτη φορά ύστερα από πολλές βδομάδες μπορούσε να χαλαρώσει.
Ο Ράιμς μιλούσε με τον άνδρα της ηλικιωμένης κυρίας, που έλεγε
ότι είχε ένα ορυχείο κοντά στο Σέντραλ Σίτυ και είχε έρθει δυτικά
για κάτι κτήματα.
"... Τους άξιζε να σκοτωθούν" έλεγε ο άνδρας της ηλικιωμένης
κυρίας. "Ο Μάνλυ ήταν ανακατεμένος σε πολλές βρωμοδουλειές στη
Νεβάδα. Πάντοτε δημιουργούσε προβλήματα".
Το τρένο έκοψε ταχύτητα και ο Ραμπλ Νουν άνοιξε τα μάτια του. "Θα
σταματήσουμε;"
"Είμαστε στη Λα Μπόκα" είπε ο Ράιμς. "Μια μικρή στάση θα κάνουμε
κι ύστερα θα πάρουμε στροφή και θα πάμε ανατολικά".
Ο Νουν άκουσε κάποιον να πηδάει στο έδαφος από το τελευταίο
βαγόνι. Κι ύστερα οι μπότες πολλών ανθρώπων.
Ο Λέμπο είχε ακουμπήσει πίσω στο κάθισμα, με κλειστά τα μάτια
κατάχλωμος. Η Φαν καθόταν απέναντί του. Η ηλικιωμένη κυρία είχε
πάει και είχε καθήσει κοντά στον άνδρα της και τον Ράιμς.
Ακούστηκε ένας ανεπαίσθητος κρότος από το μπροστινό βαγόνι, τόσο
σιγανός, που ο Ραμπλ Νουν αμφέβαλε ότι τον είχε ακούσει.
Ξαφνικά άκουσε τον θόρυβο της μηχανής που ξεκινούσε, αλλά το
βαγόνι τους έμενε ακίνητο.
Πετάχτηκε όρθιος και με τρεις δρασκελιές βρέθηκε στην άκρη του
βαγονιού. Η ατμομηχανή με τα άλλα δύο βαγόνια απομακρύνονταν και
δεν προλάβαινε να πηδήξει.
Κατέβηκε αμέσως και την πρώτη που συνάντησε ήταν η Πεγκ Καλλαίην.
Κρατούσε ένα τουφέκι στα χέρια και το σήκωσε για να πυροβολήσει.
Ο δεύτερος ήταν ο Φιν Καγκλ, που πυροβόλησε, αλλά η σφαίρα του
χώθηκε στο πίσω μέρος του βαγονιού σε λίγα εκατοστά απόσταση από
το κεφάλι του Ραμπλ Νουν. Ο Νουν έκανε μερικά βήματα πίσω και
καθώς η Πεγκ πυροβολούσε έτρεξε μπροστά, σταμάτησε και πυροβόλησε
από το γοφό. Η σφαίρα τίναξε τον Κάγκλ και τον έκανε να χάσει την
ισορροπία του. Πέφτοντας στο ένα γόνατο, ο Νουν, στήριξε το όπλο
του στο αριστερό του μπράτσο και πυροβόλησε ξανά. Ο Καγκλ έκανε
ένα βήμα πίσω κι έπεσε.
Δύο πυροβολισμοί τουφεκιών τίναξαν το έδαφος μπροστά στον Νουν κι
έπειτα ακούστηκε ένας πυροβολισμός από το τρένο.
Η ατμομηχανή και τα βαγόνια είχαν σταματήσει. Είδε ότι ο Φιν
Κάγκλ σηκωνόταν και τον πυροβόλησε ξανά. Κάποιος πυροβόλησε από
το βαγόνι πίσω του κι είδε την Πεγκ Καλλαίην να πετάει το όπλο
της.
Ο Ραμπλ Νουν έτρεξε μπροστά. Ξαφνικά άκουσε τη μηχανή να
στριγγλίζει και πήδηξε στο βαγόνι.
Άνοιξε την πόρτα και είδε τον οδηγό πεσμένο χάμω με το κεφάλι
ανοιγμένο στα δύο από δυνατό χτύπημα. Το χρυσάφι ήταν ακόμη εκεί
μέσα στα σακιά. Έτρεξε στο διάδρομο του βαγονιού, γεμίζοντας το
όπλο του και μπήκε στο χώρο της μηχανής.
Ο Μπαίηλς που βρισκόταν εκεί γύρισε απότομα και σήκωσε το όπλο
του για να πυροβολήσει. Ο μηχανικός έπεσε πάνω του και τον
έσπρωξε. Ο Μπαίηλς έπεσε κάτω από το βαγόνι και στριφογύρισε στο
χορτάρι, κοντά στις γραμμές.
Σηκώθηκε και παραπάτησε. Αυτό όμως έκανε τον Νουν ν' αστοχήσει
στον πρώτο του πυροβολισμό. Πήδηξε κάτω και στάθηκαν αντιμέτωποι.
Ο Μπαίηλς είχε χτυπήσει πέφτοντας από το τρένο, αλλά κρατούσε
ακόμη σφιχτά το όπλο του.
"Είσαι ο Ραμπλ Νουν, έτσι;" είπε. "Έχω ακούσει για σένα. Τώρα
είμαστε μόνο οι δυο μας. Εσύ κι εγώ".
"Μπορείς να πετάξεις το όπλο σου και να φύγεις" είπε ο Νουν. "Και
όλα θα τελειώσουν εδώ".
"ΘΑ αστειεύεσαι βέβαια. Νομίζεις ότι έτσι θα το τελειώσω; Δεν σε
φοβάμαι Ραμπλ Νουν. Ο Τζέρμαν Μπαίηλς έχει σκοτώσει κι αυτός
ανθρώπους".
Καλύτερα θα ήταν αν είχαμε κι οι δυο μας μια άλλη απασχόληση"
απάντησε ο Ραμπλ Νουν ήρεμα. "Αρκετοί άνθρωποι σκοτώθηκαν".
"Αργά ή γρήγορα όλοι μας θα πεθάνουμε και νομίζω ότι ήρθε η σειρά
σου τώρα Ραμπλ Νουν. Αύριο θα λένε στα σαλούν ότι ο Τζέρμαν
Μπαίηλς σε σκότωσε... πρόσωπο με πρόσωπο κοντά στις
σιδηροδρομικές γραμμες".
"Ο Καγκλ την έπαθε" είπε ο Νουν. "Είναι νεκρός ή σχεδόν νεκρός".
"Και τώρα..." το όπλο του Μπαίηλς σηκωνόταν, όπως και του Ραμπλ
Νουν. Και οι δυο άνδρες πυροβόλησαν ταυτόχρονα. Ο Νουν ένιωσε τη
σφαίρα να τον χτυπάει και τα γόνατά του να μην τον κρατάνε.
Έπεσε.
Ο Νουν πυροβολούσε ακόμη αλλά ο Μπαίηλς πηγαινοερχόταν
χαμογελαστός, βέβαιος για τον εαυτό του. "Αύριο στα σαλούν θα
λένε" είπε "για το πως..." Πυροβόλησε ξανά καθώς μιλούσε και το
σώμα του Ραμπλ Νουν τραντάχτηκε από το χτύπημα της σφαίρας " ...
για το πως ο Τζέρμαν Μπαίηλς σκότωσε τον Ραμπλ Νουν... τον μέγα
Ραμπλ Νουν". Οι λέξεις έβγαιναν από το στόμα του αργά.
Ο Ραμπλ Νουν ήταν πεσμένος κάτω, το μυαλό του βρισκόταν σε
σύγχυση και το κορμί του αδύναμο. Προσπάθησε να σηκωθεί καθώς ο
Τζέρμαν Μπαίηλς ερχόταν προς το μέρος του, αλλά τα πόδια του
αρνήθηκαν να τον υπακούσουν.
Ο Μπαίηλς σήκωνε το όπλο του για το τελειωτικό χτύπημα. Ο ήλιος
ήταν ψηλά και του έκαιγε τα μάγουλα, ενώ ένα άσπρο σύννεφο
περνούσε πίσω από το κεφάλι του Μπαίηλς. Ο Νουν άκουγε το θόρυβο
των βημάτων του καθώς ο Μπαίηλς πλησίαζε.
Πρόσεξε έκπληκτος ότι το πουκάμισο του Μπαίηλς ήταν ματωμένο...
δεν θυμόταν να τον είχε χτυπήσει... και το πρόσωπό του μάτωνε από
μια πληγή στο κεφάλι. Πλησίαζε χαμογελώντας πλατειά. Σταμάτησε
άνοιξε τα πόδια του κι έμοιαζε να παραπατάει ελαφρά.
Ο Ραμπλ Νουν είδε το ματωμένο πουκάμισο του Μπαίηλς, το όπλο του
να σηκώνεται και τότε πυροβόλησε δυο φορές κι άκουσε το ξερό
θόρυβο του άδειου όπλου.
Άνοιξε το πιστόλι του με δάκτυλο, αλλά στηριζόταν στον αγκώνα
του και δεν μπορούσε να το γεμίσει με το άλλο χέρι, γι' αυτό
προσπάθησε να καθήσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Ο Μπαίηλς έπεσε
δίπλα του.
Ο Ραμπλ Νουν έκανε ακόμα μια προσπάθεια και κατάφερε να γεμίσει
το όπλο του.
Γύρισε και κοίταξε τον Μπαίηλς. Τον κοίταζε χαμογελώντας ακόμη
"Αύριο στα σαλούν... θα διηγούνται..." Η φωνή του χανόταν αλλά
κοίταζε ακόμα τον Ραμπλ Νουν.
"Είσαι καλός Ραμπλ Νουν" έλεγε "...καλός, στο πιστόλι..."
Χαμογελούσε και ήταν νεκρός.
Ο Ραμπλ Νουν προσπάθησε να σηκωθεί. Άκουσε βήματα ανθρώπων που
έτρεχαν και μετά ένιωσε χέρια να τον σηκώνουν.
"Είναι χτυπημένος σοβαρά" άκουσε να λέει μια ψύχραιμη γυναικεία
φωνή. "Βοηθούσα τον πατέρα μου, που ήταν στρατιωτικός γιατρός.
Ήξερε καλύτερα από κάθε άλλον τα τραύματα από σφαίρες".
Ο αέρας του χτύπησε το πρόσωπο. Άνοιξε τα μάτια του και είδε μια
λευκή δαντελλένια κουρτίνα στο παράθυρο, που έβλεπε σ' ένα
λειβάδι. Όλα ήταν ήρεμα.
Σήκωσε το χέρι του στο πρόσωπό του. Εκείνη την ώρα κάποιος
φάνηκε στην πόρτα. Ήταν η Φαν.
"Πού βρισκόμαστε;" την ρώτησε.
"Στην Αλαμόζα. Πέρασες δύσκολες ώρες Τζόνας".
"Πόσο καιρό βρίσκομαι εδώ;"
"Δύο βδομάδες. Η κυρία Μακ Κλαίην έμεινε για να βοηθήσει. Έλεγε
ότι ο γιατρός δεν θα ήξερε να σε φροντίσει. Έφυγε χθες το
βράδυ".
"Θα ήθελα να την ευχαριστήσω".
"Την ευχαρίστησες πολλές φορές".
Έμεινε σιωπηλός για λίγο και ύστερα είπε: "Ποιος πυροβόλησε την
Πεγκ Καλλαίην; Εσύ;"
"Ο Ράιμς. Την χτύπησε από κοντά με τουφέκι, ξέρεις. Έχασε δυο
δάχτυλα".
"Λυπάμαι".
"Εγώ δεν λυπάμαι. Πήγαινε γυρεύοντας".
Η κουρτίνα κουνήθηκε λίγο από τον αέρα, που ήταν δροσερός κι
ευχάριστος. Ένιωθε κουρασμένος.
"Θέλω να γυρίσω πίσω" είπε ο Νουν.
"Που; Ανατολικά;"
"Πίσω στο Ράφτερ Ντη. Είναι ωραίο μέρος και αν λειτουργήσει όπως
πρέπει..."
Έκλεισε τα μάτια του και έφερε στο νου του την πλαγιά και την
παράγκα.
"Εντάξει" είπε η Φαν.